Το σώμα του Τζον Ντίλιντζερ βρίσκεται θαμμένο στο νεκροταφείο Crown Hill στην Ιντιανάπολις. Σε έναν τάφο τον οποίο, όπως λέγεται, ο πατέρας του εκλιπόντος, ο μπακάλης Τζον Γουίλσον Ντίλιντζερ, ενίσχυσε με πλάκες τσιμέντου και σιδερόβεργες προκειμένου να αποφευχθούν οι προσπάθειες βεβήλωσης ή και κλοπής της σορού από εκείνους που θα ήθελαν ένα αναμνηστικό από τον διαβόητο γκάνγκστερ.
Οι προσπάθειες διάρρηξης που έγιναν από το 1934 (οπότε ο Ντίλιντζερ σκοτώθηκε και ετάφη) μέχρι και σήμερα επιβεβαιώνουν πως ο μπαμπάς του ήταν εξαιρετικά προνοητικός και είχε απόλυτο δίκιο για τα ακραία μέτρα που πήρε. Το μόνο όμως που κατάφεραν οι μακάβριοι επισκέπτες ήταν να προκαλέσουν φθορές στην ταφόπλακα, από εκείνες που εύκολα επιδιορθώνονται.
Ο νεκρός εξακολουθεί να αναπαύεται μέσα στην τελευταία κατοικία-σιδερόφραχτη φυλακή που του έφτιαξε η οικογένειά του – τι πιο ταιριαστό για έναν άνθρωπο που έζησε στην παρανομία και μπαινόβγαινε στα σωφρονιστικά ιδρύματα; Αν, βεβαίως, ο άνδρας που έχει ενταφιαστεί εκεί είναι πράγματι ο Τζον Ντίλιντζερ.
Γιατί υπάρχει και μια θεωρία σύμφωνα με την οποία ο κακοποιός που ηρωοποιήθηκε και λατρεύτηκε σαν σταρ του κινηματογράφου δεν σκοτώθηκε ποτέ από τους πυροβολισμούς των αστυνομικών, παρά δραπέτευσε και πέρασε την υπόλοιπη ζωή του κρυμμένος, απολαμβάνοντας τα λάφυρα από τις δεκάδες ληστείες που είχε κάνει. Και πως μέσα στον τάφο του βρίσκεται ένας μικροκακοποιός που του έμοιαζε.
Ο,τι και αν συνέβη, ακόμα και χωρίς τα μεταθανάτια μυστήριά της, η ζωή του Τζον Ντίλιντζερ μοιάζει με μυθιστόρημα που τα έχει όλα: δράση, αγωνία, σασπένς, δόξα, έρωτα – ή μάλλον έρωτες – και προδοσία. Κυρίως αυτό…
Γεννημένος για μπλεξίματα
Ο Τζον Ντίλιντζερ γεννήθηκε στις 22 Ιουνίου του 1903 στην Ιντιανάπολις των ΗΠΑ. Ηταν το δεύτερο παιδί της οικογένειας, καθώς το 1889 είχε προηγηθεί η αδελφή του Οντρεϊ. Σε ηλικία περίπου τεσσάρων ετών έχασε τη μητέρα του. Η ζωή του δίπλα στον αυστηρό πατέρα του ήταν, ως φαίνεται, αρκετά καταπιεστική, γεγονός που έκανε τον Τζον με τον ατίθασο και ανυπάκουο χαρακτήρα να αντιδράσει με τον πιο λάθος τρόπο.
Η συμμετοχή του σε συμμορίες ανηλίκων οδήγησε στην πρώτη σύλληψή του (για κλοπή) και στον εγκλεισμό του σε αναμορφωτήριο σχεδόν προτού συμπληρώσει το δέκατο έτος της ηλικίας του. Θεωρώντας πως το περιβάλλον της μεγάλης πόλης έκρυβε πολλούς κινδύνους για ένα παιδί σαν αυτό, ο πατέρας του, o οποίος είχε ήδη ξαναπαντρευτεί και αποκτήσει και άλλα παιδιά με τη νέα γυναίκα του, τον πήρε μαζί με όλη την οικογένεια και μετακόμισαν στο Μούρσβιλ.
Ο άτακτος Τζον συνέχισε όπως ακριβώς είχε μάθει και το 1922 συνελήφθη πάλι, αυτή τη φορά για την κλοπή αυτοκινήτου. Σε μια προσπάθεια να απομακρυνθεί από τους πειρασμούς και τα προβλήματα, το 1923, έπειτα και από παραινέσεις του πατέρα του και της μητριάς του (που τον αγαπούσε και την αγαπούσε), κατετάγη στο Ναυτικό, το οποίο όμως γρήγορα εγκατέλειψε. Επέστρεψε στο Μούρσβιλ, παντρεύτηκε τη δεκαεξάχρονη Μπέριλ Χόβιους και προσπάθησε, για λίγο, να ζήσει αξιοπρεπώς. Του ήταν όμως αδύνατον!
Ο κατήφορος
Με έναν φίλο του οργάνωσαν και επιχείρησαν τη ληστεία ενός παντοπωλείου. Συνελήφθη και πείστηκε από τον πατέρα του να ομολογήσει την ενοχή του προκειμένου να του επιβληθεί η πιο χαμηλή ποινή. Τελικά το δικαστήριο εξάντλησε την αυστηρότητά του καταδικάζοντάς τον σε περισσότερα από δέκα χρόνια φυλάκισης. Προσπάθησε να δραπετεύσει αλλά δεν τα κατάφερε. Μπήκε στις φυλακές ως μικροαπατεώνας για να βγει, έπειτα από την καθημερινή συναναστροφή του με τα κατακάθια της ζωής, στυγνός εγκληματίας. Το είχε εξάλλου δηλώσει, σοκαρισμένος από την αυστηρότητα της ποινής που του είχε επιβληθεί, λέγοντας «θα γίνω ο χειρότερος μπάσταρδος από όλους!».
Τα χρόνια της Μεγάλης Υφεσης
Ο εγκλεισμός του διήρκεσε λίγο περισσότερο από εννέα χρόνια (κατά τη διάρκεια των οποίων η σύζυγός του τον χώρισε), με τον πατέρα του να κάνει ξανά και ξανά αγώνα για την αποφυλάκισή του. Οταν βγήκε έξω, τον Μάιο του 1933, αναζήτησε δουλειά, για να διαπιστώσει όμως πως στα χρόνια της Μεγάλης Υφεσης κάτι τέτοιο φάνταζε όνειρο θερινής νυκτός.
Το ίδιο καλοκαίρι λήστεψε, μεταξύ άλλων, μια τράπεζα στο Οχάιο. Συνελήφθη και πάλι, φυλακίστηκε και πάλι! Αυτή τη φορά μέσα στη φυλακή δημιούργησε τη δική του συμμορία, μια παρέα αδίστακτων γκάνγκστερ που κατάφερε να αποδράσει για να επιδοθεί – σε τι άλλο; – στις ληστείες και στις δολοφονίες. Τον Νοέμβριο του 1933 γνώρισε σε ένα καμπαρέ την Εβελιν Φρεσέτ, που έγινε ερωμένη του και συνεργός του σε διάφορες απατεωνιές, για να συλληφθεί και να φυλακιστεί τον Απρίλιο του 1934 με την κατηγορία της υπόθαλψης καταζητούμενου και της παρεμπόδισης του έργου της αστυνομίας.
Λίγο νωρίτερα, τον Ιανουάριο του 1934, ο Ντίλιντζερ και οι άνδρες του είχαν συλληφθεί για μια ακόμα φορά και είχαν πάρει τον δρόμο της φυλακής, αντιμετωπίζοντας κατηγορίες και για ανθρωποκτονία. Ο πολυμήχανος γκάνγκστερ δεν έμεινε πάνω από δύο μήνες στο κελί του. Δραπέτευσε για άλλη μια φορά χρησιμοποιώντας, κατά μια εκδοχή, ένα ψεύτικο όπλο που είχε φτιάξει σκαλίζοντας με ξυράφι ένα ξύλινο ράφι.
Οι ληστείες συνεχίστηκαν. Το ίδιο και οι συμπλοκές με την αστυνομία, με τον ίδιο να παίζει τη ζωή του κορόνα-γράμματα και τους διώκτες του να τον ακολουθούν διαρκώς χωρίς να καταφέρνουν να τον συλλάβουν. Μεταξύ άλλων, όταν παραβίασε και τον εθνικό νόμο περί κλοπής οχημάτων ταξιδεύοντας με ένα αυτοκίνητο που είχε αρπάξει από μια Πολιτεία σε άλλη, μπήκε και στο στόχαστρο του FBI.
Ενας άλλος άνθρωπος
Ομως, σε μια Αμερική που υπέφερε από τη φτώχεια, ένας άνδρας που με τόλμη και απερισκεψία τα έβαζε με το σύστημα, δηλαδή λήστευε τράπεζες και ταπείνωνε την αστυνομία και την κυβέρνηση, εύκολα αναδεικνυόταν στα μάτια των πολλών ως υπερήρωας, ως ένας σύγχρονος Ρομπέν των Δασών. Ετσι, ο Ντίλιντζερ, έχοντας ληστέψει περισσότερες από δέκα τράπεζες, απέκτησε τη δημοφιλία σταρ του Χόλιγουντ, με το κοινό να παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα τις περιπέτειές του μέσα από τις σελίδες των εφημερίδων.
Εκείνη την εποχή, και ενώ το πρόσωπό του είχε γίνει γνωστό σε όλες τις ΗΠA, o επικηρυγμένος γκάνγκστερ αποφάσισε να αλλάξει όψη ώστε να μην τον γνωρίζουν, αρχικά αφήνοντας μουστάκι και βάφοντας τα μαλλιά του και στη συνέχεια κάνοντας μια σειρά από πλαστικές επεμβάσεις. Την ίδια περίοδο έσβησε και τα δακτυλικά αποτυπώματά του χρησιμοποιώντας οξύ!
Προδότης έρωτας
Λίγο μετά, ο… νέος Τζον Ντίλιντζερ γνώρισε την Αννα Κουμπάνας (ή Αννα Σέιτζ) η οποία δραστηριοποιούνταν στον χώρο της πορνείας. Η σχέση τους (που κάποια στιγμή έγινε και ερωτική) και η εμπιστοσύνη που της έδειξε ήταν το μοιραίο λάθος του. Κινδυνεύοντας με απέλαση και προκειμένου να της ανανεώσουν την πράσινη κάρτα, η εκ Ρουμανίας Κουμπάνας δέχτηκε να τον προδώσει.
Οταν στις 22 Ιουλίου 1934 πήγε μαζί του και μαζί με μια ακόμη ερωμένη του, την Πόλι Χάμιλτον, να παρακολουθήσουν το «Manhattan Melodrama» με τον Κλαρκ Γκέιμπλ και τη Μίρνα Λόι στο Biograph Theater του Σικάγο, ειδοποίησε τους αστυνομικούς. Λέγεται πως για να τους εντοπίσουν εύκολα τους είχε πει πως θα φορούσε πορτοκαλί ρούχα, που τελικά κάτω από τα φώτα της αίθουσας φαίνονταν κόκκινα, γι’ αυτό και η Κουμπάνας έμεινε γνωστή ως «η γυναίκα με τα κόκκινα».
Ο Ντίλιντζερ άργησε να καταλάβει πως είχε πέσει σε παγίδα και αν και το προσπάθησε, αυτή τη φορά δεν κατάφερε να διαφύγει. Δέχθηκε τέσσερις σφαίρες, μια από τις οποίες πέρασε από το πίσω μέρος του λαιμού του, τρύπησε τον εγκέφαλό του και βγήκε κάτω από το δεξί του μάτι προκαλώντας τον θάνατό του. Κατά την κινηματογραφική συμπλοκή τραυματίστηκαν και περαστικοί. Ακολούθησαν σκηνές απερίγραπτες, καθώς αρκετοί από τους παρευρισκομένους σκούπιζαν με τα μαντίλια τους, κάποιοι και με τις εφημερίδες που κρατούσαν, το αίμα του που είχε τρέξει στον δρόμο για να το έχουν ενθύμιο!
Περισσότεροι από 15.000 θαυμαστές του πέρασαν από το νεκροτομείο για να δουν το πτώμα του και να του πουν το τελευταίο «αντίο». Ο Μέλβιν Πέρβις, ο αστυνομικός που τον σκότωσε, έγινε διάσημος. Eπειτα από αρκετά χρόνια, και αφού είχε παραιτηθεί από τη δουλειά του, χρησιμοποίησε το όπλο του για να βάλει τέλος στη ζωή του. Κατά μια άλλη, πιο πρόσφατη εκδοχή, αυτοπυροβολήθηκε κατά λάθος. Οσο για την Αννα Κουμπάνας, παρά τις διαβεβαιώσεις και τις υποσχέσεις, τελικά με απόφαση του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου απελάθηκε από τις ΗΠΑ. Εζησε την υπόλοιπη ζωή της στην Τιμισοάρα της Ρουμανίας.
Το 2019, ένας ανιψιός του Τζον Ντίλιντζερ ζήτησε άδεια για την εκταφή της σορού του. Θέλοντας ίσως να διαπιστώσει αν πράγματι ο ενταφιασμένος ήταν ο θείος του και όχι κάποιος άλλος, όπως έλεγαν οι φήμες. Ομως, αν και αρχικά η επιθυμία του φάνηκε να εισακούεται, η εκταφή τελικά δεν έγινε ποτέ. Οπότε το μυστήριο παραμένει.