Οι οικογένειες Μπετανκούρ και Ντιμάς-Ερμές στη Γαλλία, οι Γουόλτον στις ΗΠΑ και οι Πόρσε στην Αυστρία και τη Γερμανία είναι μερικές από τις πιο διάσημες οικογένειες που χαρακτηριστικά αποκαλούμε μεγάλα «τζάκια».
Εκπροσωπούν μια ευρεία γκάμα δραστηριοτήτων που αφορούν τον τραπεζικό κλάδο, τον κόσμο της μόδας και της ομορφιάς, του αυτοκινήτου αλλά και του λιανεμπορίου και ενώ η ιστορία τους είναι από λίγο έως πολύ γνωστή σε όλους μας, πάντοτε καλύπτεται από ένα πέπλο μυστηρίου γύρω από τα πραγματικά γεγονότα που τους έφεραν στο προσκήνιο.
Πλάι όμως σε αυτές τις προβεβλημένες οικογένειες κροίσων υπάρχουν και αρκετές, άγνωστες στους περισσότερους από εμάς, που ασκούν μεγάλη επιρροή στο πολιτικό και οικονομικό γίγνεσθαι της χώρας τους, αλλά και ολόκληρου του κόσμου, για τους οποίους όμως σπάνια ακούγεται το παραμικρό.
Στην Ευρώπη, μερικές από τις πιο γνωστές-άγνωστες δυναστείες είναι οι Βερτχάιμερ, οι Σπούλμπερκ, οι Βάλενμπεργκ και οι Κρίστιανσεν και οι ιστορίες τους είναι αρκετά ενδιαφέρουσες.
Οι «αθόρυβοι» συνέταιροι της Κοκό Σανέλ
Πολύ πριν από τις διαβόητες διασυνδέσεις της με τους Ναζί, τον Ουίνστον Τσόρτσιλ, αλλά και ολόκληρη την καλλιτεχνική ελίτ της εποχής της, που πάντοτε ήταν εκεί για εκείνη, η πιο εμβληματική σχεδιάστρια μόδας όλων των εποχών, η ατρόμητη Κοκό Σανέλ, στηρίχτηκε στις πλάτες δύο πολύ λιγότερο προβεβλημένων επιχειρηματιών για να επεκτείνει την αυτοκρατορία της.
Ο λόγος για τους εβραϊκής καταγωγής Πιερ και Πολ Βερτχάιμερ, τους οποίους η Σανέλ γνώρισε στη διάρκεια ιππικών αγώνων (οι τρεις τους μοιράζονταν μια γνήσια αγάπη για τα άλογα, η οποία κράτησε όλη τους τη ζωή. Μάλιστα, κύριο ζητούμενο στα περισσότερα ρούχα που σχεδίαζε η Κοκό Σανέλ ήταν η γυναίκα που τα φοράει να μπορεί να κάνει με άνεση ιππασία).
Η γνωριμία τους αυτή οδήγησε το 1924 τα δύο αδέρφια στο να χρηματοδοτήσουν και να ιδρύσουν από κοινού με τη σχεδιάστρια την εταιρεία Parfums Chanel, η οποία είχε ως σκοπό την παραγωγή και πώληση καλλυντικών και αρωμάτων.
Το επίκεντρο των δραστηριοτήτων τους ήταν η επέκταση των πωλήσεων του πιο διάσημου προϊόντος τους, του αρώματος Chanel No. 5, το οποίο μέχρι τότε πωλούνταν στοχευμένα σε ένα μικρό δίκτυο πελατισσών της Σανέλ.
Αν και σχεδόν δύο δεκαετίες αργότερα, το 1941, η δαιμόνια επιχειρηματίας επιχείρησε, εκμεταλλευόμενη τις σχέσεις της με τους γερμανούς κατακτητές, αλλά και έναν νόμο της εποχής που απαγόρευε σε Εβραίους να έχουν δικές τους επιχειρήσεις, να πάρει το μερίδιο των Βερτχάιμερ στον αποκλειστικά δικό της έλεγχο, δεν τα κατάφερε.
Τα αδέλφια είχαν ήδη φροντίσει να μεταφέρουν εικονικά τα δικαιώματά τους σε κάποιον φίλο τους επιχειρηματία και παράλληλα είχαν εγκαταλείψει, για λόγους ασφαλείας, τη Γαλλία. Αρκετά χρόνια μετά το τέλος της γερμανικής κατοχής, το 1954, ο Πιερ έγινε ο μοναδικός ιδιοκτήτης ολόκληρης της εταιρείας και δέχτηκε ως αντάλλαγμα την ισόβια πληρωμή από τον ίδιο όλων των εξόδων της Κοκό Σανέλ, η οποία έφυγε από τη ζωή 17 χρόνια αργότερα.
Σταθερά στο πορτφόλιο της οικογένειας Βερτχάιμερ τα τελευταία 100 χρόνια (μετά τον θάνατο της Κοκό και ο πλήρης έλεγχος του οίκου μόδας της πέρασε στους Βερτχάιμερ), το brand Chanel διοικείται σήμερα από τα εγγόνια του Πιερ, Ζεράρ και Αλέν, οι οποίοι μοιράζονται μια περιουσία ύψους άνω των 76 δισ. ευρώ.
Στις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες περιλαμβάνονται, εκτός των άλλων, δύο γαλλικά οινοποιεία στην περιοχή του Μπορντό, τα Château Rauzan-Ségla (αγοράστηκε το 1994), και Château Canon (1996), ενώ προσφάτως απέκτησαν και το Château Berliquet (2017) και ένα αμερικανικό στην Κοιλάδα Νάπα της Καλιφόρνια, το St. Supery (2015).
Επίσης πρόσφατα δημοσιοποιήθηκε η επιθυμία τους να επενδύουν στην επενδυτική τράπεζα Rothschild & Co, ενώ παράλληλα εκτρέφουν αγωνιστικά άλογα για ιπποδρομίες – η οικογένεια κάποια στιγμή είχε στην ιδιοκτησία της περίπου 200 τέτοια άλογα σε στάβλους σε Γαλλία (Σαντιγί και Νορμανδία) και ΗΠΑ (Καλιφόρνια και Κεντάκι).
Τους «πιο αθόρυβους δισεκατομμυριούχους στον κόσμο της μόδας», όπως τους έχουν χαρακτηρίσει οι «New York Times», δεν θα τους δει κανείς ποτέ να κάθονται στις πρώτες σειρές των fashion shows του brand, καθώς προτιμούν την τρίτη ή την τέταρτη, δηλώνοντας ότι πρωταγωνιστές και πρόσωπα του brand δεν είναι οι ίδιοι αλλά η Κοκό Σανέλ και ο επίσης θρυλικός Καρλ Λάγκερφελντ, ο σχεδιαστής τον οποίο οι ίδιοι επέλεξαν να ηγηθεί της σχεδιαστικής τους ομάδας και που κατά τη διάρκεια της πολυετούς θητείας του απογείωσε τις πωλήσεις του οίκου κάνοντάς τον αυτό που είναι σήμερα.
Για αυτόν τον λόγο επίσης αποφεύγουν να παρίστανται σε events όπως τα εγκαίνια καταστημάτων. Οσο για τον τόπο διαμονής τους, έχουν στην ιδιοκτησία τους οκτώ κατοικίες σε ολόκληρο τον κόσμο, μία εκ των οποίων βρίσκεται στη Νέα Υόρκη, πολύ κοντά στην επιβλητική μπουτίκ Chanel της 5ης Λεωφόρου, και μία στην Ελβετία.
Επιπλέον, σημαντική είναι και η συλλογή έργων τέχνης που έχουν αποκτήσει μέσα στα χρόνια, την οποία δεν δανείζουν ποτέ σε ιδρύματα, μουσεία ή γκαλερί και δεν επιτρέπουν να φωτογραφηθεί. Ανάμεσα στα σημαντικά και πανάκριβα έργα που περιλαμβάνει βρίσκονται και αρκετά του στενού φίλου της Κοκό Σανέλ, Πάμπλο Πικάσο (1881-1973), και του Ανρί Ματίς (1869-1954).
Πλουτίζοντας τουβλάκι-τουβλάκι
Η πιο εύπορη οικογένεια της Δανίας, οι Κρίστιανσεν, οφείλουν την αμύθητη περιουσία τους, σχεδόν 33 δισ. δολάρια, σε ένα από τα πιο αγαπημένα παιχνίδια μικρών και μεγάλων, τα Lego.
Ηταν το 1932, μεσούσης της μεγάλης οικονομικής κρίσης στη χώρα του, όταν ο Ολε Κιρκ Κρίστιανσεν, ξυλουργός στο επάγγελμα, αποφάσισε να αρχίσει την κατασκευή φθηνών ξύλινων αντικειμένων για να μπορέσει να αυξήσει το εισόδημά του. Αυτό οδήγησε στη δημιουργία εταιρείας, ξύλινων παιχνιδιών αρχικά.
Αν και αντιμετώπισε στην πορεία πολλές προκλήσεις, και κυρίως το ξέσπασμα φωτιάς δύο φορές στο εργαστήριο του, γεγονός που τον ανάγκασε και τις δύο φορές να ξεκινήσει από το μηδέν, ο Κρίστιανσεν δεν παραιτήθηκε και στα τέλη της δεκαετίας του 1940 επένδυσε τα εισοδήματα χρόνων για να αγοράσει ένα υπερσύγχρονο, για την εποχή, μηχάνημα το οποίο μπορούσε να κατασκευάσει πλαστικά τουβλάκια μικρού μεγέθους.
Αυτά τα τουβλάκια, που αργότερα έγιναν πατέντα και συνεχώς βελτιώνονταν και εκσυγχρονίζονταν με την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών, κατέκτησαν στην κυριολεξία τον κόσμο του παιχνιδιού.
Σήμερα στο τιμόνι της εταιρείας βρίσκεται η τέταρτη γενιά της οικογένειας, με επικεφαλής τον Τόμας Κρίστενσεν, ο οποίος ακολούθησε τον πατέρα του Κιέλ Κιρκ Κρίστιανσεν, που είχε μια πραγματικά επιτυχημένη πορεία, κατορθώνοντας να επεκτείνει τις δραστηριότητες της Lego και να ιδρύσει μέχρι και μεγάλα theme parks στις μεγαλύτερες πόλεις του κόσμου.
Οι ευγενείς ζυθοποιοί
Πολυσυζητημένες δραστηριότητες στο Ιράν, ένα κτηματομεσιτικό πορτφόλιο που αποτελείται από ιστορικά κάστρα του Βελγίου και αρκετές μετοχές του κολοσσού της ζυθοποιίας AB InBev.
Οι Σπούλμπερκ, μέλη της δεύτερης πιο πλούσιας οικογένειας του Βελγίου (η πλουσιότερη οικογένεια της χώρας είναι οι Βαντάμ, επίσης μεγαλομέτοχοι της AB InBev), υπερηφανεύονται για την ευγενή καταγωγή τους από έναν οίκο που χρονολογείται στο 1535. Αν και το μεγαλύτερο κομμάτι της περιουσίας τους είναι κληροδότημα αιώνων, τον πλούτο τους τον έχουν μεγαλώσει κατά πολύ οι επιχειρηματικές τους δραστηριότητες στον κόσμο της μπίρας.
Μάλιστα, η πολυεθνική εταιρεία συμφερόντων τους με έδρα το Βέλγιο και παραρτήματα σε Νέα Υόρκη, Σάο Πάολο, Σεντ Λούις, Λονδίνο, Μέξικο Σίτι, Βρέμη, Γιοχάνεσμπουργκ, Τορόντο και Μπουένος Αϊρες είναι η μεγαλύτερη ζυθοποιία του κόσμου, με πάνω από 600 αναγνωρίσιμα brands σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Τα τελευταία χρόνια, πάντως, οι Σπούλμπερκ έχουν επικριθεί αρκετά από τα Μέσα της χώρας τους εξαιτίας των επενδύσεων που διατηρούν στο Ιράν, συμπεριλαμβανομένης μιας δημοφιλούς διαδικτυακής εταιρείας.
Οι σουηδοί Ροκφέλερ
Αναμφισβήτητα η πιο ισχυρή από τις προαναφερθείσες οικογένειες είναι εκείνη των Βάλενμπεργκ, με μέλη της να κυριαρχούν στην πολιτική, οικονομική, διπλωματική και βιομηχανική σκηνή του τόπου τους (αξίζει να σημειωθεί ότι τη δεκαετία του 1970 οι επιχειρήσεις υπό τον έλεγχό τους απασχολούσαν το 40% του βιομηχανικού εργατικού δυναμικού της Σουηδίας και αντιπροσώπευαν το 40% της συνολικής αξίας του χρηματιστηρίου της Στοκχόλμης, ενώ σήμερα η οικογένεια συμμετέχει σε περισσότερες από 20 εταιρείες, μεταξύ άλλων στις Atlas Copco, ABB, AstraZeneca, Saab και Ericsson).
Το έτος ίδρυσης της οικογενειακής τράπεζας, της πρώτης τοπικής ιδιωτικής σε ολόκληρη τη χώρα, της Stockholms Enskilda Bank (SEB), είναι το μακρινό 1856 και ιδρυτής της ο Αντρέ Οσκαρ Βάλενμπεργκ (1816-1886). Ο Αντρέ Οσκαρ διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο και στην κατασκευή των σουηδικών σιδηροδρόμων.
Ο γιος του, Κνουτ (1853-1938), είναι που έκανε την τράπεζα διεθνή, ενώ παράλληλα υπηρέτησε ως υπουργός Εξωτερικών από το 1914 ως το 1917 και ασχολήθηκε με τη Διπλωματία. Ατεκνος ων, διέθεσε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του σε κατασκευαστικά έργα της Στοκχόλμης.
Επίσης, μαζί με τη σύζυγό του, Αλις, δημιούργησαν ένα ίδρυμα με τα ονόματά τους, αφιερωμένο στην υποστήριξη της έρευνας στις φυσικές επιστήμες, την τεχνολογία και την Ιατρική. Σήμερα αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα ιδιωτικά ερευνητικά ιδρύματα σε όλη την Ευρώπη. Στις επιχειρήσεις τον διαδέχθηκε ο ετεροθαλής αδελφός του, Μάρκους, και έτσι το οικογενειακό όνομα διατηρήθηκε παρόλο που ο Κνουτ δεν απέκτησε απογόνους.
Οι Γιάκομπ, Μάρκους και Πέτερ Τζούνιορ (πέμπτη γενιά) ηγούνται πλέον τoυ κολοσσιαίου πορτφόλιο της οικογένειας και μοιράζονται σήμερα μια περιουσία η οποία εκτιμάται ότι ξεπερνά τα 275 δισ. δολάρια.