Το Luma Arles είναι σαν να βγήκε από τις σελίδες ενός παιδικού παραμυθιού και όταν το κοιτάς υπό συγκεκριμένη γωνία θυμίζει μια στρεβλή μεταλιζέ εκδοχή της κεφαλής της Σφίγγας στην πυραμίδα του Χέοπα. Είναι πράγματι εντυπωσιακό, αν και κάπως παράταιρο στον χαμηλό ορίζοντα της γαλλικής πόλης και φέρει όλα τα χαρακτηριστικά του αρχιτεκτονικού ιδιώματος του εμπνευστή του, Φρανκ Γκέρι. Οταν μπεις στο εσωτερικό του και αναζητάς μια παιγνιώδη διάθεση θα τη βρεις στην εγκατάσταση «Isometric Slides» του γερμανού εικαστικού Κάρστεν Χέλερ στην οποία, ναι, μπορείς να κάνεις τσουλήθρα εφόσον το επιθυμείς, αν δεν σε ζαλίζουν οι στροφές της. Αφότου δεις την παλιά πόλη από ψηλά στην ταράτσα του κτιρίου και ξεμπερδέψεις με το hype της εντυπωσιακής κατασκευής μπορείς να μπεις στα ενδότερα, όπως ας πούμε το επίπεδο -2 όπου φιλοξενούνται εκθέσεις ή να πας στις μεταποιημένες αποθήκες Parc des Ateliers, τους πάλαι ποτέ βιομηχανικούς χώρους επισκευής και κατασκευής ατμομηχανών που σταδιακά από το 2014 προσφέρουν άπλετο χώρο για την παρουσίαση μεγάλων εικαστικών εγκαταστάσεων – από εκεί άλλωστε ξεκίνησε το Luma Arles Project το 2013. Και – ω της έκπληξης! – εκεί που διαβάζεις το εισαγωγικό κείμενο της συγκλονιστικής έκθεσης «Live Evil» (έως τις 13/11) του Αμερικανού Αρθουρ Τζάφα, τη μεγαλύτερη αφιερωμένη στο έργο του εικαστικού που βραβεύθηκε με τον Χρυσό Λέοντα στην Μπιενάλε Βενετίας του 2019, βλέπεις το όνομα Vassilis Oikonomopoulos στη θέση του επιμελητή/διευθυντή εκθέσεων και προγραμμάτων. Δεν είναι κάθε μέρα που συμβαίνει αυτό, ιδίως σε ένα τόσο μεγάλο hub τεχνών το οποίο με μασκότ το κτίριο του Γκέρι έχει μπει πολύ δυναμικά στον παγκόσμιο χάρτη των πολιτιστικών οργανισμών από όταν άνοιξε πλήρως το καλοκαίρι του 2021. Είναι δημιούργημα της Ελβετίδας Μάγια Χόφμαν, μέλους της οικογένειας της γνωστής φαρμακοβιομηχανίας Hoffmann-La Roche, η οποία ίδρυσε το Luma Foundation στη Zυρίχη το 2004 και στη συνέχεια θέλησε να του δώσει υπό μία έννοια σάρκα και οστά στην πόλη με την οποία είχε δεσμούς ο πατέρας της.
O Βασίλης Οικονομόπουλος, γνωστός στα καθ’ ημάς από τη συνεργασία του με τον ΝΕΟΝ στο πλαίσιο του προγράμματος «Εργο στην πόλη 2017», όταν δηλαδή επιμελήθηκε την έκθεση του Κωστή Βελώνη «A Puppet Sun» στην οδό Καπλανών στο Κολωνάκι, ξεκίνησε να εργάζεται στο Luma το 2018 ως senior curator, δηλαδή επικεφαλής επιμελητής, αλλά πλέον είναι διευθυντής εκθέσεων και προγραμμάτων (director of exhibitions and programs). Δηλαδή, έχει υπ’ ευθύνη του ό,τι αφορά το καλλιτεχνικό πρόγραμμα: τη διοργάνωση των εκθέσεων, την επιλογή των καλλιτεχνών (μαζί με το Διοικητικό Συμβούλιο και τη Μάγια Χόφμαν), με τους οποίους συνεργάζεται στενά, όπως και την παραγωγή των έργων, τις εκδόσεις, το δημόσιο πρόγραμμα, τα residencies schemes. Και βέβαια αναλαμβάνει και την επιμέλεια εκθέσεων, μαζί με συνεργάτες/συνεργάτιδες όπως εκείνη του Αρθουρ Τζάφα. «Η επιμέλεια είναι κάτι που μου δίνει πάρα πολλή ενέργεια γιατί μου αρέσει να περνάω χρόνο με τους καλλιτέχνες, να είμαι σε κάθε σημείο της διοργάνωσης της έκθεσης μαζί τους. Είναι επίσης ο τρόπος που εργαζόμαστε στο Luma, γιατί οι καλλιτέχνες είναι βέβαια στο επίκεντρο της δουλειάς μας. Δεν διαχωρίζω τον ρόλο του επιμελητή από εκείνον του διευθυντή, πράγμα που σημαίνει ότι δεν θα μπορούσα να είμαι σε ένα γραφείο και να στέλνω emails και να μην είμαι παρών σε κάθε στάδιο της παραγωγικής διαδικασίας. Το Luma είναι ένας μεγάλος οργανισμός σε επίπεδο χώρων και αριθμό εκθέσεων, αλλά ταυτόχρονα εμείς είμαστε μια συμπαγής ομάδα σε διαρκή επαφή και επικοινωνία» θα πει στη διάρκεια της διαδικτυακής συζήτησής μας.
Ενα μεγάλο πρόγραμμα σε μια μικρή πόλη
Μάλλον δεν θα μπορούσε να είναι κι αλλιώς, αν αναλογιστεί κανείς ότι την ίδια στιγμή μια άλλη αποθήκη ήταν κατειλημμένη από το έργο του γηγενή αμερικανού εικαστικού και κινηματογραφιστή Σκάι Χοπίνκα, ενώ στο ισόγειο και τα υπόγεια του Πύργου μπορούσε να δει κανείς την εγκατάσταση «Circular Breathing» του Γκάρι Χιλ ή κάποια έκθεση φωτογραφίας από το διεθνές φεστιβάλ φωτογραφίας Les Rencontres d’Arles, για να αναφέρουμε μόνο μερικές γιατί, μεταξύ μας, η ροή και ο αριθμός των εκθέσεων και των εγκαταστάσεων έμοιαζαν ατέλειωτα.
«Αυτό που μας ενδιαφέρει όσον αφορά τις εκθέσεις είναι να μπορέσουμε να κάνουμε πραγματικότητα τα πιο απίθανα οράματα σύγχρονων καλλιτεχνών, αυτών που είναι πραγματικά στο απόγειο της παραγωγικότητάς τους αυτή τη στιγμή. Μας αφορούν θεματικές όπως το φύλο, τα ανθρώπινα δικαιώματα, το περιβάλλον, τα καινούργια κοινωνικοπολιτικά σχήματα που διαμορφώνονται, η Μεσόγειος. Επίσης, είναι πολύ σημαντικό να συνδέουμε εδραιωμένους με αναδυόμενους καλλιτέχνες γιατί αμφότεροι κερδίζουν από αυτή τη συνδιαλλαγή».
Με όλη του τη διεθνή ακτινοβολία το Luma βρίσκεται σε μια μικρή πόλη μόλις 50.000 κατοίκων. «Η Αρλ είναι αναγνωρίσιμη ως η πόλη της φωτογραφίας, καθώς το Φεστιβάλ της Les Rencontres d’Arles γίνεται εδώ και περίπου 50 χρόνια. Υπάρχει λοιπόν ένα πολύ μεγάλο διεθνές κοινό που επισκέπτεται την πόλη στη διάρκεια του καλοκαιριού, από τα τέλη Ιουνίου ως τα τέλη Σεπτεμβρίου. Χάρη στο Φεστιβάλ, λόγω του ότι είναι καλοκαίρι στη Νότια Γαλλία, με την αφορμή του Luma. Toν χειμώνα το τοπίο αλλάζει, οπότε αλλάζει και το δικό μας πρόγραμμα και πέρα από τις εκθέσεις φιλοξενούνται συνέδρια (conferences), προβολές, αλλά και διάφορα προγράμματα τα οποία απευθύνονται κυρίως στο τοπικό κοινό που βρίσκεται εδώ όλον τον μήνα. Επίσης υπάρχουν στην πόλη δύο πολύ σημαντικές σχολές, μία φωτογραφίας, από τις πιο σημαντικές της Γαλλίας (École nationale supérieure de la photographie), και μία animation, που είναι από τις πιο σημαντικές της Ευρώπης (ΜoPA 3D Animation School). Εχουν φέρει 350 φοιτητές στην πόλη που είναι ένα κοινό τον χειμώνα, τόσο οι ίδιοι όσο και όσοι τους επισκέπτονται. Επίσης, μια άλλη σημαντική παράμετρος είναι ότι στις πόλεις της Νότιας Γαλλίας υπάρχει μεγάλη κινητικότητα, από το Μονπελιέ ως τη Μασσαλία και μέχρι τη Νίκαια και η Αρλ είναι σε ένα σημείο που βρίσκεται 30-40 λεπτά από πολλές από αυτές τις πόλεις. Αυτή η κινητικότητα των κατοίκων είναι ιδιαίτερα εμφανής τον χειμώνα και είναι πολύ σημαντική γιατί συνιστούν μεγάλο μέρος των ανθρώπων που μας επισκέπτονται. Τέλος, η Αρλ εξαιτίας της προνομιούχας θέσης της και της κουλτούρας της, έχει μαζέψει και κόσμο από το Παρίσι, εργαζομένους που μετά την πανδημία δουλεύουν με ευέλικτους όρους μακριά από την πρωτεύουσα». Με τούτα και με κείνα, η επισκεψιμότητα της πρώτης χρονιάς, συγκεκριμένα των πρώτων οκτώ με δέκα μηνών, ήταν 450.000 άτομα.
Από το Λονδίνο στον Γαλλικό Νότο
Για τον ίδιο τον Οικονομόπουλο η ανάληψη αυτής της θέσης σήμαινε ότι άφηνε πίσω του μια επίσης περίοπτη θέση στην Tate Modern, όπου εργάστηκε για οκτώ χρόνια ως βοηθός επιμελητή στη Συλλογή Διεθνούς Τέχνης, σε αναθέσεις έργων για το Turbine Hall αλλά και ως μέλος της επιτροπής της Tate για την απόκτηση έργων τέχνης από τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική. «Η δουλειά μου δεν ήταν μόνο να υποστηρίξω γιατί αξίζει κάτι να είναι στη συλλογή αλλά το πώς θα γίνει ενεργό κομμάτι της και στη συνέχεια πώς αυτό θα μπορούσε να βρεθεί στους εκθεσιακούς χώρους μέσα σε ένα context».
H απόφαση να εργαστεί στο Luma της Αρλ σήμαινε ότι θα άφηνε και μια ζωή στο Λονδίνο, στο οποίο βρισκόταν από τα 17 του χρόνια για να τελειώσει το σχολείο και να φοιτήσει εν συνεχεία στο τρίπτυχο των σχολών που ειδικεύονται στην εκπαίδευση όσων προορίζονται να υπηρετήσουν τις τέχνες από διαφορετικά μετερίζια: Ιστορία της Τέχνης στο Goldsmith’s, μεταπτυχιακά πάνω στην Ιστορία της Αρχιτεκτονικής στο UCL και διδακτορικό στην επιμέλεια της σύγχρονης τέχνης στο Royal College of Art. Μετά τις σπουδές του εργάστηκε στο think tank AMO του αρχιτέκτονα Ρεμ Κούλχας. Παρεμπιπτόντως, η γενέτειρά του είναι η Αθήνα, ενώ έχει μεγαλώσει στο Ναύπλιο.
«Εχω ζήσει τα περισσότερα χρόνια στο Λονδίνο, την πόλη που θεωρώ σπίτι περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη, όμως τα πράγματα εκεί δεν ήταν ακριβώς ίδια μετά την ψήφο του Βrexit και για εμένα ήταν πολύ εμφανείς αυτές οι αλλαγές. Αρχισαν να παρουσιάζονται ρατσιστικά επεισόδια αλλά και δυσκολίες στη συσχέτιση των διαφόρων κοινωνικών ομάδων σε μία πόλη αλλά και μία χώρα που ήταν πάντα πολύ ανοιχτή, τουλάχιστον βάσει της δικής μου εμπειρίας όπως και της γενιάς μου. Οπότε μετά το Βrexit άρχισα να είμαι πιο συνδεδεμένος με όσα συμβαίνουν στην Ευρώπη. Θεωρώ ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση λειτουργεί με περίπλοκο τρόπο ως οργανισμός αλλά παράλληλα αντισταθμίζει αυτό το «έλλειμμα» με όσα συμβαίνουν και μπορούν να συμβούν στην τέχνη χάρη στη συνδεσιμότητα, την επαφή και τις πολιτιστικές ανταλλαγές. Οταν βλέπεις πολλά πράγματα να αλλάζουν σε μια πόλη που ήταν λίγο διαφορετική, σκέπτεσαι ότι ίσως τα πράγματα δεν θα είναι τα ίδια στο μέλλον».
Η μικρή πόλη διαθέτει άλλωστε και πολλά καλά, μια και δεν έχει τις πρακτικές προκλήσεις ή την πίεση χρόνου που μπορεί να υπάρχουν σε μια πολύ μεγαλύτερη. «Για παράδειγμα, είναι ιδιαίτερα αναζωογονητικό ότι μπορείς να έχεις χρόνο στη διάθεσή σου να περάσεις με τους καλλιτέχνες. Στο Λονδίνο τούς συναντούσα για μία ώρα, καθώς όλοι μας είχαμε meetings το ένα μετά το άλλο. Εδώ ο ρυθμός είναι διαφορετικός. Οταν έρθει ο/η καλλιτέχνης στην πόλη θα μείνει 3-4 ημέρες, οπότε έχεις τη δυνατότητα να περάσεις προσωπικό χρόνο, κάτι που δίνει μεγαλύτερη ώθηση στη δουλειά και το αποτέλεσμά της».
Στο Luma ο Οικονομόπουλος βρέθηκε σε έναν ιδιωτικό οργανισμό τον οποίο κατευθύνει και χρηματοδοτεί μια ισχυρή και δυναμική προσωπικότητα, εκείνη της Μάγια Χόφμαν, και σε ένα περιβάλλον που διέφερε από εκείνο ενός δημόσιου φορέα που χρηματοδοτείται από το Τμήμα Ψηφιακών Μέσων, Πολιτισμού, ΜΜΕ και Αθλητισμού (DCMS) του Ηνωμένου Βασιλείου χωρίς να συνιστά έναν κυβερνητικό οργανισμό. «Υπάρχει πολύ μεγάλη διαφορά σε αρκετά σημεία λειτουργίας των δύο συστημάτων. Η διαδικασία αποφάσεων είναι πολύ πιο γρήγορη, πολύ πιο άμεση και εμπεριέχει λιγότερη γραφειοκρατία. Επειτα, όταν αντιπροσωπεύεις ένα ολόκληρο έθνος, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Tate, πρέπει να είσαι πολύ προσεκτικός σε διαλόγους που αφορούν κομμάτια της σύγχρονης πολιτικής και κοινωνίας, το λεγόμενο inclusivity, ώστε να μη γίνουν λάθη που μπορεί να είναι μη αναστρέψιμα και να δημιουργήσουν πρόβλημα σε εθνικό επίπεδο. Η συμπερίληψη είναι πολύ σημαντική, αλλά είναι επίσης πολύ χρονοβόρα και απαιτεί πολλή ενέργεια. Ο ιδιωτικός οργανισμός έχει και άλλες ταχύτητες. Να σας πω και ένα παράδειγμα: Τα τελευταία 12-15 χρόνια στο Ηνωμένο Βασίλειο εκλέγονται συντηρητικές κυβερνήσεις. Μολονότι η διακυβέρνηση του εκάστοτε σχήματος μπορεί να μην επηρεάζει άμεσα οποιονδήποτε πολιτιστικό οργανισμό, ύστερα από 15 χρόνια διακυβέρνησης οι πολιτικές που εφαρμόζονται έχουν εμφανή αντίκτυπο στον τρόπο λειτουργίας τους. Αυτό αλλάζει και τον τρόπο με τον οποίο δημιουργείται η τέχνη, το ποιοι καλλιτέχνες επιλέγονται να προβληθούν και για ποιους λόγους. Δεν είναι κάτι εμφανές απαραίτητα και ούτε μπορεί να μετρηθεί, προσδίδει όμως μια ιδιαίτερη χροιά στον τρόπο με τον οποίο γίνονται τα πράγματα. Πάντως, μπορώ να πω με σιγουριά και γνώση ότι δεν υπάρχει οργανισμός, είτε δημόσιος είτε ιδιωτικός, με αληθινό ενδιαφέρον για την τέχνη που να μη δουλεύει με ανθρώπους οι οποίοι είναι ειδικοί στον τομέα τους. Γιατί αν δεν το έκαναν αυτό, αν δηλαδή δεν είχαν στο δυναμικό τους επαγγελματίες που βρίσκονται σε σημαντικό σημείο στην καριέρα τους, με βαθιά κατανόηση για το τι συμβαίνει σε τοπικό επίπεδο αλλά και παγκοσμίως, δεν θα είχαν υπόσταση ως οργανισμοί. Είτε δημόσιοι είτε ιδιωτικοί, οι πολιτιστικοί οργανισμοί χρειάζονται ομάδες με ιδέες και σκέψεις που αφορούν πολλούς ανθρώπους».
Οσον δε αφορά τη σχέση του με την Ελλάδα, δεν είναι ανύπαρκτη, καθώς για παράδειγμα παρουσίασε την επιμελητική του δουλειά στους Artworks Fellows το 2018 στο πλαίσιο του 1ου προγράμματος υποστήριξης καλλιτεχνών Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος, ενώ όταν σκεπτόταν ακόμα να γυρίσει στην Ελλάδα είχε συνεργαστεί με την γκαλερί Αtopos του Βασίλη Ζηδιανάκη.
«Για εμένα η Ελλάδα δεν είναι ένα διαφορετικό κομμάτι από το κυρίως κεντρικό ευρωπαϊκό σύστημα, είναι πολύ συνδεδεμένη με όσα συμβαίνουν αυτή τη στιγμή στον κόσμο. Οι περισσότεροι από τους Ελληνες που γνωρίζω είναι ενεργοί σε διάφορα σημεία του κόσμου και πιστεύω ότι το πιο ενδιαφέρον στοιχείο για τη χώρα είναι ότι πάντα υπάρχουν οι άνθρωποι που θέλουν να γνωρίσουν καινούργια μέρη».