Τζορτζ Οργουελ, Ο συγγραφέας-προφήτης

Σήμερα συμπληρώνονται 120 χρόνια από τη γέννηση ενός από τους μεγαλύτερους λογοτέχνες του προηγούμενου αιώνα.

Ισπανία 1936. Ενώ ο εμφύλιος πόλεμος βρισκόταν στην κορύφωσή του, ο Τζορτζ Οργουελ βρέθηκε στην πρώτη γραμμή με σκοπό να γράψει άρθρα για τις βρετανικές εφημερίδες. Δεν έμεινε απλός παρατηρητής. Στρατεύθηκε στη δημοκρατική πολιτοφυλακή και πολέμησε με το Partido Obrero de Unificación Marxista (POUM), το τροτσκιστικό Εργατικό Κόμμα της Μαρξιστικής Ενοποίησης, στην Αραγονία. Αυτό μέχρι που η σφαίρα ενός ελεύθερου σκοπευτή διαπέρασε τον λαιμό του τραυματίζοντάς τον σοβαρά. Ενώ βρισκόταν στο νοσοκομείο με την αριστερή πλευρά του σώματός του παράλυτη και με απώλεια τηςφωνής του (βλάβες που ευτυχώς ήταν προσωρινές), το POUM κηρύχθηκε παράνομο. Ο Οργουελ κινδύνευσε να εκτελεστεί αλλά κατάφερε, με τη βοήθεια των βρετανικών προξενικών Αρχών στη Βαρκελώνη, να διαφύγει στη Γαλλία. Την περιπετειώδη εκείνη περίοδο απαθανατίζει στο βιβλίο του με τίτλο «Homage to Catalonia» (στα ελληνικά έχει κυκλοφορήσει ως «Προσκύνημα στην Καταλωνία», «Φόρος τιμής στην Καταλωνία» και «Πεθαίνοντας στην Καταλωνία»), περιγράφοντας «με σχεδόν οδυνηρή ένταση, τις λαμπρές ελπίδες και τις κυνικές προδοσίες εκείνου του χαοτικού επεισοδίου στην Ιστορία της Ισπανίας. Την επαναστατική ευφορία της Βαρκελώνης, το κουράγιο των απλών Ισπανών και Ισπανίδων δίπλα στους οποίους πολέμησε, τον τρόμο και τη σύγχυση του μετώπου, τον παραλίγο μοιραίο τραυματισμό του και τη δεινή προδοσία εκ μέρους των υποτιθέμενων συμμάχων του. (…) Εχοντας ψύχραιμο βλέμμα και ακρίβεια, φέρνει με μοναδικό τρόπο στο φως τις νυχτερινές αψιμαχίες του μετώπου, τα πολιτικά ζητήματα και την απόλυτη ματαιότητα του πολέμου».

Ενας καφές στην Ουέσκα…

Τώρα, με τη συμπλήρωση των 120 χρόνων από τη γέννησή του, ο Οργουελ ετοιμάζεται πιθανώς να «επιστρέψει» στην Καταλωνία και συγκεκριμένα στην πόλη Ουέσκα: Ο ισπανός ιστορικός Βίκτορ Πάρντο και ο γιος του Οργουελ, Ρίτσαρντ Μπλερ, ηγούνται εκστρατείας για την τοποθέτηση στην πόλη μιας μνημειώδους τοιχογραφίας με τίτλο «Ο Οργουελ πίνει καφέ στην Ουέσκα». Είναι ο καφές τον οποίο σκόπευε να πιει με τους συντρόφους του όταν θα ελευθέρωναν την πόλη. Δεν πρόλαβε, καθώς στις 20 Μαΐου 1937 τραυματίστηκε. «Αν και δεν κατάφερε ποτέ να φτάσει στην Oυέσκα, ελπίζουμε να τον φέρουμε τώρα εδώ με αυτή τη συμβολική πράξη» λέει ο Πάρντο, επισημαίνοντας και πως «ο ίδιος ο Οργουελ είχε πει ότι ο χρόνος που είχε περάσει στην Ισπανία ήταν ο πιο σημαντικός της ζωής του». Οσο για τον γιο του συγγραφέα, για να βοηθήσει υποσχέθηκε πως σε κάθε στερλίνα που θα δωρίζεται για το εγχείρημα θα δίνει μία ακόμα στερλίνα από τη δική του τσέπη. Είναι συγκινητική η προσπάθειά του, αν και η αλήθεια είναι πως η μνήμη του πατέρα του δεν έχει ανάγκη ούτε μνημεία, ούτε τιμές με αφορμές διάφορες επετείους για να μείνει ζωντανή. Το έργο που άφησε πίσω του ήταν αρκετό για να του εξασφαλίσει την αθανασία.

Τα πρώτα χρόνια

Ο Ερικ Αρθουρ Μπλερ, όπως ήταν το πραγματικό όνομα του Τζορτζ Οργουελ, γεννήθηκε στο Μοντιχάρι της Ινδίας, που τότε βρισκόταν υπό βρετανική κυριαρχία, στις 25 Ιουνίου του 1903. Προερχόταν από οικογένεια με αριστοκρατικές καταβολές, η οποία όμως είχε χάσει την οικονομική δύναμή της. Η μητέρα του έναν χρόνο μετά τη γέννησή του πήρε το μωρό και την κατά πέντε χρόνια μεγαλύτερη αδελφή του και επέστρεψαν στην Αγγλία – εκεί γεννήθηκε μερικά χρόνια μετά και η δεύτερη αδελφή του. Ο πατέρας πηγαινοερχόταν για τις δουλειές του και έβλεπε πολύ σπάνια τα παιδιά του. Επειτα από δραματικές προσπάθειες της μητέρας, που επιθυμούσε να τον στείλει σε ένα καλό σχολείο αλλά δεν μπορούσε να πληρώσει τα ακριβά δίδακτρα, κερδίζοντας μια υποτροφία (και χάρη σε μια διευθέτηση σύμφωνα με την οποία η οικογένειά του θα πλήρωνε τα μισά δίδακτρα), το αγόρι μπήκε εσωτερικό στο σχολείο του Αγίου Κυπριανού, στο Iστμπορν του Ανατολικού Σάσεξ. Παράλληλα με τη φοίτησή του (σε ένα περιβάλλον που μισούσε) άρχισε να γράφει. Συνέχισε τις σπουδές του στο Ιτον (όπου, όπως ο ίδιος είχε πει, περνούσε καλύτερα), αλλά δεν έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Οι δικοί του τον έβαλαν να δώσει εξετάσεις για μια θέση στην Αυτοκρατορική Αστυνομία της Ινδίας. Πέτυχε και με το τέλος της εκπαίδευσής του έφυγε για τη Βιρμανία. Το 1927 προσβλήθηκε από δάγκειο πυρετό και επέστρεψε στην Αγγλία για να αναρρώσει. Εκεί αποφάσισε να παραιτηθεί από τη δουλειά του, να μην επιστρέψει ποτέ στη Βιρμανία και να γίνει συγγραφέας.

Οι μεγάλες επιτυχίες

Το 1934 εξέδωσε το πρώτο μυθιστόρημά του με τίτλο «Οι μέρες της Μπούρμα». Ακολούθησαν το 1935 «Η κόρη του παπά», το 1936 το «Keep the Aspidistra Flying» που στα ελληνικά πρωτοκυκλοφόρησε αρχικά ως «Κρατήστε σφιχτά τον μικροαστισμό σας» και αργότερα ως «Η παγίδα του χρήματος», και το 1939 τις «Ανάσες». Στα 42 του χρόνια, το 1945, κυκλοφόρησε την περίφημη αλληγορική «Φάρμα των ζώων», βιβλίο εμπνευσμένο από τη Ρωσική Επανάσταση και τη σταλινική περίοδο του σοβιετικού καθεστώτος που του χάρισε φήμη και χρήμα. Το 1949 κυκλοφόρησε το επίσης δημοφιλές «1984», μια σειρά από ανατριχιαστικές προφητείες για τα δεινά που περιμένουν τον άνθρωπο της νέας εποχής, μυθιστόρημα που θεωρείται από τα σπουδαιότερα του 20ού αιώνα.

Μια τόσο σύντομη ζωή

Μεταξύ άλλων, ο Οργουελ έγραψε άρθρα, διηγήματα και ποιήματα. Το 1945, κατά τη διάρκεια μιας εγχείρησης, πέθανε η γυναίκα του Αϊλίν Ο’ Σόνεσι, με την οποία είχαν υιοθετήσει ένα αγόρι (τον Ρίτσαρντ Μπλερ του προλόγου μας) που είχε χάσει τον πατέρα του στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κλείστηκε στον εαυτό του. Λίγο μετά διαγνώστηκε με φυματίωση. Μερικούς μήνες προτού φύγει από τη ζωή παντρεύτηκε τη Σόνια Μπράουνελ, γραμματέα ενός φίλου του, επιφορτίζοντάς την (φοβούμενος πως το τέλος του πλησίαζε) να χρηματοδοτήσει τις σπουδές του γιου του. Πέθανε σε νοσοκομείο του Λονδίνου στις 21 Ιανουαρίου του 1950 σε ηλικία μόλις 46 ετών. Ο γιος του που ήταν τότε έξι ετών μεγάλωσε υπό την κηδεμονία της μικρής αδελφής του συγγραφέα, Eϊβριλ, και του συζύγου της. Επειτα από μερικά χρόνια η Σόνια εξέδωσε σε τέσσερις τόμους το σύνολο των γραπτών του άρθρων, δοκιμίων, επιστολών και ημερολογιακών σημειώσεων. Μετά τον θάνατό της τα δικαιώματα των έργων του Οργουελ πέρασαν στον γιο του.

Ο Ιταλός στρατιώτης

Από το πρώτο κεφάλαιο του «Προσκυνήματος στην Καταλωνία» (στη μετάφραση του Τάσου Δαρβέρη)

«Στο στρατώνα Λένιν στη Βαρκελώνη, μια μέρα πριν καταταγώ στην πολιτοφυλακή, είδα έναν Ιταλό πολιτοφύλακα να στέκεται μπροστά στο τραπέζι των αξιωματικών.

Ηταν ένας τραχύς νεαρός, εικοσιπέντε, εικοσιέξι χρονών, με ξανθοκόκκινα μαλλιά και δυνατές πλάτες. Το μυτερό δερμάτινο κασκέτο του γερμένο άγρια πάνω απ’ τόνα μάτι.

Στεκόταν εμπρός μου με το πλάϊ, το πηγούνι στο στήθος του, κυττώντας με μια γκριμάτσα απορίας ένα χάρτη που είχε απλώσει ένας από τους αξιωματικούς στο τραπέζι. Κάτι στο πρόσωπό του με συγκίνησε βαθειά. Ηταν το πρόσωπο ενός ανθρώπου που θα έκανε έγκλημα και θα θυσίαζε τη ζωή του για ένα φίλο – το είδος του προσώπου που περιμένεις από έναν αναρχικό, αν κι ίσως πιθανό να ήταν κομμουνιστής. Πρόσωπο γεμάτο ειλικρίνεια και σκληρότητα μα και με εκείνο τον παθητικό σεβασμό που έχουν συνήθως οι αγράμματοι άνθρωποι για τους υποτιθέμενους ανώτερούς τους. Φαίνεται πως δεν μπορούσε να καταλάβει το παραμικρό από το χάρτη· φαίνεται πως θεωρούσε το διάβασμα των χαρτών τεράστιο διανοητικό επίτευγμα.

Δεν ξέρω γιατί, όμως σπάνια συνάντησα άνθρωπο που να συμπαθήσω έτσι ξαφνικά».

Από το μεταγενέστερο δοκίμιο «Ξανακοιτώντας τον Ισπανικό εμφύλιο πόλεμο»

«Ανθρωποι σαν εκείνον τον Ιταλό στρατιώτη θα μπορέσουν να ζήσουν την αξιοπρεπή, ανθρώπινη ζωή που σήμερα είναι τεχνικά δυνατή ή όχι; Ο κοινός άνθρωπος θα ξαναπεταχτεί στο βούρκο ή όχι; Εγώ προσωπικά πιστεύω, ίσως με ανεπαρκή κριτήρια, ότι ο κοινός άνθρωπος θα νικήσει στον αγώνα του αργά ή γρήγορα, αλλά θέλω να γίνει αυτό γρήγορα και όχι αργά. (…) Ποτέ δεν ξαναείδα τον Ιταλό πολιτοφύλακα, ούτε έμαθα το όνομά του. Μπορεί να θεωρηθεί απολύτως βέβαιο ότι είναι νεκρός. Σχεδόν δύο χρόνια αργότερα, όταν πια ήταν φανερό ότι ο πόλεμος είχε χαθεί, αφιέρωσα τους παρακάτω στίχους στη μνήμη του:

«Ο Ιταλός στρατιώτης μούσφιξε το χέρι

πλάι στο τραπέζι του φρουρού,

το δυνατό χέρι και το τρυφερό χέρι

που οι παλάμες τους μπορούν

να σμίξουν μόνο κάτω απ’ τον ήχο των όπλων.

Αλλά, ώ! Τι γαλήνη ένιωσα τότε

θωρώντας το βασανισμένο του πρόσωπο

αθώο σαν παιδικό!

(…)

Καλή σου τύχη, Ιταλέ στρατιώτη!

Αλλά η τύχη δεν είναι για τους γενναίους.

Τι θα σου πρόσφερνε ο κόσμος;

Πάντα λιγότερα απ’ όσα εσύ του πρόσφερες

(…)

Τ’ όνομά σου και τα έργα σου ξεχάστηκαν

πριν ακόμα στεγνώσουν τα κόκκαλά σου

και το ψέμα που σε σκότωσε είναι θαμμένο

κάτω από ‘να μεγαλύτερο ψέμα.

Αλλ’αυτό που είδα στο πρόσωπό σου

καμία δύναμη δεν μπορεί να το σβήσει

καμία βόμβα δεν μπορεί

να καταστρέψει το καθάριο πνεύμα»».

Κεντρική φωτογραφία: PA Archive Via Reuters Connect

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.