Πριν από λίγα χρόνια κυκλοφόρησε στη Νορβηγία το μυθιστόρημα «Διαθήκη και παρακαταθήκη» (Arv og miljø, 2016) της Βίγκντις Γιορτ. Η συγγραφέας ήταν ήδη στη χώρα της αρκετά αναγνωρισμένη, δεν της έλειπε το κοινό, όμως ό,τι συνέβη με το συγκεκριμένο βιβλίο αποδείχθηκε πρωτοφανές στο πλαίσιο της λογοτεχνικής της πορείας.
Και απολύτως εκρηκτικό! Από τη μία μεριά, σάρωσε πολλά σημαντικά βραβεία. Από την άλλη, σκαρφάλωσε ψηλά στις λίστες των ευπώλητων (πάνω από 150.000 αντίτυπα σε εθνικό επίπεδο, γεγονός που σταδιακά οδήγησε και στη μετάφρασή του σε 20 γλώσσες).
Ωστόσο, το πιο ενδιαφέρον από όλα ήταν το σκάνδαλο ή, αν προτιμάτε, ο σάλος που προκάλεσε το βιβλίο της. Επρόκειτο για έναν έντονο διχασμό που είχε – εδώ είναι κυρίως το ζήτημα – όχι μόνο ιδιωτικές, αλλά και ευρύτερες συλλογικές διαστάσεις. Αφενός, μέλη της οικογένειας της συγγραφέως υπέβαλαν μηνύσεις εναντίον της (η νεότερη αδελφή της, μάλιστα, η Χέλγκα Γιορτ, φρόντισε να της «απαντήσει» έναν χρόνο αργότερα γράφοντας ένα δικό της μυθιστόρημα). Αφετέρου, αναζωπυρώθηκε στη Νορβηγία μια δημόσια συζήτηση για την «πραγματικότητα» και την «αλήθεια» στη λογοτεχνία, εξαιτίας μιας γυναίκας αυτή τη φορά (διότι, εν τω μεταξύ, το πολυσέλιδο «αυτοβιογραφικό φαινόμενο» του Καρλ Ούβε Κνάουσγκορντ ταξίδευε και αναστάτωνε τον κόσμο).
Λοιπόν, τι συνέβη; Πυρήνας του βιβλίου της Βίγκντις Γιορτ είναι ένα τρομερό οικογενειακό μυστικό. Η Μπέργκλιοτ, πρωταγωνίστρια και αφηγήτρια της ιστορίας, έχοντας αποφασίσει εν τέλει να συντρέξει τον μεγαλύτερο αδελφό της, τον Μπορ, εμπλέκεται πλήρως σε μια κληρονομική διαμάχη με τις δύο μικρότερες αδελφές τους, την Αστρι και την Οσα.
Στο προσκήνιο, στην επιφάνεια, βλέπουμε δύο εξοχικές κατοικίες και το άδικο μοίρασμα της περιουσίας των γονέων τους. Αλλά στο παρασκήνιο, στο ανείπωτο βάθος του παρελθόντος, κινείται το φάντασμα ενός περιστατικού ενδοοικογενειακής βίας, μια σεξουαλική κακοποίηση. Υπάρχει ένα θηλυκό θύμα, η Μπέργκλιοτ δηλαδή, που δεν έχει ακόμα δικαιωθεί, δεν έχει λυτρωθεί, και πασχίζει συγκινητικά για αυτό.
Η Βίγκντις Γιορτ είχε ξεκαθαρίσει εγκαίρως ότι το βιβλίο «Διαθήκη και παρακαταθήκη», βραδυφλεγές, συνταρακτικό και κοφτερό σαν κομμάτι πάγου κατά τα λοιπά, δεν είναι αυτοβιογραφικό, ότι η ίδια δεν ταυτίζεται με την κεντρική ηρωίδα της. Πλην όμως, όπως φάνηκε, δεν τους κάλυψε όλους με τις εξηγήσεις της. Μπορεί η δεινότητα μιας ευθύβολης γραφής να εξάπτει σε ισοδύναμο βαθμό την πίστη και τη δυσπιστία; Ή μήπως αυτό ακριβώς είναι το επίτευγμα της Βίγκντις Γιορτ καθώς ανατέμνει τη μνήμη ενός ανεπούλωτου τραύματος;
Με αφορμή την πρόσφατη ελληνική έκδοση του μυθιστορήματός της (μτφρ. Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη, εκδόσεις Ποταμός), η 64χρονη νορβηγίδα συγγραφέας συνομίλησε με το BHMAgazino. «Με πετυχαίνετε στο ταπεινό ξυλόσπιτό μου, στο δάσος που περιβάλλει το Oσλο. Είναι μια παλιά καλύβα, ουσιαστικά. Μου αρέσει να πιστεύω ότι κρυβόταν εδώ ο Λέων Τρότσκι την περίοδο που είχε διαφύγει από το σταλινικό καθεστώς.
Από αυτήν ακριβώς την περιοχή πέρασε προτού μεταβεί στο Μεξικό, όπου τον σκότωσαν…Εν πάση περιπτώσει, εδώ διαβάζω και γράφω συνήθως. Το ασυνήθιστο είναι ότι κουβεντιάζω με έναν έλληνα δημοσιογράφο!» είπε η Βίγκντις Γιορτ. «Ανέκαθεν έγραφα, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Τραγούδια, ποιήματα, διηγήματα, θεατρικά έργα. Και ανέκαθεν κρατούσα ημερολόγιο. Οποτε πλησίαζα το χαρτί, το πλησίαζα με όλα μου τα προβλήματα, τις σκέψεις, τις λύπες μου. Αλλά και με όλα τα όνειρά μου, τις χαρές μου. Πάντοτε έτσι ήταν, πάντοτε έτσι είναι» συμπλήρωσε.
Ολομέτωπη διαφάνεια
Δεδομένης πλέον της χρονικής απόστασης, τη ρωτήσαμε στη συνέχεια πώς προσεγγίζει τώρα εκείνη την περιπετειώδη πρόσληψη του βιβλίου της, εκείνη τη θύελλα των αντιδράσεων. «Κοιτάξτε, η Νορβηγία είναι μια πολύ μικρή χώρα, ως προς τον πληθυσμό της, συγκρινόμενη με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Υπό μία έννοια, όλοι γνωριζόμαστε μεταξύ μας σε αυτόν τον τόπο! Ωστόσο, αν η δική μου οικογένεια δεν έφτανε ως τις εφημερίδες και άλλα μέσα ενημέρωσης με την πεποίθηση πως το βιβλίο μου την αφορούσε ευθέως, με ατράνταχτη υποτίθεται απόδειξη το ίδιο το κείμενο που είχα γράψει, νομίζω ότι οι περισσότεροι αναγνώστες απλώς θα το διάβαζαν ως αυτό που ήταν και παραμένει, μια μυθοπλασία, κάτι επινοημένο, μια λογοτεχνική κατασκευή.
Για εμένα, το «Διαθήκη και παρακαταθήκη» προέκυψε εντελώς φυσικά μέσα στο συγγραφικό μου σύμπαν. Οσοι είναι εξοικειωμένοι με αυτό, όσοι με παρακολουθούν, θεωρώ ότι δεν εξεπλάγησαν με το βιβλίο. Σε πολλά προηγούμενα μυθιστορήματά μου έχω καταπιαστεί με παρόμοια θέματα, όχι όμως τόσο αναλυτικά, τόσο λεπτομερειακά.
«Οι γυναίκες συγγραφείς στη Νορβηγία άλλαξαν και την πολιτική και την κοινωνία».
Εικάζω, λοιπόν, ότι ευθύνεται η εξονυχιστική καθαρότητα, η ολομέτωπη διαφάνεια – με την οποία επιχειρώ να περιγράφω τέτοια θέματα, όπως οι κληρονομικές διαφορές, οι συγκρούσεις ανάμεσα σε αδέλφια σχετικά με τις οικογένειες μέσα στις οποίες διαμορφώθηκαν – για το γεγονός ότι το βιβλίο μετατράπηκε σε κάτι τόσο προκλητικό και δημοφιλές συνάμα. Σας διαβεβαιώνω όμως ότι δεν το δούλεψα παραπάνω, επέδειξα την ίδια προσήλωση που ζητούν όλα μου τα κείμενα» τόνισε η Βίγκντις Γιορτ.
Υστερα επικεντρωθήκαμε σε αυτή τη γυναίκα, την Μπέργκλιοτ: «Υποθέτω ότι κάθε ανθρώπινο τραύμα απαιτεί τη δική του καλλιτεχνική φόρμα. Εν προκειμένω, αφέθηκα στη διαίσθησή μου και η φόρμα αποκαλύφθηκε μόνη της. Εχω όμως την αίσθηση ότι, γενικώς, έτσι πρέπει να είναι, έτσι πρέπει να πηγαίνει το πράγμα. Πέραν τούτου επισημαίνω ότι, κατά τη γνώμη μου, το βιβλίο είναι άκρως ρεαλιστικό ως προς την ανθρώπινη υπόσταση της ηρωίδας.
Αυτό που θέλει η Μπέργκλιοτ δεν είναι, ας πούμε, να διακηρύξει στην κοινωνία ότι είναι θύμα, αυτό που θέλει είναι να την καταλάβει η οικογένειά της, να καταλάβουν τη δική της εκδοχή της ιστορίας, να καταλάβουν γιατί έκοψε τους δεσμούς, γιατί τους εγκατέλειψε, γιατί ήταν και εξακολουθεί να είναι για εκείνη τόσο δύσκολη και επίπονη η συνύπαρξη μαζί τους.
Ωστόσο νομίζω ότι η Μπέργκλιοτ, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, συναισθάνεται ότι ο θύτης, ο πατέρας της, εκφράζει ένα είδος ενοχής ή μεταμέλειας ενώ, αντιθέτως, η μητέρα της προσποιείται και καμώνεται ότι όλα είναι καλά. Η μητέρα της επιλέγει να είναι τυφλή. Και αυτό είναι που την πληγώνει περισσότερο, αυτό είναι που κάνει αβάσταχτο τον πόνο της Μπέργκλιοτ».
«Ολα είναι πολιτική»
Κατόπιν η Βίγκντις Γιορτ αναφέρθηκε στο παρόν και στο μέλλον της οικογένειας, οραματιζόμενη την ευελιξία της έννοιας και συνυπολογίζοντας την περιπλοκότητά της. «Στις μέρες μας οι άνθρωποι μπορούν να βιώσουν την οικογενειακή ζωή με διαφορετικούς τρόπους, υπάρχουν μια γυναίκα και ένας άνδρας με παιδιά, δύο γυναίκες με παιδιά, δύο άνδρες με παιδιά, μια μητέρα μόνη ή ένας πατέρας μόνος με παιδί ή περισσότερα παιδιά.
Οι μορφές που μπορεί να προσλάβει αυτό που λέμε οικογένεια είναι ποικίλες. Πιστεύω ότι αυτό μόνο θετικά οφείλουμε να το βλέπουμε. Από την άλλη μεριά, νέα προβλήματα αναδύονται συνεχώς. Για παράδειγμα, εφέτος το φθινόπωρο μια νορβηγίδα συγγραφέας ασχολήθηκε με ένα ζευγάρι λεσβιών που έχει δύο παιδιά. Η μία μητέρα παραδέχεται ότι έχει αδυναμία προς το δικό της βιολογικό παιδί, αδυναμία ασύγκριτη σε σχέση με το άλλο, το βιολογικό παιδί της συντρόφου της. Λοιπόν, πώς εξελίσσεται μια τέτοια υπόθεση;» διερωτήθηκε. «Ετσι κι αλλιώς, πάντως, όλα είναι πολιτική.
Δεν αμφιβάλλω για αυτό. Ο έρωτας είναι πολιτική, οι οικογένειες είναι πολιτική. Εξ ου και διευθετούμε νομικά τον γάμο ή τη συμβίωση, τις κληρονομιές, τη μέριμνα των παιδιών, σχεδόν τα πάντα. Και επειδή όλα αυτά βρίσκονται σε μια διαδικασία διαρκούς ανατροπής και αλλαγής, θα αποτελούν σίγουρα φλέγοντα ζητήματα, σε σταθερή βάση, αφού συνδέονται με την καθημερινότητά μας, με το πώς ζούμε» εκτίμησε η Βίγκντις Γιορτ.
Προς το τέλος, σχολιάζοντας πλευρές του σύγχρονου φεμινισμού, η συγγραφέας προέταξε μια διευρυμένη, οικουμενική οπτική. «Ασφαλώς και είμαι φεμινίστρια και για αυτό ακριβώς πρέπει να παρακολουθώ τι τρέχει στο Ιράν και σε άλλες χώρες, όσο μακριά κι αν είναι. Εχουμε δρόμο ανηφορικό μπροστά μας.
Δεν ξεχνώ, ωστόσο, ότι στη Νορβηγία οι γυναίκες συγγραφείς άρθρωσαν πολιτικό λόγο, άσκησαν κριτική και προοδευτικά επέφεραν κοινωνικές μεταβολές, ήδη από την εποχή της Γιακομπίνε Καμίλα Κολέτ, της μικρής αδελφής του Χένρικ Βέργκελαντ, εθνικού ποιητή της χώρας. Φανταστείτε την, εν έτει 1885, να υπερασπίζεται μέσω των γραπτών της τον γάμο από αγάπη απέναντι στον γάμο από συμφέρον.
Οι γυναίκες συγγραφείς στη Νορβηγία άλλαξαν και την πολιτική και την κοινωνία» περηφανεύτηκε ελεγχόμενα η Βίγκντις Γιορτ, λάτρις του Χένρικ Ιψεν, του Μπέρτολτ Μπρεχτ, του Τόμας Μπέρνχαρντ, της Μαργκερίτ Ντυράς, της Τόβε Ντιτλέουσεν και της Χέρτα Μύλλερ, μεταξύ πολλών άλλων.