Βασίλης Χαραλαμπόπουλος: «Είναι μεγάλο βραβείο να σε θεωρούν κωμικό ηθοποιό»

O σημαντικός πρωταγωνιστής μιλάει για την παράσταση «Underground» στο Θέατρο Ακροπόλ, για την πολιτική και τις ιδεολογίες, την αποχή από την τηλεόραση και την εποχή που είχε ξεχάσει να ζει.

Είναι 1988. Εκείνος, 18 ετών. Δεν ξέρει πώς, μα εκείνο το βράδυ δεν θα βρει παρέα να τον ακολουθήσει στον κινηματογράφο. Και έτσι, ο νεαρός με το σπιρτόζικο βλέμμα, που ξέρει ότι θα γίνει ηθοποιός μια μέρα, μπαίνει μόνος στη σκοτεινή αίθουσα και κάθεται στη θέση του. Κανένας δεν τον αναγνωρίζει, και πώς άλλωστε να το κάνει; Απέχουμε 10 χρόνια από τα θρυλικά «Εγκλήματα» και άλλα 13 από το «Είσαι το ταίρι μου», δύο σειρές που τον καθιέρωσαν αργότερα ως ηθοποιό και ορίζουν μέχρι σήμερα την καλή κωμωδία στην ελληνική τηλεόραση. Εκείνο πάντως το μακρινό βράδυ στα τέλη των 80s στη μεγάλη οθόνη προβάλλεται «Ο καιρός των Τσιγγάνων».

Και ο νεαρός βγαίνει εκστασιασμένος από τον κινηματογράφο, γιατί έχει ενθουσιαστεί από τον μαγικό ρεαλισμό του σινεμά του Κουστουρίτσα και από τον μελαγχολικά χαρμόσυνο ήχο των Βαλκανίων στις μουσικές του Μπρέγκοβιτς. Τα ίδια ακριβώς αισθήματα θα γεννηθούν μέσα του και επτά χρόνια αργότερα, το 1995, παρακολουθώντας αυτή τη φορά το «Underground», την ταινία για την οποία ο Κουστουρίτσα κέρδισε την ίδια χρονιά τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών και η οποία βασίστηκε στο πρωτότυπο θεατρικό έργο «Ανοιξη τον Ιανουάριο» και στο μυθιστόρημα «Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια χώρα» του Ντούσαν Κοβάσεβιτς.

Σήμερα, σχεδόν δύο δεκαετίες μετά, συναντώ τον πιτσιρικά τού τότε, ο οποίος είναι σήμερα ένας από τους πιο δημοφιλείς ηθοποιούς της χώρας, σε ένα café δίπλα στο Θέατρο Ακροπόλ. Ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος λοιπόν, καθώς μιλάμε, μάλλον δεν μπορεί να «ξεφύγει» από τα βλέμματα γύρω του και τις ευγενικές παρακλήσεις κάποιων θαμώνων του café για μία φωτογραφία μαζί του, στις οποίες ανταποκρίνεται πάντα με χαμόγελο στα χείλη.

Αναρωτιέμαι εάν ο νεαρός εαυτός του, που θαύμαζε το σινεμά του Κουστουρίτσα, θα μπορούσε να συλλάβει, πίσω στο μακρινό 1995, ότι κάποτε ο ίδιος σε ένα κεντρικό θέατρο της Αθήνας, ως πρωταγωνιστής, θα ζωντάνευε– και μάλιστα για δεύτερη χρονιά, μετά τη μεγάλη περσινή επιτυχία–το εμβληματικό «Underground».

Και μάλιστα με αυτόν τον τρόπο που έγινε μέσα από την ευρηματική σκηνοθεσία του γνώριμου στο ελληνικό κοινό σέρβου σκηνοθέτη Νικίτα Μιλιβόγεβιτς, ο οποίος υπογράφει επίσης και τη γενναία διασκευή για τη θεατρική μεταφορά, έχοντας δίπλα του στη σκηνή τον πάντα ανήσυχο Γιάννη Τσορτέκη. Και οι δυο τους, μαζί με την εξαιρετική Αλεξάνδρα Αϊδίνη και έναν πολυμελή θίασο, στήνουν στο Ακροπόλ ένα «εύφλεκτο γλέντι», όπου η χαρά σφιχταγκαλιάζει τη λύπη, με τη ζωντανή ορχήστρα να μη σταματά να παίζει τις διονυσιακά χαρμόσυνες και, την ίδια στιγμή, τις βαλκανικά πένθιμες μουσικές του Γκόραν Μπρέγκοβιτς που συναντούν τις πρωτότυπες μουσικές που συνέθεσε ο Αγγελος Τριανταφύλλου για την παράσταση.

«Για εμένα το «Underground» είναι ένα δράμα μασκαρεμένο σε κωμωδία» θα μου πει ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος. «Ο Κουστουρίτσα μετουσίωσε την τραγωδία της δικής του πατρίδας, όπως την κατάλαβε, σε τέχνη, με ένα πικρό χιούμορ που σε τσακίζει με την ειλικρινή του συγκίνηση και σύνεργα από τον κόσμο του σουρεαλισμού». Το «Underground», λοιπόν, είναι ένα έργο για τις μεγάλες και τις ποταπές στιγμές των ανθρώπων, για την ανδρική φιλία και τον έρωτα, για την ανθρώπινη τάση για εξαπάτηση και χειραγώγηση, και την ίδια στιγμή για τις αυταπάτες μιας ολόκληρης ιστορικής περιόδου που συμπυκνώνει το δράμα μιας χώρας η οποία δεν υφίσταται πλέον.

ΠΑΛΤΟ AMI, ΠΟΥΚΑΜΙΣΟ KENZO, ΠΑΝΤΕΛΟΝΙ HUGO BOSS, ΟΛΑ ATTICA, LOAFERS GIANNA KAZAKOU.

Και έτσι, ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος δένει την κόκκινη γραβάτα του ήρωά του, του Μάρκο, αυτού του αριβίστα ικανού για το καλύτερο αλλά και για το χειρότερο. Τον συναντάμε μαζί με τον φίλο του, Μπλάκι (Γιάννης Τσορτέκης), στη σκηνή να πολεμούν τους Γερμανούς στο Βελιγράδι κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Και στα χαλάσματα «ανασαίνει» ο έρωτας. Γιατί ο γενναίος Μπλάκι αγαπά τη Νατάλια (Αλεξάνδρα Αϊδίνη), με τον Μάρκο επίσης να τη λατρεύει ερήμην του φίλου του. Και έτσι, ο πολιτικάντης Μάρκο θα αποδειχθεί πανούργος όταν θα κρύψει σε ένα υπόγειο καταφύγιο τον τραυματισμένο Μπλάκι μαζί με τους υπόλοιπους συντρόφους του για να τους «προστατέψει» από τους Γερμανούς. Γιατί θα «ξεχάσει» τελικά να τους ενημερώσει ότι ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος έληξε, ώστε να καρπωθεί εκείνος για δεκαετίες την άπληστη Νατάλια και, παράλληλα, να τους εκμεταλλευθεί ώστε ο Μπλάκι να κατασκευάζει όπλα στο υπόγειο τούνελ και αυτός να τα εμπορεύεται. Βέβαια, το κελάρι κάποια στιγμή θα ανοίξει και οι έγκλειστοι του υπογείου θα βρεθούν στη δίνη ενός άλλου πολέμου. Αυτή τη φορά, ο πόλεμος είναι εμφύλιος και οι «κακοί» δεν είναι αυτοί που ήταν κάποτε…

Η αλληγορία συνεχώς παρούσα: αντικαθιστώντας το πρόσωπο του Μάρκο με τους πολιτικούς και τη φιγούρα του Μπλάκι με έναν λαό που κλείνεται στο υπόγειο, χωρίς να αντιληφθεί ότι χειραγωγείται.

Κύριε Χαραλαμπόπουλε, γιατί επιστρέφετε για δεύτερη χρονιά στο «Underground»;

«Γιατί το αγκάλιασε πολύ το κοινό. Γιατί ίσως κάποιοι, επειδή ξεκινήσαμε αργά τις παραστάσεις, δεν πρόλαβαν να το δουν. Γιατί νιώθουμε ότι έχουμε και άλλα να δώσουμε, και κυρίως γιατί αισθανόμαστε ότι το νόημα του έργου εφέτος είναι ακόμα πιο επίκαιρο, με αυτή την έντονη μυρωδιά πολέμου δίπλα μας, με τους ανθρώπους που χάνονται καθημερινά να αντιμετωπίζονται ως αριθμοί και όχι ως άνθρωποι. Θεωρήσαμε ότι η ιστορία του Μπλάκι, του Μάρκο και της Νατάλια θα κάνει το κοινό να γελάσει και να προβληματιστεί.

Είναι ένα έργο που εμπεριέχει τον πόλεμο, ξεκινώντας από τον Β’ Παγκόσμιο και φτάνοντας στον εμφύλιο της χώρας που κάποτε λεγόταν Γιουγκοσλαβία. Μιλάει για τις καθημερινές σχέσεις των ανθρώπων, το πάθος, τη φιλία, την προδοσία, το συμφέρον, την εξουσιομανία. Ολα αυτά αποκαλύπτονται στα μάτια του θεατή και στο βάθος προβάλλεται το πώς εκείνοι που φέρουν την εξουσία, τη δύναμη, μπορούν να μας καταχωνιάσουν σε ένα υπόγειο και να εκμεταλλεύονται τις ζωές μας. Αλληγορικά, θα μπορούσε να πει κανείς ότι το έργο προβάλει τον τρόπο με τον οποίο οι Μεγάλες Δυνάμεις εκμεταλλεύονται τις αδύναμες χώρες.

Η μαγεία της ταινίας μετατράπηκε αριστοτεχνικά από τον Νικίτα Μιλιβόγεβιτς σε θεατρική διασκευή και εμείς νιώθουμε ότι βιώνουμε πάνω στη σκηνή κάτι που εμπεριέχει αλήθεια. Ενα γλέντι και συνάμα ένα μάθημα μέσα από την ιστορία αυτού του βαλκανικού λαού, που είναι πολύ κοντά μας και ο οποίος στις χαρές και στις τραγωδίες κραυγάζει «ωχ βρε αδελφέ» και συνεχίζει τον χορό. Και ναι, είμαστε κοντά κι εμείς οι Ελληνες σε αυτό. Μου θυμίζει ιδιαίτερες στιγμές και της δικής μας Ιστορίας αυτός ο χορός μέσα στην απόγνωση, σαν να μην υπάρχει αύριο, αντικρίζοντας τον θάνατο. Στη σφαγή των Καλαβρύτων, οι γυναίκες, επειδή οι Γερμανοί έκαψαν το χωριό τους, δεν είχαν ούτε φτυάρια να σκάψουν για να θάψουν τους νεκρούς τους. Εσκαψαν με τα χέρια τους, απόθεσαν τα σώματα των αγαπημένων τους και, ύστερα, προκειμένου να πατηθεί το χώμα, χόρευαν αγκαλιασμένες, κλαίγοντας».

Το ξέρετε ότι θεωρείστε ένα από τα «καλύτερα παιδιά» του ελληνικού θεάτρου. Πώς είναι να υποδύεστε τον Μάρκο, αυτόν τον αδίστακτο αριβίστα, που όμως για κάποιον ανεξερεύνητο λόγο τελικά τον συμπαθείς;

«Ενας κόντρα ρόλος είναι το ψωμοτύρι του ηθοποιού. Εχει ενδιαφέρον να τον φιλτράρω μέσα μου, να δω πώς θα μπορούσα να ήμουν αυτός ο χαρακτήρας που νομίζω ότι απέχω τόσο από τη νοοτροπία του. Ο Μάρκο είναι λωποδύτης, αγύρτης, συμφεροντολόγος, καιροσκόπος, προδίδει τον φίλο του και όμως την ίδια στιγμή έχει την αξία της φιλίας πολύ ψηλά. Είναι ένα περίεργο κράμα ανθρώπου, γιατί νιώθει τελικά τύψεις για τις πράξεις του, τις οποίες όμως την ίδια στιγμή τις δικαιολογεί μέσα του. Ετσι του δίνεις μία άφεση αμαρτιών, γιατί αντιλαμβάνεσαι ότι δεν μπορείς να τον εκλογικεύσεις. Είναι ωραίο για έναν ηθοποιό να προσπαθήσει να πλάσει, να αγγίξει έναν τέτοιον πολύπλοκο χαρακτήρα».

Αναγνωρίζετε πολλούς τέτοιους γύρω μας;

«Ναι, με τη διαφορά ότι στην πραγματική ζωή δεν μου προκαλούν καμία συμπάθεια. Γιατί αυτοί οι άνθρωποι είναι killers, δεν τους νοιάζει καμία παράπλευρη απώλεια. Η τέχνη τούς «εξωραΐζει», αφήνει το παραθυράκι αισιοδοξίας ότι οι άνθρωποι μπορούν να αλλάξουν».

Ενώ δεν αλλάζουν;

«Δύσκολα το κάνουν. Περνώντας τα χρόνια, πιστεύω ότι το κακό που κρύβουμε παραμονεύει απλά την κατάλληλη στιγμή για να εμφανιστεί. Για παράδειγμα, σε έναν πόλεμο, όπως ο Β’ Παγκόσμιος, φύτρωσαν οι μαυραγορίτες και οι δωσίλογοι. Σε έναν οικονομικό πόλεμο θα βγουν σαν τα μανιτάρια τα ενεχυροδανειστήρια».

«Για εμένα άλλη ιδεολογία πέρα από την αγάπη δεν υπάρχει. Τελικά πολιτική μπορούν να κάνουν οι άνθρωποι μέσα από την καθημερινότητά τους. Να είναι ευγενικοί, γενναιόδωροι, όχι γιατί το επιβάλλει κάποιος νόμος αλλά γιατί αυτό επιθυμούν».

Αλήθεια, κύριε Χαραλαμπόπουλε, ιδεολογικά πού τοποθετείστε;

«Ποτέ δεν ήμουν φανατισμένος με μία ιδεολογία. Για εμένα, ο στόχος πρέπει να είναι ένας: να επιτευχθεί καλύτερο βιοτικό επίπεδο για τους πολίτες, να είναι ευτυχισμένοι και υγιείς. Μπορεί να είναι αφελές, κλισέ, απλοϊκό αυτό που λέω, το ξέρω, αλλά για εμένα άλλη ιδεολογία πέρα από την αγάπη δεν υπάρχει. Τελικά πολιτική μπορούν να κάνουν οι άνθρωποι μέσα από την καθημερινότητά τους. Να είναι ευγενικοί, γενναιόδωροι, όχι γιατί το επιβάλλει κάποιος νόμος αλλά γιατί αυτό επιθυμούν. Οι ιδεολογίες πλέον δεν βρίσκονται στα χρώματα. Σε όλο το τόξο του δημοκρατικού χώρου υπάρχουν άνθρωποι στους κομματικούς μηχανισμούς που είναι καλοί και άλλοι που είναι κακοί. Ο πολιτικός πρέπει να είναι σύμμαχος του λαού. Ας μην είμαστε ουτοπιστές. Οι πολιτικοί δεν έχουν το μαγικό ραβδάκι. Δεν μπορούν να τα φτιάξουν όλα αλλά μπορούν να νοικοκυρέψουν και κάποια. Θα ήθελα πολιτικούς Δον Κιχώτες που να έχουν επίγνωση ότι πολεμούν με ανεμόμυλους και όμως δεν σταματούν τη μάχη, μέχρι να βρουν τον τρόπο».

Και εμείς ως ψηφοφόροι, ως λαός, πώς είμαστε;

«Περίπλοκοι. Είχαμε μάθει 400 χρόνια σκλαβιάς να σκύβουμε το κεφάλι και μόλις παίρνουμε λίγο εξουσία να τη σφετεριζόμαστε. Είμαστε ένας λαός που του αρέσει να λέει πολλά και λέει τόσο πολλά που δεν πράττουμε τίποτα. Γιατί είναι και αυτό το ένδοξο παρελθόν μας. Ξεκινάμε από το τι έκαναν οι αρχαίοι ημών, έπειτα οι ήρωες του ’21, και ξεχνάμε το σημαντικότερο: ότι εμείς δεν δημιουργούμε σήμερα τίποτα, ότι οι επόμενες γενιές δεν θα έχουν τίποτα για να είναι περήφανες για εμάς. Και δεν χρειάζεται να έρθει ένας πόλεμος για να αποδείξουμε τον ηρωισμό μας. Υπάρχει ένας πιο κρυφός, πιο υπόγειος πόλεμος, αυτός της καθημερινότητας. Εκεί ας αποδείξουμε την ηρωικότητά μας».

Θα κατεβαίνατε ποτέ στην ενεργό πολιτική; Φαντάζομαι ότι έχετε δεχθεί πολλές προτάσεις…

«Κάνω πολιτική μέσα από το θέατρο. Νομίζω ότι διαλέγω έργα που κάτι έχουν να πουν στον άνθρωπο. Θα μου πείτε, βέβαια, έχεις κάνει και έργα ακραιφνώς κωμικά. Ναι, υπάρχουν στιγμές που δεν θέλεις να σκέφτεσαι, θέλεις απλά να γελάσεις εσύ και το κοινό. Κάποιες άλλες φορές η κοινωνική κατάσταση σου γεννάει την ανάγκη να πεις κάτι μέσα από το θέατρο, ένα σενάριο, μια ταινία. Τώρα να αναμειχθώ ενεργά με την πολιτική θα μπορούσα μόνο να το σκεφτώ εάν αδυνατούσα να είμαι πάνω στη σκηνή. Και εγώ θέλω να είμαι στη σκηνή μέχρι τέλους. Εάν τώρα αυτό το τέλος έρθει, και δεν είναι φυσικό, και έχω τη δυνατότητα να κάνω κάτι καλό για τον κόσμο, ίσως μόνο τότε να το σκεφτόμουν».

ΚΑΠΑΡΝΤΙΝΑ BOGGI, ΠΑΝΤΕΛΟΝΙ HUGO BOSS, ATTICA, ΖΙΒΑΓΚΟ FALCONERI. LOAFERS GIANNA KAZAKOU.

Κεφάλαιο τηλεόραση. Πώς βλέπετε αυτή την άνθηση της ελληνικής μυθοπλασίας;

«Η τελευταία δουλειά που έκανα στην τηλεόραση σε πρωταγωνιστικό ρόλο ήταν η σειρά «Με λένε Βαγγέλη» το 2011. Τότε επικρατούσε μια πολύ δύσκολη κατάσταση για τα κανάλια, γίνονταν μαζικές απολύσεις, όλοι προσπαθούσαν να επιβιώσουν. Τα σίριαλ, επειδή ήταν ακριβές παραγωγές, παραγκωνίστηκαν, τη θέση τους πήραν τα ριάλιτι και οι τουρκικές σειρές. Επειτα, μετά την κρίση, μέσα στην πανδημία, με τις «Αγριες μέλισσες», ουσιαστικά αναζωογονήθηκε αυτό που ονομάζουμε ελληνική μυθοπλασία και αναβαθμίστηκε αυτό που λέμε καθημερινή σειρά. Βρήκαν δουλειά άνθρωποι, μπήκαν στην τηλεόραση καλοί θεατρικοί ηθοποιοί. Ολα αυτά είναι πολύ ελπιδοφόρα, ωστόσο σεναριακά θεωρώ ότι χρειαζόμαστε πολλή δουλειά. Καλώς ή κακώς, πλέον έχουμε εκπαιδευθεί μέσα από τις πλατφόρμες σε ξένες σειρές που βρίσκονται σεναριακά σε ένα άλλο επίπεδο.

Στην Ελλάδα έχουμε πολύ καλούς ηθοποιούς, πολύ καλό τεχνικό δυναμικό, πολύ καλούς σκηνοθέτες και διευθυντές φωτογραφίας, όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε τη βάση που λέγεται σενάριο. Σήμερα, έχουμε μια υπερπληθώρα σειρών που μου θυμίζουν παλαιότερες εποχές. Για να μην είμαι αφοριστικός, υπάρχουν και δείγματα που ξεχωρίζουν. Για παράδειγμα, το «Maestro» του Χριστόφορου Παπακαλιάτη, «Τα καλύτερά μας χρόνια» ή η «Eρημη χώρα» είναι σειρές που πρέπει να αποτελέσουν βάση για να σκεφτόμαστε το πώς πρέπει να γίνεται η τηλεόραση, θέτοντας standards ώστε να είμαστε ανταγωνιστικοί. Βέβαια, τέτοιες σειρές χρειάζονται μεγάλη οικονομική ενθάρρυνση και στήριξη από τα κανάλια».

Εχετε να κάνετε τηλεόραση με πρωταγωνιστικό ρόλο εδώ και 13 χρόνια. Γιατί;

«Γιατί δεν έχω βρει κάτι που με εκφράζει, κάτι που μπορώ να δω τον εαυτό μου μέσα. Βέβαια, αυτό το διάστημα επιστρέφω στην τηλεόραση μέσα από μια μίνι σειρά που θα σκηνοθετήσει ο Σωτήρης Τσαφούλιας και θα προβληθεί από την Cosmote TV, με πλοκή βασισμένη στο περίφημο «ριφιφί» στην τράπεζα Εργασίας στην Καλλιρρόης το 1992. Θα ξεκινήσουμε τα γυρίσματα και δεν σας κρύβω ότι έχω ξεσυνηθίσει όλη αυτή τη διαδικασία. Γιατί έχω και μια οικογένεια που, εκτός από τη γυναίκα μου, τη Λίνα, απαρτίζεται και από τρία υπέροχα κορίτσια, τα σκυλιά μου, τα οποία τώρα, εκτός από το θέατρο, θα μάθουν τι σημαίνει και γύρισμα».

Παίρνετε μαζί σας τα «κορίτσια» σας στο θέατρο;

«Βέβαια. Οσο παίζω, κάθονται στον καναπέ στο καμαρίνι. Καταλαβαίνουν ότι δουλεύω, δεν με ενοχλούν καθόλου».

Θέλατε πάντα να υιοθετήσετε ένα σκυλί;

«Οχι. Μα ξαφνικά βρεθήκαμε χωρίς άλλη επιλογή. Μας το επέβαλε η Χριστίνα, το πρώτο μας σκυλί, που μας πήρε στο κατόπι στο σπίτι μας στις Μηλιές, στο Πήλιο. Επειτα, όταν τη χάσαμε για δυόμισι χρόνια και νομίζαμε ότι δεν θα την ξαναβρούμε ποτέ, ο φούρναρής μας, ο Οθωνας, στο Πήλιο, μας χάρισε ένα μαύρο λαμπραντόρ, τη Λου. Και μετά βρέθηκε η Χριστίνα και εμείς βρεθήκαμε με δύο σκυλιά στο διαμέρισμα. Σαν να μην έφτανε αυτό, βρήκαμε μια μέρα ένα μικρούλι πεταμένο στα σκουπίδια. Εγώ ήμουν ανένδοτος: «Δεν θέλω τρίτο σκυλί». Αφού λοιπόν την πήγαμε στον κτηνίατρο και βρήκαμε και οικογένεια να την υιοθετήσει, έπρεπε να την κρατήσουμε δύο ημέρες προτού την παραδώσουμε. Θυμάμαι, πήγα στη γυναίκα μου, τη Λίνα, και της είπα: «Είμαι ερωτευμένος με τη Σφήνα». Και έτσι μπήκε η Σφήνα, σφήνα, στη ζωή μας».

«Αναζητώ πάντα την αλήθεια των προσώπων που υποδύομαι. Πολλές φορές στην κωμωδία πρέπει να «υποφέρεις» για να γελάει το κοινό, χωρίς να χρειαστεί να κάνεις οτιδήποτε κωμικό».

Επιστρέφω στο θέατρο. Τον χαρακτηρισμό «κωμικός ηθοποιός» τον αποδέχεστε;

«Είναι μεγάλο βραβείο να σε θεωρούν κωμικό ηθοποιό. Και δεν το λέω για να μειώσω τους δραματικούς. Αλλά στον κωμικό υπάρχει κάτι απροσδιόριστο που συνηθίζουμε να το ονομάζουμε ταλέντο και τελικά είναι μια άλλη μετάφραση της πραγματικότητας. Εγώ δεν νομίζω πάντως ότι έπαιξα ποτέ έναν ρόλο κωμικά, εάν με ρωτάτε. Αναζητώ πάντα την αλήθεια των προσώπων που υποδύομαι. Πολλές φορές στην κωμωδία πρέπει να «υποφέρεις» για να γελάει το κοινό, χωρίς να χρειαστεί να κάνεις οτιδήποτε κωμικό».

Είστε ένας από τους πιο αγαπητούς έλληνες ηθοποιούς. Στη χώρα μας, που μας αρέσουν οι ταμπέλες, σας έχουν χρεώσει ποτέ καμία;

«Βαπτίστηκα «τηλεοπτικός ηθοποιός». Πριν από 10-15 χρόνια διάβαζες έντονα κριτικές εναντίον των λεγόμενων «τηλεοπτικών ηθοποιών» που παίζαμε στην Επίδαυρο».

Το «τηλεοπτικός ηθοποιός» ίσως ακούγεται λίγο αστείο στην περίπτωσή σας, γιατί έχετε κάνει μάλλον λίγη τηλεόραση.

«Στα τελευταία 25 χρόνια έχω κάνει έξι σειρές».

Ισως απλά κάνατε μόνο επιτυχίες – «Εγκλήματα», «Είσαι το ταίρι μου» –, και αυτό σάς συνοδεύει…

«Μην το λέτε. Η «Σκυλίσια Ζωή» που έκανα δεν ήταν πετυχημένη, όπως και το «Babalou» με την αγαπημένη μου τη Σμαράγδα Καρύδη, γιατί είχαν μόνο 30% τηλεθέαση. Θυμάμαι μας κόψανε, μάλιστα, επάνω στην ώρα του γυρίσματος. Ημασταν σε ένα πάρκο, και έρχεται ο σκηνοθέτης μας, ο Χρήστος Δήμας, και μας λέει: «Παιδιά, μην το παλεύετε και πολύ – με πήραν τηλέφωνο ότι μας κόψανε»».

Κύριε Χαραλαμπόπουλε, το δράμα σάς ενδιαφέρει καθόλου;

«Με αφορά. Δεν έχω απορρίψει ποτέ κάποιον δραματικό ρόλο επειδή ήταν απλά δραματικός».

Θυμάμαι είχε προκαλέσει μεγάλη αίσθηση το πέρασμά σας από τη σειρά της ΕΡΤ «Καρτ ποστάλ» με έναν αμιγώς δραματικό ρόλο. Κατά την προσφιλή έκφραση, το Twitter υποκλίθηκε…

«Βέβαια. Τα διάβασα κι εγώ. Και λέω: «Κοίτα να δεις, ολόκληρο Twitter υποκλίθηκε σε μένα». Και εκεί που άρχισα να ίπταμαι και να φουσκώνω με το πόσο μεγάλος ηθοποιός είμαι τελικά, συνειδητοποίησα ότι μετά από δύο ημέρες το Twitter άρχισε να υποκλίνεται στην ερμηνεία κάποιου άλλου και έπειτα στην ερμηνεία κάποιου επόμενου. (γέλια) Μάλλον θα το έχει πιάσει το καημένο η μέση του από τις υποκλίσεις. Οπότε είπα ας κάνω αυτό που νομίζω ότι πρέπει να κάνω κάθε φορά, και την πίτα των υποκλίσεων θα τη μοιραζόμαστε όλοι μαζί. Αυτό είναι και το σωστό. Πάντως το «Kαρτ ποστάλ» ήταν μια υπέροχη εμπειρία».

Αλήθεια, με την έπαρση δεν φλερτάρατε ποτέ;

«Νομίζω όχι σοβαρά. Η αναγνώριση ήρθε σχετικά νωρίς. Ημουν 29 χρόνων στα «Εγκλήματα». Είναι ωραίο συναίσθημα να σε σταματούν στον δρόμο, να σου μιλάνε. Και κάπου εκεί που είχα αρχίσει να παίρνω τα πάνω μου, συνειδητοποίησα ότι καμιά φορά αυτό δεν θα είναι και τόσο ευχάριστο. Για παράδειγμα, όταν είχα τις κακές μου, κάπως δεν μπορούσα να το διαχειριστώ και κλεινόμουν σπίτι. Ελεγα: «Δεν θα πάω στο περίπτερο, γιατί δεν έχω διάθεση να χαμογελάσω σήμερα». Σταδιακά κατάλαβα ότι η επιτυχία που επιζητά ο ηθοποιός έχει να κάνει με την αποδοχή του κόσμου και με την αναγνωρισιμότητα. Οπότε ήταν καθαρά δικό μου θέμα να το διαχειριστώ. Οι άνθρωποι που έρχονται να σου μιλήσουν σε πλησιάζουν για να μοιραστούν τη χαρά τους, οπότε εσύ δεν έχεις κανένα δικαίωμα, ακόμα και αν έχεις τις μαύρες σου, ακόμα και αν βιάζεσαι, να μην τους μιλήσεις. Τώρα, υπάρχουν και κάποιοι λίγοι αγενείς. Δηλαδή, αν σε ένα ουζερί με δεις με τη γαρίδα στο χέρι, πασαλειμμένο, τη στιγμή που πάω να τη δαγκώσω, μάλλον δεν είναι κατάλληλη στιγμή να βγάλουμε φωτογραφία. Πάντως, δεν θέλω να στενοχωρήσω κανέναν. Πάντα θα μιλήσω, ακόμα και στον αγενή, ίσως εκεί με λίγο περισσότερο χιούμορ».

Υπήρξαν χρόνια που βάλατε πρώτα τη ζωή σας και μετά τη δουλειά σας;

«Νομίζω ότι στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου έβαζα πάνω από όλα τη δουλειά μου, τα τελευταία χρόνια κάπως εξισορρόπησα. Εργαζόμουν χειμώνα-καλοκαίρι χωρίς δισταγμό, θέατρο, περιοδείες. Είχα ξεχάσει να ζω. Δεν έκανα διακοπές πάνω από τέσσερις ημέρες. Σωματικά είχα καταπονηθεί. Το 2017, μετά από δέκα συνεχόμενα χρόνια, κατέβασα ρολά. Είπα αυτό το καλοκαίρι δεν θα δουλέψω. Και ως εκ θαύματος η Γη δεν σταμάτησε. (γέλια) Συνέχισε να κινείται και εγώ ένιωσα ευτυχής, γιατί επιτέλους μπορούσα να απολαύσω το σπίτι που φτιάξαμε στο Πήλιο. Ηρθα σε επαφή με τη γη εκεί που πετούσα μόνο στον ουρανό, φύτεψα ντομάτες, λαχανικά και είχα μια άλλη ζωή να γεννιέται».

Σε αυτή την απόφασή σας έπαιξε ρόλο και η σύζυγός σας, η Λίνα;

«Απόλυτα. Η Λίνα με κρατάει προσγειωμένο. Μου δημιούργησε τις προϋποθέσεις να μην αγχώνομαι αν δεν καταφέρω κάτι στη δουλειά. Γιατί υπάρχει και κάτι πιο ουσιαστικό, που λέγεται ζωή, και είναι αυτό που είναι γύρω μας. Η δουλειά είναι το αλατοπίπερο της ζωής μας, αυτή που τη νοστιμεύει. Και μπορεί εγώ να το θέλω το φαγητό μου πάντα αλατισμένο, αλλά καμιά φορά είναι το ίδιο νόστιμο και ανάλατο».

INFO «Underground»: Θέατρο Ακροπόλ (Ιπποκράτους 9-11), από Παρασκευή έως Κυριακή (παραστάσεις έως 12 Ιανουαρίου 2025). Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, από 1 έως 8 Φεβρουαρίου 2025.

Η φωτογράφιση πραγματοποιήθηκε στο ξενοδοχείο Grande Bretagne (Βασιλέως Γεωργίου Α’ 1, πλατεία Συντάγματος).

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.