Υπάρχουν μερικά οινοποιεία που είναι μυθικά. Είναι αυτά που βγάζουν τα λεγόμενα συλλεκτικά κρασιά, αυτά που μπορεί να αποκτηθούν σε μια δημοπρασία, να κοστίσουν αρκετές χιλιάδες ευρώ και να αποθηκευθούν σε κάποιο wine cellar για δεκαετίες μέχρι να ωριμάσουν και να έρθει μια πραγματικά ξεχωριστή στιγμή για να καταναλωθούν. Συνήθως προέρχονται από κάποιον ιστορικό αμπελώνα της Γαλλίας, ο οποίος ανταποκρίνεται πλήρως στην αυστηρή έννοια του τερουάρ, όπως αυτή πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τους οινογνώστες, για να συμπεριλάβει όλους τους παράγοντες που συνδυάζονται ώστε να παραχθεί ένας μεγάλος οίνος – κλίμα, μορφολογία εδάφους, τεχνογνωσία κ.ά.
Σε τέτοιου βεληνεκούς οινοποιεία από όλον τον κόσμο – ακόμη και σε ελληνικά – «ρίχνει φως» ο head sommelier του King George Ευάγγελος Ψωφίδης, μέσα από ειδικές βραδιές που διοργανώνει στους χώρους του πεντάστερου ξενοδοχείου. Πρόκειται για μια θεματική που ονομάζεται «Wine Legends of the World» και ξεκίνησε ως μια σειρά συναντήσεων μικρής κλίμακας που προσφάτως αποφασίστηκε να επεκταθούν – όσο βέβαια το επιτρέπει η διαθεσιμότητα των κρασιών – σε λίγο μεγαλύτερες βραδιές wine pairing στο Tudor Hall, το εστιατόριο του ξενοδοχείου.
Η πρώτη τέτοια βραδιά πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Νοέμβριο, με την παρουσίαση του εμβληματικού Bava Winery από το Πιεμόντε της Ιταλίας και η δεύτερη μόλις πριν από δέκα ημέρες, την Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου, με το Château Angélus, που ανήκει σε 8η γενιά οινοποιών, να παίρνει τη σκυτάλη. Για το wine pairing ο κ. Ψωφίδης συνεργάστηκε στενά με τον Αστέριο Κουστούδη, τον executive chef του ξενοδοχείου, για να δημιουργήσουν ένα μενού όπου το φαγητό θα αναδεικνύει στο έπακρο όλες τις ιδιότητες του κάθε κρασιού, αλλά και το αντίστροφο.
Το ειδικό event, στο οποίο το κόστος ήταν 330 ευρώ το άτομο, έγινε αμέσως sold out και είχε και μεγάλη λίστα αναμονής, ωστόσο, όπως μας ενημέρωσε ο κ. Ψωφίδης, δεν γινόταν να διατεθεί σε περισσότερο κόσμο, καθώς οι μεγάλοι αυτοί οίνοι προέρχονταν απευθείας από τη βιβλιοθήκη του οινοποιείου και είχαν πολύ μικρή διαθεσιμότητα. Κάτι που άλλωστε περιλαμβάνεται και στα κριτήρια επιλογής του κ. Ψωφίδη όταν πρόκειται για τη διοργάνωση αυτών των events. Επιθυμεί δηλαδή τα κρασιά που θα παρουσιάζονται και θα αναλύονται να είναι και περιορισμένης διαθεσιμότητας και σπάνια.
Πέρα λοιπόν από τη ναυαρχίδα του οίκου, το Château Angélus 1er Grand Cru που δοκιμάστηκε σε διάφορες χρονιές, ανοίχτηκε και η δεύτερη – κατ’ όνομα μόνο – ετικέτα, το Carillon d’Angélus Saint-Émilion Grand Cru, 2015, αλλά και το Blanc du Milieu, 2020, σχεδόν σε παγκόσμια πρώτη – το λευκό κρασί του οίκου δοκιμάστηκε για πρώτη φορά μόλις δύο ημέρες πριν, στις 14 Φεβρουαρίου δηλαδή, σε μια εκδήλωση στο Βέλγιο. Παράλληλα, υπήρξαν και κάποιες μικρές εκπλήξεις στη διάρκεια της βραδιάς.
Το μενού
Οπως κάθε ξεχωριστό δείπνο έτσι και αυτό που ετοίμασε ο Αστέριος Κουστούδης ειδικά για την περίσταση ξεκίνησε με μια μικρή «εισαγωγή», δύο καναπεδάκια εν προκειμένω. Καπνιστό χέλι και μπενιέ με καβούρι, τα οποία ταίριαξαν ιδανικά με τη Philipponnat Royale Reserve Brut (Methuselah), μια σαμπάνια εκτός του οινοποιείου, από Chardonnay, Pinot Meunier και Pinot Noir. Η ιστορία του brand Philipponnat ξεκινά στην Καμπανία του 16ου αιώνα και η φήμη του εκτοξεύεται στα ύψη το 1910 συνεχίζοντας μέχρι σήμερα. Η συγκεκριμένη φιάλη διαθέτει αρώματα από άνθη, φρέσκο ψωμί, εσπεριδοειδή και μέλι, τα οποία εξισορρόπησαν απολύτως την ιδιαίτερη λιπαρότητα και ένταση του καπνιστού χελιού και ανέδειξαν ακόμη περισσότερο τη φινέτσα και τη γλυκιά επίγευση του αλμυρούτσικου καβουριού.
Ακολούθησε ένα πιάτο από χτένια καρπάτσιο, γρανίτα με εσπεριδοειδή και πιπεριά τσίλι, το οποίο συνδυάστηκε με το Blanc du Milieu, 2020. Οπως μας ενημέρωσε ο κ. Ψωφίδης: «Είναι ένα κρασί περιορισμένης διαθεσιμότητας, όπως αυτά που θέλουμε να ανοίγουμε στα συγκεκριμένα events, μόλις 2.000 φιάλες σε όλον τον κόσμο. Είναι πολύ καινούργιο και, όπως γνωρίζουμε από το οινοποιείο, θα εξακολουθήσει να βγαίνει σε limited editions. Είναι κλασικό λευκό blend της Μπορντό από Sémillon, Sauvignon Blanc και Muscadelle. Μας βοήθησε πολύ στη δομή του μενού, καθώς θέλαμε να εντάξουμε ένα πιο ελαφρύ πιάτο, το οποίο δεν θα έκανε ιδανικό pairing με ερυθρό οίνο».
Στη συνέχεια, ένα ραβιόλι γεμιστό με πάπια κονφί, κάστανο και σάλτσα με δαμάσκηνα συνδυάστηκε άψογα με το Carillon d’Angélus Saint-Émilion Grand Cru, 2015. Είναι ένα εξαιρετικό Bordeaux Blend Red, το οποίο αποτελείται κατά 50% από Merlot, κατά 40% από Cabernet Franc και κατά 10% από Cabernet Sauvignon, με τα σταφύλια να προέρχονται από διαφορετικά τερουάρ της Σεν Εμιλιόν. Διαθέτει βελούδινες τανίνες, ρουμπινί χρώμα και μύτη από κόκκινα φρούτα.
Μπορεί το Carillon d’ Angélus Saint- Émilion Grand Cru, 2015 να είναι η δεύτερη ετικέτα του οίκου, ωστόσο, όπως επιβεβαιώνει και ο κ. Ψωφίδης, πρόκειται για ένα πολύ μεγάλο κρασί: «Ανήκει στα λεγόμενα «super seconds», της Μπορντό. Ολα τα οινοποιεία της περιοχής βγάζουν μια δεύτερη ετικέτα, η οποία όμως είναι εξίσου εξαιρετική». Οσο για τη χρονιά, το 2015 ήταν πολύ καλό για το κρασί, καθώς οι καιρικές συνθήκες ήταν ιδανικές, με βροχές ακριβώς πριν από τους πολύ ξηρούς Ιούνιο και Ιούλιο, και καίριες βροχοπτώσεις μέσα στον Αύγουστο.
Το κρασί του Τζέιμς Μποντ
Το «βαρύ πυροβολικό» του οινοποιείου, το Château Angélus 1er Grand Cru, επελέγη για τα επόμενα πιάτα. Εδώ το concept ήταν να ανοιχτούν διαφορετικές χρονιές του ίδιου οίνου με μια διαδικασία που μας την περιγράφει ο ίδιος ο σομελιέ: «Οι χρονιές ήταν προσεκτικά επιλεγμένες ώστε να είναι εξαιρετικές. Στα Μπορντό μπορούμε να δούμε αρκετές διαφορές από χρονιά σε χρονιά. Η κορυφαία, σύμφωνα με τους παρευρισκομένους, αποδείχθηκε ότι ήταν το 2012. Την ευχαριστήθηκαν γιατί ήταν πολύ έτοιμη για δοκιμή. Επίσης, ανοίξαμε και δύο φιάλες εκτός καταλόγου, ως έκπληξη, μία του 2000 και μία άλλη του 1995 που ήταν «secret vintage» έκπληξη. Αφού δοκίμασαν όλα τα άλλα, βγάλαμε σε τυφλή γευσιγνωσία εκείνη του 1995, ζητώντας να μαντέψει κάποιος τη χρονιά. Αυτά τα κρασιά που έχουν δυναμική παλαίωσης, όταν μένουν για κάποια χρόνια στο βαρέλι, μεταλλάσσεται ο χαρακτήρας τους. Εν προκειμένω, το μαύρο φρούτο, ενώ είναι έντονο και ζωηρό στην αρχή, με την παλαίωσή του βγάζει μια πιο αποξηραμένη μορφή. Οι τανίνες και η οξύτητά του στρογγυλεύουν, μαλακώνουν. Επίσης, τα βαρέλια γαλλικής προέλευσης στα οποία παλαιώνουν, προσδίδουν κάποια αρώματα από γλυκά μπαχαρικά στο κρασί και του δίνουν έναν γήινο χαρακτήρα με αρώματα από μανιτάρι και τρούφα. Αξίζει πραγματικά να περιμένουμε για να τα πιούμε σε ωριμότερη ηλικία».
Τη φήμη του συγκεκριμένου οίνου εκτόξευσε ακόμη περισσότερο στα ύψη το κινηματογραφικό status του, καθώς έχει κάνει την εμφάνισή του σε τρεις ταινίες του Τζέιμς Μποντ, τις «Casino Royale» (2006), «Spectre» (2015) και «No Time to Die» (2021) – και οι τρεις με πρωταγωνιστή τον Ντάνιελ Κρεγκ. Στην πρώτη, η Βέσπερ Λιντ, την οποία ενσαρκώνει η ηθοποιός Εύα Γκριν, και ο Τζέιμς Μποντ πίνουν Château Angélus, Premier Grand Cru Classé Saint-Émilion, ’82 μέσα στο τρένο που τους πηγαίνει στο Μαυροβούνιο. Στην ταινία «Spectre» εμφανίζεται ένα Château Angélus Premier Grand Cru Classé Saint-Émilion, 2005, το ίδιο που βλέπουμε και στο «No Time To Die» – ο Τζέιμς Μποντ και η Ιβ Μανιπένι (Ναόμι Χάρις) πίνουν αυτό το κρασί στο σπίτι του Q (Μπεν Γουίσο).
Επιστρέφοντας στη βραδιά στο Tudor Hall, είχαμε νιόκι ψητής πατάτας, μοσχάρι Fassona ταρτάρ και αφρό από μπρι με τρούφα συνδυασμένο με Château Angélus 1er Grand Cru Classé A, 2012 ή 2015, σιγομαγειρεμένο μοσχάρι, σάλτσα από μανιτάρια πορτσίνι, πουρέ καρότο με γλυκά μπαχαρικά και μαύρο σκόρδο μαζί με Château Angélus 1er Grand Cru Classé, 2006 και ζαρκάδι Wellington, ντιξέλ από μανιτάρια του δάσους και σάλτσα με κρασί Saint-Émilion, το οποίο συνδυάστηκε με Château Angélus 1er Grand Cru Classé, 2000.
Το ειδικό μενού έκλεισε με ένα διογκωμένο καραμελωμένο ρύζι, κρέμα κανέλας με αστεροειδή γλυκάνισο, παγωτό καραμέλα και σιφόν πορτοκάλι σε συνδυασμό με ένα Klein Constantia Vin de Constance, 2016 (magnum), ένα γλυκό κρασί από οινοποιείο της Νοτίου Αφρικής, στο οποίο όμως συμμετέχει ιδιοκτησιακά το Château Angélus.