Γεννήθηκε στη Βενετία, σε μια μικρή συνοικία με «άνδρες κερατάδες και γυναίκες πόρνες», όπως έλεγε ένα περιγραφικό τρίστιχο της εποχής. Υπήρξε τυχοδιώκτης, λιμπερτίνος, γόης, απατεώνας, χαρτοπαίκτης, κατάσκοπος, συγγραφέας, μεταφραστής της «Ιλιάδας» και πρότυπο γυναικοκατακτητή ανά τους αιώνες. Ψηλός και επιβλητικός, αν και όχι εντυπωσιακά όμορφος άνδρας, ο Τζιάκομο Καζανόβα (1725-1798) αποτελεί ένα από εκείνα τα κύρια ονόματα που προσωποποιούν σε τέτοιον βαθμό μια έννοια ώστε καταλήγουν ουσιαστικά. Εκτός από συνώνυμο της ακατάσχετης ερωτοτροπίας, θα τον χαρακτήριζαν και άλλες λέξεις, όπως γράφει ο ομότιμος καθηγητής Φιλολογίας του Χάρβαρντ Λίο Ντάμρος στην εξαίρετη πρόσφατη βιογραφία «Adventurer. The Life and Times of Giacomo Casanova» (εκδ. Yale University Press): «απιστία, αιμομιξία, απάτη, παιδοφιλία, βαριές σωματικές βλάβες και βιασμός» – ο Καζανόβα ήταν συνδυασμός πωρωμένου γκάνγκστερ και ανεξέλεγκτου ροκά πολύ πριν από την εμφάνισή τους τον 20ό αιώνα. Επιπλέον, όπως θα έκαναν κάποιοι από τους πιο διαβόητους επιγόνους του, φρόντισε να εξομολογηθεί τα πάντα στα απομνημονεύματά του. Η «Ιστορία της ζωής μου», γραμμένη στα γαλλικά, τη lingua franca της εποχής, κατέστησε το όνομά του διάσημο ήδη από τον 19o αιώνα. Θαυμαστές της υπήρξαν μεταξύ πολλών άλλων ο Σταντάλ, ο Στέφαν Τσβάιχ, ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, οι οποίοι εκτίμησαν τη γραφίδα ενός σχεδόν μυθιστορηματικού χαρακτήρα. Η Βενετία ήταν το Λας Βέγκας του 18ου αιώνα. Κύρια βιομηχανία της δεν ήταν πια το εμπόριο, αλλά η ψυχαγωγία και οι απολαύσεις – κυρίως οι απαγορευμένες. «Οι άνθρωποι δεν ικανοποιούνται με τον συνηθισμένο λιμπερτινισμό· βελτιώνουν και εκλεπτύνουν όλες τις ηδονές και βουτούν σε αυτές ως τον λαιμό» έγραφε το 1699 ο γάλλος περιηγητής Φρανσίς Μαξιμιλιέν Μισόν. Εκτός από τις εταίρες, η «βασίλισσα της Αδριατικής» είχε να επιδείξει εντυπωσιακά θέατρα, σπουδαία μουσική κουλτούρα και διακεκριμένους οίκους γνωστούς ως casini. Η χαρτοπαιξία επιτρεπόταν με αντίτιμο έναν φόρο που τροφοδοτούσε τα κρατικά έσοδα: στο Ριντότο, το κρατικό καζίνο της Γαληνότατης Δημοκρατίας, συνωστίζονταν μασκοφορεμένοι παίκτες, ευγενείς τραπεζίτες με ακάλυπτα πρόσωπα και χαρτοκλέφτες οι οποίοι στην αργκό της εποχής αποκαλούνταν «Ελληνες».
Ο κληρικός που έγινε ιερέας της ακολασίας
Από μια τέτοια πόλη ξεκίνησε στην εφηβεία του ο Τζιάκομο Καζανόβα. Γιος ζεύγους ηθοποιών, καταφρονεμένου επαγγέλματος, είχε προλάβει στο μεταξύ να ανακηρυχθεί διδάκτορας του αστικού και του εκκλησιαστικού Δικαίου από το φημισμένο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας, να χειροτονηθεί στην κατώτερη ιερατική βαθμίδα και να προβεί σε ένα πολλά υποσχόμενο πρώτο κήρυγμα. Αυτό όμως ήταν και το τέλος της εκκλησιαστικής του καριέρας, μια και ο δεκαπενταετής κήρυκας προσήλθε στο δεύτερο εν ευθυμία ύστερα από ένα γεύμα, έχοντας ξεχάσει ό,τι είχε απομνημονεύσει, και προκειμένου να γλιτώσει τον εξευτελισμό έπεσε από τον άμβωνα. Μια δεύτερη απόπειρα έπειτα από τρία χρόνια, όταν η μητέρα του πέτυχε τον διορισμό του στην υπηρεσία ενός επισκόπου στη φτωχική Καλαβρία, απέτυχε όταν ο Τζιάκομο είδε το μέρος, έφριξε και τρεις ημέρες μετά ζήτησε από τον προϊστάμενό του απαλλαγή. Χορηγώντας του συστατικές επιστολές για τη Ρώμη, ο επίσκοπος έθεσε τα θεμέλια του πρώτου σταθμού της σταδιοδρομίας του φιλόδοξου νέου. Οι συστάσεις τού εξασφάλισαν μια θέση γραμματέα υπό τον καρδινάλιο Ακουαβίβα, πρέσβη της Ισπανίας στην παπική αυλή. Ομως, οι ευοίωνες προοπτικές έσβησαν όταν (όπως ισχυρίζεται ο ίδιος) βοήθησε την κόρη του καθηγητή του των γαλλικών να το σκάσει με τον εραστή της ή (όπως λένε άλλοι) απήγαγε την κόρη ενός ανιψιού του Πάπα. Η τύχη όμως θα ευνοούσε τον Καζανόβα στη Βενετία το 1746. Ενα χαμένο γράμμα που θα παρέδιδε στον αριστοκράτη Ματέο Μπραγκαντίν τη στιγμή ακριβώς ενός ισχαιμικού επεισοδίου, η απόρριψη μιας θεραπείας αφαίμαξης και εφίδρωσης, η ανάρρωση του ασθενούς θα του εξασφάλιζαν τη βαθιά ευγνωμοσύνη του. Εκτοτε, ο Μπραγκαντίν προστάτευε τον Καζανόβα σαν παιδί του παρέχοντάς του την οικονομική άνεση να περιηγείται την Ιταλία. Τυχοδιώκτες σαν τον Καζανόβα δεν ήταν διόλου ασυνήθιστοι στην Ευρώπη του 18ου αιώνα. Φιγούρες που εμφανίζονταν ξαφνικά, κατέλυαν σε μια πόλη με την (υποτιθέμενη) ευγενή καταγωγή και το (απαραίτητο) πνεύμα τους, επιζητώντας την επικερδή με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ανάμειξή τους με την τοπική αριστοκρατία κατά τον τρόπο του κόμη Μοντεχρίστου που ο Αλέξανδρος Δουμάς περιγράφει στο ομώνυμο μυθιστόρημά του, ήταν φαινόμενο που σκανδάλιζε αλλά δεν εξέπληττε την κοινωνία. «Γούνες, δαχτυλίδια με διαμάντια μεγάλης αξίας, χρυσές αλυσίδες, μενταγιόν και αδαμαντοποίκιλτες ταμπακέρες ή ρολόγια», συχνά ψεύτικα, ήταν τα απαραίτητα αξεσουάρ τους. Ακροάσεις από ηγεμόνες, επισκέψεις σε σαλόνια κυριών, χοροί μεταμφιεσμένων, γεύματα πολλών πιάτων ήταν το πεδίο δράσης τους. Κατά καιρούς «κόμης Φαρούσι» ή «ιππότης ντε Σαγκάλ», ο Τζιάκομο υπήρξε εξέχον μέλος αυτής της συντροφιάς. Ηδη από την πρώτη του εξόρμηση στη Γαλλία, το 1750, είχε γίνει τέκτονας, αποκτώντας πρόσβαση σε ένα διεθνές δίκτυο επαφών. Στη διεθνή καριέρα, όμως, οδηγήθηκε οριστικά το 1756, όταν, έχοντας καταγγελθεί για «κατάλυση κρέατος την Παρασκευή» και «ύβρεις κατά του Διαβόλου όταν έχανε στα χαρτιά», φυλακίστηκε για 15 μήνες στο δεσμωτήριο του Ανακτόρου των Δόγηδων, από το οποίο δεν είχε δραπετεύσει ποτέ κανείς. Ο Καζανόβα οργάνωσε μια μυθιστορηματική απόδραση, πρώτα σκάβοντας κάτω από το πάτωμα του κελιού του και έπειτα, όταν κατά τύχη αυτό έγινε αντιληπτό, τρυπώντας τη μολύβδινη στέγη.
Σεξ, ψέµατα και αριθµολογία
Κατάφερε να φτάσει στο Παρίσι, όπου είχε γνωστούς από την προηγούμενή του διαμονή, και αποφάσισε στο εξής να είναι ένας χαμαιλέοντας που θα υιοθετούσε «τα χρώματα αυτών που ήταν αναγκαίο να ευχαριστήσω». Πάτρονάς του έγινε ο καρδινάλιος και διπλωμάτης από την αυλή του Λουδοβίκου ΙΕ’, Φρανσουά-Ζοακίμ ντε Πιερ ντε Μπερνί. Πρώην πρέσβης της Γαλλίας στη Βενετία, ήταν ο τρίτος άνθρωπος σε έναν προηγούμενο δεσμό του Τζιάκομο με μια βενετή πατρικία κλεισμένη σε μοναστήρι – η οποία ταυτόχρονα διατηρούσε προσωπικά δώματα σε καζίνο όπου συναντούσε τους εκλεκτούς της προς τέρψιν του ηδονοβλεψία καρδιναλίου. Στην υπηρεσία του ο Καζανόβα ανέλαβε ποικίλες αποστολές ως μυστικός πράκτορας και οικονομικός ενδιάμεσος της γαλλικής κυβέρνησης. Εύπορος αρχικά, άπορος στη συνέχεια, περιπλανήθηκε στη Γερμανία, στη Γαλλία, στην Ιταλία, στην Ελβετία, στη Ρωσία, στην Πολωνία, στην Αυστρία, στην Ισπανία διανύοντας συνολικά στα ταξίδια του περίπου 65.000 χιλιόμετρα. Εκδιώχθηκε από τη Φλωρεντία και το Λονδίνο εξαιτίας πλαστογραφιών. Γνώστης της αριθμολογίας, έφτιαχνε ωροσκόπια, άφηνε να εννοηθεί ότι ήταν μέγας μάγος και αλχημιστής: με ένα ασύλληπτο τέχνασμα που περιλάμβανε σεξ και αχαλίνωτους αποκρυφιστικούς τσαρλατανισμούς θα αποσπούσε τεράστια ποσά από την εύπιστη πλούσια μαρκησία Ντ’ Ιρφέ το 1762. Μπορούσε όμως να πέσει κι εκείνος θύμα άλλων επιτηδείων: την επόμενη χρονιά στο Λονδίνο η Μαριάν ντε Σαρπιγιόν, με την κατάλληλη ενορχήστρωση της μητέρας της, του υποσχόταν για μήνες τα θέλγητρά της με αντάλλαγμα δώρα και χρηματικές παροχές. Η εκδίκηση του Καζανόβα ήταν να μάθει σε έναν παπαγάλο να επαναλαμβάνει αδιάκοπα τη φράση «Η μις Σαρπιγιόν είναι πιο π… από τη μητέρα της» και να στείλει τον υπηρέτη του να γυρίζει με αυτόν στους δρόμους της πόλης διαθέτοντάς τον δήθεν προς πώληση για το εξωφρενικό τότε ποσό των 50 λιρών. Σε ταξίδια και επισκέψεις, μέγαρα και βίλες, κοιτώνες και άμαξες, εκδρομές και κήπους, τα ερωτικά επεισόδια του Καζανόβα είναι λεγεώνα. Ματιές, κινήσεις, συζητήσεις, καλυμμένες προτάσεις, κορδόνια που λύνονται, κουμπιά που ξεκουμπώνονται, ρούχα που αφαιρούνται αφθονούν. Παρθένες, σύζυγοι, ερωμένες άλλων αποτελούν εξίσου νόμιμους στόχους. Την Κ. Κ. διαδέχεται η Μ. Μ., τη Μαντάμ Χ. η Μαντάμ Ζ. Η Εστέρ τον κάνει να ξεχνά τη Μανόν, η Μαριάν την Πολίν. Το ιδανικό του είναι να σώζει γυναίκες από δύσκολες καταστάσεις – και μετά να κοιμάται μαζί τους. Τα σεξουαλικά νοσήματα δεν είναι πρόβλημα: χάρη στην τύχη και στα γιατροσόφια της εποχής αποφεύγει τη σύφιλη και υπομένει τις τακτικές γονόρροιες. Η ηλικία δεν είναι πρόβλημα: όριο δεν προβλεπόταν από τον νόμο και ο Καζανόβα έλκεται τακτικά από ενδεκάχρονες ή δωδεκάχρονες. Σε μια αξιομνημόνευτη περίπτωση προσελκύεται από έναν καστράτο για να ανακαλύψει ότι πρόκειται για κοπέλα που παριστάνει το ευνουχισμένο αγόρι. Περιγράφει τουλάχιστον ένα υποτιθέμενο επεισόδιο αιμομιξίας – και κάμποσα ομοφυλοφιλικών επαφών. Για να ξελογιάσει τη σύζυγο του βαρόνου φον Ρολ υποδύεται τον σερβιτόρο. Ενας υψηλόβαθμος οθωμανός αξιωματούχος τού προσφέρει την κόρη του και τη δυνατότητα λαμπρής καριέρας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Μια βενετή αριστοκράτισσα, η Αντριάνα Φοσκαρίνι, σύζυγος πλοιάρχου του ναυτικού της Βενετίας και από τις ελάχιστες ερωμένες του που ταυτίζονται με ακρίβεια, καθώς κατά κανόνα επινοεί ψευδώνυμα, του δίνεται στην Κέρκυρα. Περνά μια νύχτα με τη σύζυγο του δημάρχου της Κολωνίας. Για τρία χρόνια στο Παρίσι είναι αρραβωνιασμένος με τη 17χρονη Μανόν Μπαλετί, κόρη φιλικής του οικογένειας. Στην Πάρμα συζεί για τρεις μήνες με μια «Ενριέτ», γαλλίδα ευγενή που έχει διαφύγει από τον σύζυγό της ο οποίος την κακοποιούσε. Θα είναι ίσως η μοναδική σχέση που θα τον σημαδέψει – γιατί τον εγκαταλείπει εκείνη.
Ισορροπώντας µεταξύ µύθου και πραγµατικότητας
Πόσο αξιόπιστα είναι όλα αυτά; Εξαρτάται. Επεισόδια όπως η διπλή σεξουαλική συνεύρεση το 1757 κατά την παρακολούθηση από ένα μπαλκόνι της δημόσιας εκτέλεσης διά διαμελισμού του Ρομπέρ Φρανσουά Νταμιέν, επίδοξου δολοφόνου του Λουδοβίκου ΙΕ’, πρέπει να αποκλειστούν. Ο Καζανόβα για λόγους επίδειξης διατεινόταν ότι ήταν παρών σε διάφορα μείζονα γεγονότα, συνέδεε τον εαυτό του με πρόσωπα που είχε συναναστραφεί φευγαλέα – ή και καθόλου. Η συνάντησή του με τον Ζαν-Ζακ Ρουσό είναι κατασκευασμένη. Η επίσκεψή του στον Βολταίρο αληθινή («εδώ και είκοσι χρόνια, κύριε, υπήρξα μαθητής σας» – «τιμήστε με με άλλα είκοσι χρόνια μαθητείας και μετά προσκομίστε μου τα δίδακτρα»). Είναι γεγονός ότι γνώρισε τον Φρειδερίκο Β’, τη Μεγάλη Αικατερίνη της Ρωσίας, τον άγγλο διανοούμενο Σάμιουελ Τζόνσον. Πολλά από όσα αφηγείται πράγματι τεκμηριώνονται. Ολα ωστόσο παρουσιάζονται από τη δική του οπτική γωνία – και ο φακός μπορεί ενίοτε να είναι παραμορφωτικός. Η περίπτωση μιας νεαρής μοναχής που συναντά στο Εξ-λε-Μπαν είναι χαρακτηριστική: η φυγή της μαζί του είναι οικειοθελής, η συνεύρεση ενώ εκείνη κοιμάται ισοδυναμεί με βιασμό. Ο Καζανόβα περιγράφει την περίσταση ως φυσιολογική, χωρίς καμία τύψη ή αναστολή.
Πέρα όμως από τον ίδιο υπάρχει η ιστορία της ζωής του. Τα ομώνυμα απομνημονεύματα που συνέγραψε τη δεκαετία του 1790, έχοντας πρώτα επιστρέψει στη Βενετία, συνεργαστεί με τις Αρχές ως πληροφοριοδότης και έπειτα φύγει πάλι και αποσυρθεί στο Ντουξ της Βοημίας ως λόγιος βιβλιοθηκάριος του κόμη Βάλντσταϊν, εκτός από εκπληκτικό ανάγνωσμα αντάξιο πικαρικού μυθιστορήματος αποτελούν και πλατιά τοιχογραφία των ηθών, των νοοτροπιών, του πολιτισμού της εποχής. Ενδύματα, εδέσματα, τεχνικές, πρακτικές, φιλοσοφικές ιδέες, επιστημονικές ανακαλύψεις περνούν μέσα από τις κάπου 3.600 σελίδες του βιβλίου. Και παρά το ότι γράφεται σε μια ηλικία απογοήτευσης, το έργο είναι τελικά ένας πανηγυρικός της ίδιας της ζωής: «Αγάπησα, αγαπήθηκα, απέκτησα πολλά χρήματα και τα ξόδεψα· ήμουν ευτυχισμένος και το έλεγα στον εαυτό μου γελώντας με τους ανόητους μοραλιστές που ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει ευτυχία στη Γη». Η ευτυχία που επικαλείται, βέβαια, ταυτίζεται με την απόλαυση των αισθήσεων – στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτών ενός άνδρα που χειραγωγούσε συστηματικά τις γυναίκες, ιδιαίτερα εκείνες των κατώτερών του τάξεων, και δεν έδειξε ποτέ κανένα ενδιαφέρον για τα παιδιά που απέκτησε. Από την άλλη, επρόκειτο για ένα πρόσωπο που σε όλη του τη ζωή υποδυόταν ρόλους: ήταν «ένας άνθρωπος που φορούσε μάσκες» συμπεραίνει ο Λίο Ντάμρος. Ανέστιος ηδονοθήρας στη νεανική του ηλικία, αριστοτέχνης απατεώνας στην ωριμότητά του, ικανός συνομιλητής λογίων στα γεράματά του, ο Τζιάκομο Καζανόβα κατέκτησε κάτι που επιθυμούσε σφοδρά αλλά δεν περίμενε ποτέ – την αιωνιότητα.