Τον ερχοµό του φθινοπώρου στην Ελλάδα δεν τον καταλαβαίνεις από τις µεταπτώσεις της θερµοκρασίας, καθώς τέτοιες υπάρχουν και το καλοκαίρι. Την αλλαγή των εποχών την κατανοεί κανείς παρατηρώντας το πώς ντύνονται οι άνθρωποι – ειδικά οι άνδρες. Ο Οκτώβριος, ειδικά στην Αθήνα, µπορεί να µην είναι πιο κρύος από τον Μάιο, ακόµη και από τον Ιούνιο, κι όµως αρκεί να βλέπεις πώς κυκλοφορεί ο µέσος άνδρας για να καταλάβεις ότι κάτι άλλαξε. Κι αν ακόµη κάποιοι επιµένουν, ειδικά τα πρωινά, να κυκλοφορούν µε κοντοµάνικα, όλοι σχεδόν έχουν βάλει στις ντουλάπες τις βερµούδες τους, που µαζί µε το απαραίτητο Τ-shirt αποτελούν την καλοκαιρινή πανοπλία του σύγχρονου άνδρα. Σας διαβεβαιώνω ότι το έχουν κάνει µε κρύα καρδιά: αν µπορούσαν, θα κυκλοφορούσαν µε βερµούδες όλον τον χρόνο.
Δεν μπορώ να θυμηθώ πότε ακριβώς μαζικοποιήθηκε η χρήση της βερμούδας και τι ήταν αυτό που την έκανε καλοκαιρινή σύμβαση. Σίγουρα δεν ήταν η ζέστη. Ζέστη το καλοκαίρι είχαμε πάντα – μάλιστα, το εφετινό καλοκαίρι μόνο ζεστό δεν ήταν. Νομίζω ότι δεν υπάρχει μια συγκεκριμένη στιγμή που όλοι αποφασίσαμε να φοράμε βερμούδες: όπως όλες οι μεγάλες μόδες, έτσι κι αυτή ξεκίνησε από λίγους και επεκτάθηκε σιγά-σιγά.
Αν και δεν μπορώ να προσδιορίσω τη στιγμή που καθιερώθηκε, θυμάμαι πολύ καλά τις εποχές που η συγκεκριμένη μόδα δεν υπήρχε. Βερμούδες, μαζί με την απαραίτητη λευκή κάλτσα και το χαρακτηριστικό σανδάλι, φορούσαν μόνο οι γερμανοί τουρίστες – ίσως και οι Αγγλοι. Οι Ελληνες φορούσαν απλά κοντό παντελόνι, κι αυτό όταν πήγαιναν για μπάνιο. Συνήθως ήταν στενό, άσπρο και πάντα χωρίς ζώνη – για να είμαι ακριβής στην περιγραφή, συνοδευόταν από κοντομάνικο μπλουζάκι ή και από πουκάμισο με γυρισμένα μανίκια, ανοιχτό μέχρι το προκοίλι, που καλοκαιριάτικα φούσκωνε από τις μπίρες. Το οτιδήποτε φαρδύ όχι μόνο δεν ήταν της μόδας αλλά προκαλούσε και απορία. Αποτελούσε π.χ. μόνιμο θέμα συζήτησης στην αντροπαρέα, όταν είχε Μουντιάλ ή έστω τελικά ευρωπαϊκού πρωταθλήματος ποδοσφαίρου, ότι οι Ιταλοί έπαιζαν με άσπρα φαρδιά κοντά παντελόνια που θύμιζαν σώβρακα. Ηταν εποχές που τα κοντά παντελόνια φοριούνταν από τους μεγάλους μόνο στη θάλασσα – άντε και σε κανένα ξενοδοχείο. Η θέα ενός Ελληνα άνω των 30 με καλοκαιρινό σορτς ήταν σπάνια και ως εκ τούτου κωμική. Και φυσικά εμείς τα παιδιά βιαζόμασταν να μοιάσουμε στους μπαμπάδες μας. Θέλαμε να βγάλουμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε το κοντό παντελόνι για να δείχνουμε μεγαλύτεροι. Το στενό τζιν, κι ας μας έκαιγε τα πόδια, ήταν και το καλοκαίρι απαραίτητο και απλώς έπρεπε να είναι ξεβαμμένο – αργότερα και σκισμένο. Το κοντό παντελόνι θύμιζε παιδικά χρόνια: ταίριαζε μόνο σε γρατζουνισμένα γόνατα και γάμπες τσιμπημένες από κουνούπια.
Δεν ξέρω πώς έγινε μόδα η βερμούδα, αλλά ο ερχομός της αποτέλεσε μια αληθινή απελευθέρωση από το βαρίδι της σοβαροφάνειας. Η ταύτισή της με το καλοκαίρι σού επιτρέπει να πιστεύεις ότι κάνεις διακοπές ακόμη κι αν δεν έχεις απομακρυνθεί από το κέντρο της πόλης. Δεν χρειάζεται να έχεις πολλές βερμούδες και ποτέ μα ποτέ δεν σκοτίζεσαι με ζητήματα όπως με τι άλλο πρέπει να τη φορέσεις. Με τη βερμούδα ταιριάζει οτιδήποτε δεν είναι βαρύ: T-shirt και κοντομάνικα πουκάμισα, φανελάκια που γράφουν «no problem», αθλητικά παπούτσια και εσπαντρίγες, παντόφλες καλοκαιρινές και σανδάλια. Αν φοράς βερμούδα, ο χρόνος που χρειάζεσαι για να ντυθείς πέφτει στα δεκαπέντε δευτερόλεπτα.
Μόλις φτάνει η εποχή που μπορείς να κυκλοφορείς νύχτα-μέρα φορώντας μια τέτοια, νιώθεις ξαφνικά λιγότερο σκλάβος της όποιας δημόσιας εικόνας σου. Κανείς δεν βρίσκει αταίριαστα όσα φοράς και κανείς δεν σε ρωτάει τι έπαθες και φόρεσες σακάκι ή κοστούμι. Δεν υπάρχει τίποτε στο ντύσιμό σου που να μαρτυρεί ότι έχεις μπροστά σου μια δύσκολη μέρα γεμάτη από ραντεβού και άγχη. Ξαφνικά δεν έχεις κανένα πρόβλημα για το πού θα βάλεις τα γυαλιά σου, τα κλειδιά σου, τα πορτοφόλια σου: υπάρχουν τσέπες και χώρος για όλα. Η βερμούδα έρχεται την κατάλληλη στιγμή για να σε ελαφρύνει, να σου θυμίσει ότι οι εποχές αλλάζουν και μαζί και οι διαθέσεις των ανθρώπων. Και όταν, καλή ώρα όπως τώρα, είσαι υποχρεωμένος να τη βάλεις στην ντουλάπα να κουρνιάσει μέχρι το επόμενο καλοκαίρι, νιώθεις πως σε αυτή τη σκοτεινή ντουλάπα κλείνεις και κάτι από την ανέμελη πλευρά του εαυτού σου. Στη βερμούδα ναφθαλίνη βάζεις και αλλάζεις εποχή.
Στην πάλαι ποτέ Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας το καθεστώς προέτρεπε τον κόσμο προς τον γυμνισμό. Αν σήμερα πάτε στο μουσείο της DDR στο Βερολίνο θα γελάσετε με τα ασπρόμαυρα ρεπορτάζ των ειδήσεων της κρατικής τηλεόρασης που παροτρύνουν τον τηλεθεατή να κάνει γυμνός με την παρέα του βουτιές σε λίμνες και ποτάμια. Ο γυμνισμός είχε για τους ανατολικογερμανούς κομμουνιστές κάτι το σοσιαλιστικά υπέροχο. Η εικόνα εκατοντάδων γυμνιστών ήταν η εικόνα ενός λαού στον οποίο οι τάξεις έχουν καταργηθεί: η περίφημη πάλη τους τελείωσε με ένα γενικό ξεβράκωμα.
Η εικόνα της Ελλάδας της βερμούδας δεν είναι μια εικόνα σοσιαλισμού – έχει όμως αυτή την παράξενη ομοιομορφία που σε κάνει να πιστεύεις πως σε αυτή τη χώρα οι άνδρες έχουν το ίδιο δικαίωμα στην καλοκαιρινή απόλαυση. Δεν υπάρχει καμία άλλη στιγμή του χρόνου που ενδυματολογικά μοιάζουμε σαν να έχουμε πάει όλοι στο ίδιο πάρτι σεβόμενοι το dress code. Το φθινόπωρο έχει πουλόβερ και μπλούζες μακρυμάνικες και ένα σωρό διαφορετικά παντελόνια και αντιανεμικά κάθε χρώματος και αμάνικα μπουφάν. Ο χειμώνας έχει παλτά και σκουφάκια και κασκόλ και άρβυλα και μπουφάν και καμπαρντίνες, που κρύβουν μέσα τους κοστούμια. Ακόμη και η άνοιξη έχει τις απαιτήσεις της – απλά τα σακάκια της, αντί να τα φοράς, τα κρατάς στο χέρι και βάζεις τα πουκάμισα χωρίς φούτερ ή πουλόβερ, σαν να γδύνεσαι σιγά-σιγά περιμένοντας την άγια στιγμή που θα ανοίξεις την ντουλάπα για να βρεις τη βερμούδα σου που σε περιμένει όπως η Πηνελόπη τον Οδυσσέα της. Οταν τη βάλεις ξανά θα έχεις αφήσει έναν ακόμη χειμώνα πίσω σου. Και μολονότι θα συνειδητοποιήσεις ότι μεγάλωσες κι άλλο, από τη στιγμή που βερμούδα μπορείς ακόμη να φοράς, θα αφήσεις έναν αναστεναγμό ανακούφισης…