Ας πούμε ότι, σε κάποιον δημόσιο χώρο, ξεσπά ένας έντονος διαπληκτισμός. Ας πούμε, επίσης, ότι ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης βρίσκεται ανάμεσα στους αυτόπτες μάρτυρες του συγκεκριμένου περιστατικού. Οχι, ο ίδιος δεν θα κοίταζε αναγκαστικά το «πρωταγωνιστικό γεγονός» καθαυτό, αλλά σίγουρα «πώς θα το κοίταζαν οι υπόλοιποι που παρακολουθούσαν». Η παρατήρηση, μια τέτοιου είδους παρατήρηση, γίνεται σχεδόν ανακλαστική αντίδραση (αν όχι δεύτερη φύση) όταν είσαι συγγραφέας. Εν πάση περιπτώσει, αν είσαι συγγραφέας κοιτάζεις διαφορετικά. Στην πιο πρόσφατη νουβέλα του 55χρονου δραματουργού και πεζογράφου, υπό τον τίτλο «Το όνομά σου» (εκδ. Το Ροδακιό, 2022), ο ανώνυμος αφηγητής έχει μόλις επιστρέψει σπίτι του ύστερα από αρκετά χρόνια κάθειρξης. Γιατί όμως φυλακίστηκε αυτός ο καθηγητής; Διότι προέβη σε μια πράξη (ποινικά κολάσιμη) στην οποία ενέπλεξε (χωρίς τη θέλησή τους) ένα αγόρι και ένα κορίτσι, δύο ερωτευμένους μαθητές του. «Ο ήρωας είναι πεπεισμένος ότι η πράξη του δεν φέρει καμία απαξία. Αντιθέτως, εκείνος τη βλέπει ως προσφορά προς αυτά τα παιδιά. Μοιάζει λίγο με έναν τρελό επιστήμονα που βάζει το αντικείμενο του ενδιαφέροντός του στο μικροσκόπιο όχι μόνο για να το παρατηρήσει από κοντά, να το μελετήσει εξονυχιστικά, αλλά και για να εξασφαλίσει σε αυτό ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο θα μπορούσε να εξελιχθεί, να αναπτυχθεί, να ανθίσει. Ο ήρωας δεν είναι ηδονοβλεψίας, δεν έλκεται με κανέναν τρόπο από το κορίτσι ή το αγόρι, έλκεται από το θέαμα αυτού που το νεαρό ζευγάρι μοιράζεται. Ερωτεύεται τον έρωτά τους. Θέλγεται και συγκινείται βαθιά από αυτόν. Και λογαριάζοντας ότι ο έρωτάς τους είναι φτιαγμένος από ένα ευπαθές υλικό – όπως άλλωστε κάθε έρωτας – επιχειρεί να δημιουργήσει μια συνθήκη που θα επέτρεπε στα παιδιά να τον ζήσουν στην ολότητά του». Ο αφηγητής της νουβέλας, εντέχνως αναξιόπιστος, ενόσω εκθέτει τις σκέψεις και τα εσώτερα κίνητρά του, δοκιμάζει τους ηθικούς και αξιακούς κώδικες του αναγνώστη. «Ανέκαθεν με γοήτευε συγγραφικά πώς η όψη ενός πράγματος μεταμορφώνεται ανάλογα με το σημείο όπου στέκεσαι και το κοιτάς. Μπορεί άραγε κάτι που με την πρώτη ματιά φαίνεται εξόφθαλμα παράνομο ή παραβατικό ή άδικο, να καταστεί, αν το δεις από μια άλλη οπτική γωνία, ακόμη και άγιο; Και το αντίθετο, βεβαίως. Μπορεί ό,τι κρίνεται ως μια αξιέπαινη πράξη, μια φιλανθρωπία, λόγου χάριν, να υποκρύπτει μια υστεροβουλία ή κάτι ακόμη πιο σκοτεινό; Μια ανθρώπινη πράξη έχει πολλές αναγνώσεις. Αυτό το βρίσκω συναρπαστικό. Εμένα δεν με νοιάζει να υποστηρίξω απλώς ότι υπάρχει μία όψη και η αντίθετή της, αλλά να παρουσιάσω όλες τις πλευρές μιας πράξης, τη δυνητική της πολλαπλότητα και, σε τελική ανάλυση, να εκπλαγώ κι εγώ ο ίδιος από αυτήν. Ενα μικρό ψέμα χαράζει ενίοτε έναν φωτεινό δρόμο. Μια μεγάλη αλήθεια οδηγεί ενίοτε σε τοίχο, επάνω στον οποίο πέφτεις και μένεις στον τόπο» εξήγησε ο Χατζηγιαννίδης. Ο εκκεντρικός αφηγητής, μεταξύ άλλων, αυτοχαρακτηρίζεται «αναίσθητος». Είναι όντως, ωστόσο; «Αυτή είναι η εικόνα που προβάλλει ο ήρωας για τον εαυτό του. Ζούμε πάντως σε μια εποχή κατά την οποία η έκφραση του συναισθήματος θεωρείται μπανάλ και δεν ενθαρρύνεται. Οπότε, ναι, άνετα κάποιος υιοθετεί το προσωπείο ενός αδιάφορου και απαθούς ανθρώπου για να αποφύγει να τον πουν μελοδραματικό. Εχω την αίσθηση ότι παλαιότερα οι άνθρωποι, αφενός, εξωτερίκευαν πιο εύκολα τα συναισθήματά τους και, αφετέρου, δεν παρεξηγούνταν τόσο εύκολα από τους άλλους. Κυριαρχεί πια μια «τεχνοκρατική» νοοτροπία, διόλου μεταφυσική, η οποία υπονοεί ότι, χωρίς συναίσθημα, πορεύεται κανείς πιο «αποτελεσματικά» και πιο «επιτυχημένα» στη ζωή του» επεσήμανε κάπως σκωπτικά ο Χατζηγιαννίδης.
Σε λίγες ημέρες θα παρουσιαστεί για πρώτη φορά και το θεατρικό του έργο «Στον παράδεισο» – από 26 Απριλίου στο Arroyo (Μ. Αλεξάνδρου 128, Κεραμεικός) -, μια σκηνοθετική συνεργασία της Μαρίας Αιγινίτου και του Γιώργου Παλούμπη. Το κείμενο αυτό, ένα κείμενο με δυστοπικό πλαίσιο αλλά ρεαλιστικότατη πλοκή, γράφτηκε την περίοδο 2015-16 και επικεντρώνεται στο Πρόγραμμα, δηλαδή στην ιδέα του Εξαρχου να στήσει στο νησί του μια ιδιότυπη φυλακή όπου εφαρμόζεται στους έγκλειστους ένας «ανάποδος σωφρονισμός». Ομως πόσο εφικτό μπορεί να αποδειχθεί ένα τέτοιο εγχείρημα, εφόσον συμπεριλαμβάνει άτομα και μάλιστα άτομα με βεβαρημένο παρελθόν; «Στα κείμενα αυτά, στη νουβέλα και στο θεατρικό, μολονότι έχουν γραφτεί με διαφορά ετών και δεν σχετίζονται με ό,τι έγραψα στο μεταξύ, διακρίνω μια υπόγεια σύνδεση. Εχει να κάνει ουσιαστικά με τα ανθρώπινα πειράματα στα οποία επιδίδονται τόσο ο ανώνυμος αφηγητής της νουβέλας όσο και ο Εξαρχος. Οσο κι αν δεν το ομολογούν, η υφή των πειραμάτων τους είναι μάλλον θεολογική, δεν θέλουν απλώς να παρατηρήσουν τις ζωές των άλλων αλλά να επέμβουν σε αυτές και να τις κατευθύνουν, θέλουν να δουν αν επαληθεύονται, τρόπον τινά, οι θεωρίες τους». Αν υποτεθεί ότι ο στόχος των ηρώων είναι «το καλό», και πάλι προσκρούουν στα στρεβλά υλικά της ανθρώπινης φύσης. «Εδώ είναι το θέμα, ότι αυτή η στρεβλότητα πολλές φορές σώζει. Ο άνθρωπος δεν είναι εντελώς προβλέψιμος, δεν είναι για πάντα και με βεβαιότητα κάτι το μετρήσιμο και το διαχειρίσιμο. Υπό μία έννοια, λοιπόν, η στρεβλότητα αυτή είναι παρήγορη και ελπιδοφόρα» τόνισε ο Χατζηγιαννίδης. Προς το τέλος της συνομιλίας μας, στραφήκαμε στον ευρύτερο ορίζοντα της θεατρικής γραφής. «Κάθε θεατρικό έργο είναι ημιτελές αν δεν γίνει παράσταση. Και πέρα από την όποια εκφραστική, αισθητική επιλογή ή το στυλ, στον πυρήνα παραμένει η ανάγκη να πεις μια ιστορία στον θεατή, μια ιστορία που θα τον βγάλει από τον κόσμο του και θα τον μεταφέρει σε μια σφαίρα που δεν ελέγχεται από τη δική του λογική. Το ζητούμενο μιας καλής παράστασης είναι να αφοπλίσει παντελώς τον θεατή, να τον αφήσει ανοχύρωτο ώστε να δεχθεί γυμνός το πλήγμα του καλλιτεχνικού συμβάντος. Το τελευταίο οφείλει να διατηρεί τον έλεγχο, όχι ο θεατής. Το να σε ξεβολέψει ως θεατή μια παράσταση δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι θα σε σοκάρει ή ότι θα σε ωθήσει σε μια συγκεχυμένη ακατανοησία. Το να σε ξεβολέψει ως θεατή μια παράσταση σημαίνει – αυτό είναι το πλέον δύσκολο και απαιτητικό – να καταρρίψει σταδιακά, μία μία, όλες τις ασφάλειές σου σε σχέση με αυτό που παρακολουθείς. Να σε κάνει να αναρωτιέσαι και απάντηση να μη βρίσκεις» υπογράμμισε ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης.