Θα μπορούσες να πεις ότι, κατά έναν περίεργο τρόπο, το ασυνήθιστο μείγμα στο γενεαλογικό δέντρο του Τζόνι Ντεπ, στις φλέβες του οποίου κυλά αγγλικό, γαλλικό, γερμανικό και ιρλανδέζικο αίμα, πιθανώς με μερικές σταγόνες ινδιάνικο, δεν συνδυάζεται μόνο με τον εξεζητημένο ιδιωτικό βίο του αλλά και με μια πολυσχιδή κινηματογραφική περσόνα η οποία δεν σταμάτησε ποτέ να εξελίσσεται. Σε μία από τις τελευταίες ταινίες του, το «Μιναμάτα» (2020), ο Ντεπ πέτυχε ένα εξαιρετικό πορτρέτο του διάσημου φωτογράφου και ακτιβιστή Γουίλιαμ Γιουτζίν Σμιθ (1918-1978). Εδώ και λίγο καιρό, ο Ντεπ βρίσκεται στα γυρίσματα της ταινίας «Jeanne du Barry» όπου υποδύεται έναν ήρωα πέρα για πέρα διαφορετικό από τον Σμιθ, τον βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο ΙΕ΄. Την ταινία υπογράφει η γαλλίδα ηθοποιός και σκηνοθέτρια Μαϊγουέν, η οποία κρατά για τον εαυτό της τον ρόλο της ηρωίδας του τίτλου: η «Jeanne du Barry» πραγματεύεται τη ζωή της Ζαν Μπεκί που γεννήθηκε ως νόθα κόρη μιας φτωχής μοδίστρας το 1743 και εν συνεχεία κατάφερε να σκαρφαλώσει στα υψηλά κλιμάκια της εξουσίας και να γίνει η τελευταία επίσημη ερωμένη του Λουδοβίκου ΙΕ΄. Oσοι γνωρίζουν τι σημαίνει Τζόνι Ντεπ ως ηθοποιός στην οθόνη, μπορούν να υποψιαστούν ότι μία ακόμα αν μη τι άλλο ενδιαφέρουσα ερμηνεία έρχεται να προστεθεί στη μακρά φιλμογραφία του, σε μια ταινία μάλιστα όπου εμφανίζεται και ως παραγωγός. Προ ηµερών είδε επίσης το φως της δηµοσιότητας η είδηση ότι ο Ντεπ αναµένεται να επιστρέψει στη σκηνοθετική καρέκλα 25 χρόνια από το ντεµπούτο του το 1997. Αυτή τη φορά θα ζωντανέψει τη ζωή και το έργο του σπουδαίου ιταλού εικαστικού Αµεντέο Μοντιλιάνι, ενώ θα αναλάβει και την παραγωγή της ταινίας σε συνεργασία µε τον Αλ Πατσίνο.
Το τελευταίο διάστημα πάντως το όνομα του Ντεπ διασύρθηκε με τον χειρότερο τρόπο, αφού ο ηθοποιός κατέληξε στα δικαστήρια αντιμέτωπος με τη δεύτερη πρώην σύζυγό του, επίσης ηθοποιό Αμπερ Χερντ, από την οποία χώρισε το 2017 μετά από δύο χρόνια προφανώς ανυπόφορου γάμου. Σε αυτή την περίπτωση φυσικά ο 59χρονος σήμερα σταρ υπήρξε «τυχερός», γιατί η έκβαση της αντιδικίας τους τον βρήκε νικητή. Ο Ντεπ κέρδισε τη δίκη για συκοφαντική δυσφήμηση εις βάρος της Χερντ και μάλιστα δικαιούται αρκετά εκατομμύρια δολάρια αποζημίωσης, παρότι σύμφωνα με ανακοίνωση των δικηγόρων της η Χερντ (που σκοπεύει να κάνει έφεση) δεν είναι σε θέση να τα πληρώσει.
Αξιοζήλευτοι ρόλοι
Η προσωπική ζωή του Ντεπ ανέκαθεν υπήρξε ταραχώδης. Είναι μάλιστα πιθανό τις πιο… παραδεισένιες στιγμές του να τις πέρασε είτε στο ιδιόκτητο νησί του στην Καραϊβική, είτε στη Γαλλική Ριβιέρα πλάι στη Βανέσα Παραντί, τη γαλλίδα ηθοποιό, τραγουδίστρια και σύντροφό του επί 14 χρόνια. Η Παραντί είναι η μητέρα των δύο παιδιών τους, της Λίλι-Ρόουζ, που από τα 15 της, όταν την ανακάλυψε ο Καρλ Λάγκερφελντ, έγινε διάσημο μοντέλο λαμβάνοντας μέρος στα σόου του οίκου Chanel και αργότερα ηθοποιός, και του Τζον Κρίστοφερ.
Αν εξετάσει κανείς την ερμηνευτική του δράση, θα δει ότι ο Τζόνι Ντεπ είναι ικανός να σε «στέλνει». Να σε κάνει να ξεχνάς τα όποια άσχημα της ζωής του. Χαρισματικός και χαμαιλέων, δεν σταμάτησε ποτέ να μεταμορφώνεται υποδυόμενος χαρακτήρες που σπανίως έχουν ομοιότητες μεταξύ τους. Τι σχέση έχει, για παράδειγμα, ο αμίλητος ήρωάς του στη ρομαντική κομεντί «Μπένι και Τζουν» (1993) όπου ο Ντεπ υποκλίθηκε στον μεγάλο κωμικό του βωβού σινεμά Μπάστερ Κίτον, με τον φαλακρό συγγραφέα-δημοσιογράφο Χάντερ Τόμπσον που έπαιξε στο «Φόβος και παράνοια στο Λας Βέγκας» (1998) του Τέρι Γκίλιαμ; Πού θα βρεις κοινό σημείο ανάμεσα στον «Ψαλιδοχέρη» (1990), στο αριστούργημα του Τιμ Μπάρτον, και τον συγκρατημένο μυστικό αστυνομικό που ο Ντεπ έπαιξε δίπλα στον Αλ Πατσίνο στο «Ντόνι Μπράσκο» (1997) του Μάικ Νιούελ; Ακόμα και οι πιο ψυχαγωγικοί, δημοφιλέστεροι στο ευρύ κοινό τύποι που έχει υποδυθεί έχουν σκιές, όπως ο αινιγματικός πειρατής Τζακ Σπάροου στη σειρά ταινιών «Οι πειρατές της Καραϊβικής» (2003-2017) – έστω βέβαια και αν στις ταινίες που ακολούθησαν την πρώτη, για την οποία ο Ντεπ προτάθηκε για πρώτη φορά για το Οσκαρ α΄ ανδρικού ρόλου, δεν διακρίνεις εξέλιξη αλλά καθίζηση στην ασφάλεια του τσεκ με τα πολλά μηδενικά. Μικρά παραδείγματα όλα τα παραπάνω σε μια εργογραφία που ξεπερνά τους 100 τίτλους στον κινηματογράφο και την τηλεόραση, όπου έκανε το πρώτο σοβαρό βήμα στην καριέρα του παίζοντας τον ατίθασο μυστικό αστυνομικό Τομ Χάνσον στη σειρά «21 Jump Street» («Ομάδα δράσης 21», 1987-1990). Είχε προηγηθεί το ντεμπούτο του στο σινεμά το 1984 με την πρώτη ταινία «Εφιάλτης στον δρόμο με τις λεύκες».
Κάθε αρχή και δύσκολη
Το μόνο που δεν μπορεί να πει κανείς για τα παιδικά και εφηβικά χρόνια του Τζον Κρίστοφερ Ντεπ ΙΙ είναι ότι υπήρξαν ρόδινα. Γεννημένος στο Οουένσμπορο του Κεντάκι στις 9 Ιουνίου 1963, μικρότερος από τέσσερα αδέλφια, μεγάλωνε από οκτώ χρόνων κοντά στο Μαϊάμι, τους δρόμους του οποίου βανδάλιζε ως μέλος συμμορίας. Στα 15 του, την περίοδο που οι γονείς του χώριζαν, ο Ντεπ παράτησε το σχολείο έχοντας μπροστά του ένα μέλλον τουλάχιστον αβέβαιο. Ωστόσο η οργή της νιότης βρήκε διέξοδο στους μουσικούς πειραματισμούς, στους οποίους ούτως ή άλλως οφειλόταν η απόφασή του να εγκαταλείψει τα θρανία. Επαιξε σε θνησιγενή συγκροτήματα όπως οι Kids που κάποτε είχαν «ανοίξει» συναυλία του Ιγκι Ποπ (η περιγραφή του σε τηλεοπτικό σόου για τη γνωριμία του με τον Ποπ είναι διαθέσιμη στο YouΤube και πραγματικά απολαυστική). Πολλά χρόνια αργότερα, όταν ο Ντεπ ήταν πλέον σουπερστάρ, θα συνεργαζόταν με τον Ιγκι στον αριστουργηματικό «Νεκρό» (1995) του Τζιμ Τζάρμους. Οσο για τη μουσική, δεν σταμάτησε ποτέ να τον συγκινεί – πρόσφατα κυκλοφόρησε το άλμπουμ «18» με τον Beck, τον οποίο συνόδευσε και στην ευρωπαϊκή περιοδεία του.
Στα 20 χρόνια του ο Τζόνι Ντεπ παντρεύτηκε τη Λόρι Αλισον και τότε ήταν που μετακομίζοντας στο Λος Αντζελες φάνηκε αποφασισμένος να κυνηγήσει μια θέση στη σόου μπίζνες. Διέθετε όμορφο πρόσωπο και το γνωστό πλέον «διαστροφικό» βλέμμα, χαρακτηριστικό ακόμη και των πιο «κανονικών» ηρώων που έχει υποδυθεί, όπως για παράδειγμα τον συγγραφέα του Πίτερ Παν, Τζον Μπάρι, στην ταινία «Ψάχνοντας τη Χώρα του Ποτέ» (2004) που τον οδήγησε για δεύτερη φορά στις υποψηφιότητες για το Οσκαρ α΄ ανδρικού ρόλου. Οταν ξεκινούσε το μόνο που ουσιαστικά χρειαζόταν ήταν οι σωστές γνωριμίες και ο Νίκολας Κέιτζ ήταν μία από αυτές. Αμέσως μετά το πέρασμά του από τον «Εφιάλτη στον δρόμο με τις λεύκες» και την ίδια χρονιά που χώρισε από την Αλισον, ο πρώτος σοβαρός κινηματογραφικός ρόλος του ήρθε χάρη στον Ολιβερ Στόουν. Ο Ντεπ εμφανίζεται στη σπουδαία αυτοβιογραφική ταινία του προκλητικού σκηνοθέτη, «Πλατούν» (1986).
Σχεδόν ταυτόχρονα ήρθε η σειρά «Ομάδα δράσης 21» και το άστρο του άρχισε να λάμπει διεθνώς, αυξάνοντας κατακόρυφα το ενδιαφέρον για την προσωπική του ζωή. Μερικές από τις διάσημες γυναίκες που βρέθηκαν κατά καιρούς στο πλευρό του ήταν η Τζένιφερ Γκρέι, η Γουαϊνόνα Ράιντερ, η Σέριλιν Φεν και βεβαίως ένα από τα πιο καυτά μοντέλα των 90s, η Κέιτ Μος. Την ίδια περίοδο ο Ντεπ συνελήφθη για ξυλοδαρμό παπαράτσι στο Λονδίνο, οι ξενοδόχοι έτρεμαν στην ιδέα ότι θα μείνει σε δωμάτιό τους γιατί συνήθως όταν έκανε check-out άφηνε πίσω του συντρίμμια, ενώ τον Οκτώβριο του 1993 ο νεαρός ηθοποιός Ρίβερ Φίνιξ ξεψύχησε από υπερβολική δόση ναρκωτικών στο διάσημο κλαμπ του Ντεπ The Viper Room στο Λος Αντζελες.
Mεγαλώνοντας, βέβαια, επέδειξε και μια πιο ευαίσθητη πλευρά του. Το 2015, για παράδειγμα, ενώ γύριζε μία ακόμη συνέχεια των «Πειρατών της Καραϊβικής» στην Αυστραλία, επισκέφθηκε παιδιά με προβλήματα υγείας στο νοσοκομείο Lady Cilento Children’s Hospital στο Μπρισμπέιν χωρίς να βγάλει τα ρούχα και τα αξεσουάρ του πειρατή Τζακ Σπάροου. Για διάστημα τριών ωρών, μίλησε και φωτογραφήθηκε μαζί τους χωρίς να βγει λεπτό από τον ρόλο του διάσημου πειρατή.
Ο δάσκαλος Τιμ, το ίνδαλμα Μπράντο
Στην εκπνοή των 80s, ο Τζόνι Ντεπ πήρε την πιο σοφή απόφαση της καριέρας του και καλλιέργησε μια εκλεκτή σχέση με τον σκηνοθέτη Τιμ Μπάρτον. Πρώτη ταινία τους ήταν ο «Ψαλιδοχέρης» και πιο πρόσφατη το «Dark Shadows» (2012). Ανάμεσά τους βρίσκει κανείς θαυμάσιες ταινίες και ρόλους όπως εκείνος του Σουίνι Τοντ στον «Φονικό κουρέα της οδού Φλιτ» (για τον οποίο ο Ντεπ το 2008 διεκδίκησε για τρίτη φορά το Οσκαρ) ή αυτός του χειρότερου σκηνοθέτη που πέρασε ποτέ από το Χόλιγουντ στον «Εντ Γουντ» (1994). Θα βρει τον «πειραγμένο» αστυνομικό ερευνητή Ικαμποντ Κρέιν στον «Μύθο του Ακέφαλου Καβαλάρη» (1999), τον εκκεντρικό Μαντ Χάτερ στο «Η Αλίκη επιστρέφει στη Χώρα των Θαυμάτων» (2010) και τον τρομερό σοκολατοβιομήχανο Γουίλι Γουόνκα στον «Τσάρλι και το εργοστάσιο σοκολάτας» (2005).
Υποδυόμενος είτε μικρούς είτε μεγάλους ρόλους, ο Ντεπ έγινε ένας πολύτιμος ηθοποιός και για σημαντικούς σκηνοθέτες από όλον τον κόσμο όπως ο Σουηδός Λάσε Χάλστρομ («Τι βασανίζει τον Γκίλμπερτ Γκρέιπ», 1993), ο Γιουγκοσλάβος Εμίρ Κουστουρίτσα («Arizona Dream», 1993), η Bρετανίδα Σάλι Πότερ («Ο άντρας που έκλαιγε», 2000), και το 2019, ο Κολομβιανός Σίρο Γκουέρα («Περιμένοντας τους βαρβάρους»). Ισως η πιο υποτιμημένη συνεργασία του Ντεπ με κορυφαίο δημιουργό των καιρών μας να είναι ο «Δημόσιος κίνδυνος» (2009) του Μάικλ Μαν για λογαριασμό του οποίου μπήκε στο πετσί του διασημότερου γκάνγκστερ της δεκαετίας του 1930, Τζον Χέρμπερτ Ντίλιντζερ (1903-1934) που υπήρξε και ίνδαλμά του, όπως και ο Τσάρλι Τσάπλιν, ο Μπάστερ Κίτον, ο Χάντερ Τόμσον και ο Μάρλον Μπράντο.
Και μια και αναφερθήκαμε στον Μπράντο, αξίζει να θυμίσουμε ότι ο «Γενναίος» (1997), η μοναδική μεγάλου μήκους ταινία που ο Ντεπ έχει μέχρι σήμερα σκηνοθετήσει, είναι και μία από τις τελευταίες του μεγαλύτερου ινδάλματός του. Ο Μάρλον Μπράντο, ο οποίος συμπρωταγωνίστησε με τον Ντεπ και στη ρομαντική κομεντί «Δον Ζουάν Ντε Μάρκο» (1994), ήταν εξάλλου εκείνος που τον είχε χαρακτηρίσει «καλύτερο ηθοποιό της γενιάς του». Αν δεν ήξερε ο Μάρλον Μπράντο, ποιος αλήθεια θα μπορούσε να ξέρει;