Τρεις διαφορετικού ύφους αφηγήσεις κατορθώνει να συνυφάνει στο ωραίο μυθιστόρημά του με τίτλο «Το φοβερό βιβλίο» ο αμερικανός συγγραφέας Τζέισον Μοτ. O 45χρονος από τη Βόρεια Καρολίνα μιλάει στο πόνημά του για τον ρατσισμό και την αστυνομική βία κατά των μαύρων στις ΗΠΑ, σατιρίζοντας παράλληλα τη ζωή των διάσημων γραφιάδων, και χάρη στην ευφάνταστη προσέγγισή του τιμήθηκε για αυτό του το βιβλίο το 2021 με το φημισμένο National Book Award for Fiction (κέρδισε επίσης το Sir Walter Raleigh Prize for Fiction, ενώ ήταν φιναλίστ για το λογοτεχνικό βραβείο Joyce Carol Oates). Aξίζει να σημειωθεί ότι σπούδασε δημιουργική γραφή και έκανε το μεταπτυχιακό του στην ποίηση στο Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας στο Γουίλμινγκτον. Το πρώτο του μυθιστόρημα, με τίτλο «The Returned», έγινε μπεστ σέλερ στην Αμερική και μεταφέρθηκε στη μικρή οθόνη. Πεζά και ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί σε πολλά έγκριτα λογοτεχνικά έντυπα.

 

Τα τελευταία χρόνια όλοι περιµένουν από τους µαύρους συγγραφείς στις ΗΠΑ να παράγουν µόνο βιβλία που περιγράφουν την εµπειρία της αφροαµερικανικής κοινότητας. Eχετε νιώσει ποτέ αυτό το βάρος; Εχετε καταφέρει να αποστασιοποιηθείτε από τις προσδοκίες των άλλων;

«Πράγματι, υπάρχει μια σχεδόν αναπόφευκτη συνέπεια του να είσαι συγγραφέας που ανήκει σε κάποια μειονότητα οποιασδήποτε κοινωνίας: συχνά ο ρόλος σου υποβιβάζεται στο να χρησιμοποιείς την τέχνη σου για να μιλήσεις για την εμπειρία της μειονότητάς σου αντί να σου δοθεί η ελευθερία να μιλήσεις για θέματα εκτός αυτής. Είναι κάτι που διαπερνά όχι μόνο το αμερικανικό λογοτεχνικό τοπίο, αλλά και το παγκόσμιο τοπίο. Οι κοινωνίες συχνά προτιμούν να λειτουργούν τα μέλη των μειονοτήτων ή οι άλλοι «αουτσάιντερ» ως κάποιου είδους κοινωνική συνείδηση. Προσωπικά, τείνω να μετατοπίζομαι μεταξύ της προθυμίας μου να κάνω αυτό που αναμένεται από εμένα και της επιθυμίας μου να κάνω το απροσδόκητο. Eτσι, υπάρχουν στιγμές στην καριέρα μου και στη ζωή μου που έχω υπάρξει και στις δύο πλευρές».

Το «Hell of a Βook» κυκλοφορεί στη χώρα µας ως «Το φοβερό βιβλίο» και ο ελληνικός τίτλος αποδεικνύεται πολύ εύστοχος, καθώς ο φόβος είναι βασικό συστατικό του µυθιστορήµατός σας – σε πολλές µορφές του, µάλιστα. Εσείς τι είδους φόβο είχατε να αντιµετωπίσετε περισσότερο στη ζωή σας;

«Αντιμετωπίζω πολλούς φόβους, όπως κάνουμε οι περισσότεροι από εμάς. Ο πιο επίμονος και διάχυτος φόβος που έχω σχετίζεται απλώς με το ότι είμαι παρείσακτος στην κοινωνία όπου ζω και αυτό μπορεί να οδηγήσει σε κάποιου είδους σωματική βλάβη. Φοβάμαι να με κρίνουν από την εμφάνισή μου περισσότερο παρά από τις πράξεις μου ή την τέχνη μου. Εν ολίγοις: φοβάμαι να καταλήξω να θεωρούμαι μια καρικατούρα της ύπαρξής μου».

Ο Νίκολας Κέιτζ αναφέρεται αρκετές φορές στο βιβλίο σας. Τι είναι αυτό που σας αρέσει σε αυτόν τον ηθοποιό;

«Είμαι θαυμαστής του Κέιτζ όλη μου τη ζωή. Θα μπορούσα να μιλήσω εκτενώς για το γιατί μου αρέσει, αλλά θα προσπαθήσω να δώσω μια συνοπτική απάντηση. Προσωπικά, αισθάνομαι ότι είναι εξαιρετικός ηθοποιός και, ακόμη περισσότερο, είναι κάποιος που αισθάνεται άνετα να ακολουθεί τον δικό του δρόμο στη ζωή. Μοιάζει να παίρνει αποφάσεις με βάση το τι θέλει να κάνει ο ίδιος και τι επιθυμεί να κάνει στην τέχνη του. Αντιστέκεται στην πίεση της προσδοκίας και χτίζει μια ζωή για την οποία νιώθει περήφανος. Δεν αρκείται στη βολή και στην ασφάλειά του. Προσωπικά, πιστεύω ότι όλοι θα μπορούσαμε να μάθουμε από αυτό».

Το βιβλίο σας τιµήθηκε µε το περίβλεπτο National Book Award for Fiction. Πώς νιώθετε για αυτό και για τα βραβεία γενικότερα;

«Η κατάκτηση του βραβείου ήταν καταπληκτική, ήταν μια μεγάλη τιμή. Οσον αφορά τα βραβεία γενικά, νομίζω ότι είναι δίκοπο μαχαίρι. Δεν πρέπει ποτέ να αποτελούν κίνητρο για τους καλλιτέχνες. Οι καλλιτέχνες δεν πρέπει ποτέ να κυνηγούν τα βραβεία και δεν θα πρέπει να ορίζουν την προσωπική τους αξία με γνώμονα το αν θα κερδίσουν ή όχι βραβεία. Και όμως, την ίδια στιγμή, τα βραβεία μπορούν μερικές φορές να χρησιμεύσουν για να τραβήξουν την προσοχή σε καλλιτέχνες και φωνές που διαφορετικά θα μπορούσαν να περάσουν απαρατήρητοι. Νομίζω πως το καλύτερο πράγμα που κάνουν τα βραβεία είναι ότι βοηθούν να στραφούν τα φώτα της δημοσιότητας σε έργα που διαφορετικά δεν θα έμπαιναν στο επίκεντρο της προσοχής».

Αφιερώσατε το βραβείο σας «σε όλα τα άλλα τρελά παιδιά, σε όλους τους outsiders, τους περίεργους, τους εκφοβισµένους, αυτούς που δεν είχαν άλλη επιλογή από το να παρεξηγηθούν από τον κόσµο και από τους γύρω τους… Αυτό το βραβείο είναι αφιερωµένο σε αυτούς που, παρ’ όλα αυτά, αρνούνται να ξεπεράσουν τη φαντασία τους, αρνούνται να εγκαταλείψουν τα όνειρά τους και αρνούνται να αρνηθούν, να µειώσουν την ταυτότητά τους ή την αλήθεια ή τους έρωτές τους. Σε αντίθεση µε πολλούς άλλους» και η ευχαριστήρια οµιλία σας έγινε viral. Το περιµένατε;

«Οχι. Δεν είμαι τεράστιος φαν των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, οπότε όταν η ομιλία άρχισε να διακινείται στο Διαδίκτυο, εξεπλάγην πολύ».

Μερικά από τα πιο διασκεδαστικά αποσπάσµατα του βιβλίου σας αποτελούν σάτιρα της ζωής του συγγραφέα, µε τους image makers, τους ατζέντηδες, τις συνεντεύξεις και τις γεµάτες ευτράπελα δηµόσιες αναγνώσεις. Θέλατε να δείξετε ότι η ζωή των επιτυχηµένων συγγραφέων δεν είναι αυτή που νοµίζουν οι αναγνώστες, σωστά;

«Οπωσδήποτε. Ενα μεγάλο μέρος του βιβλίου παίζει με τη ρομαντική εικόνα που οι άνθρωποι έχουν για τη ζωή του συγγραφέα. Είναι μια πολύ περίεργη βιομηχανία αυτή του βιβλίου και μια πολύ περίεργη τέχνη η τέχνη της συγγραφής. Οι άνθρωποι συχνά φαντάζονται κάπως τα πράγματα, αλλά η πραγματικότητα μπορεί να είναι πολύ-πολύ διαφορετική. Και ήθελα να το δείξω αυτό όσο πιο έντονα μπορούσα».

Ποια είναι η καλύτερη συµβουλή που σας έχουν δώσει;

«Ενας από τους μέντορές μου κάποτε μου είπε «απλώς προσπάθησε να είσαι συνεπής». Αυτή είναι μακράν η καλύτερη συμβουλή που πήρα ποτέ. Το σχόλιό του επικεντρώθηκε στην ιδέα ότι ένας συγγραφέας χρειάζεται να γράφει καθημερινά για χρόνια προκειμένου να εξελιχθεί. Πρέπει να έχει ένα σταθερό πρόγραμμα εξάσκησης και εκτέλεσης της τέχνης τους. Πήρα στα σοβαρά τα λόγια του και πιστεύω ότι αποτελούν το θεμέλιο της καριέρας μου».

Σε ποιο βιβλίο ή ποια βιβλία επιστρέφετε πιο συχνά;

«Υπάρχουν δύο βιβλία στα οποία ανατρέχω πιο συχνά: το «Grendel» του Τζον Γκάρντνερ και «Ο άρχοντας των μυγών» του Γουίλιαμ Γκόλντινγκ. Αυτά τα βιβλία είναι μαζί μου από τα εφηβικά μου χρόνια και εξακολουθώ να βρίσκω αξία σε αυτά και να μπορώ να μαθαίνω για την τέχνη της γραφής κάθε φορά που τα ξαναδιαβάζω».

Νιώθετε ενοχές για τα κλασικά µυθιστορήµατα που δεν έχετε διαβάσει;

«Δεν είμαι σίγουρος ότι νιώθω ενοχή που δεν διάβασα πολλά από τα βιβλία τα οποία θεωρούνται κλασικά. Νομίζω ότι υπάρχουν πάρα πολλά κλασικά για να μπορέσω να τα διαβάσω όλα. Αλλά θα παραδεχτώ ότι συνεχίζω να θέλω να διαβάσω το μυθιστόρημα «Η βουή και η μανία» του Φόκνερ. Νιώθω ότι δεν είμαι τόσο εξοικειωμένος με το έργο του Φόκνερ όσο θα έπρεπε και υποθέτω ότι, ως συγγραφέας του Νότου, νιώθω λίγες ενοχές για αυτό».

Ποια είναι η σχέση σας µε τη σύγχρονη ποπ κουλτούρα;

«Είμαι μεγάλος θαυμαστής της ποπ κουλτούρας. Μεγάλωσα ως λάτρης των κόμικς, επομένως είμαι fan αυτής της τέχνης. Μερικοί από τους αγαπημένους μου καλλιτέχνες είναι ο Μπάρι Ουίνδσορ-Σμιθ, ο Ανταμ Κούμπερτ και ο Ολιβιέ Κουαπέλ. Νιώθω ότι η τέχνη των κόμικς υποτιμάται κατάφωρα, αλλά έχει αρχίσει να αποκτά το κύρος που άξιζε τόσον καιρό. Οσον αφορά το σινεμά ή την τηλεόραση, είμαι φανατικός θαυμαστής του Νικ Κέιτζ, προφανώς, το είπαμε ήδη αυτό, και των αδελφών Κόεν, οι οποίοι, ως σκηνοθέτες, νομίζω ότι έχουν κάνει καταπληκτικά πράγματα με την αφήγηση. Τέλος, είμαι φανατικός θαυμαστής του «Star Trek», οπότε απολαμβάνω ό,τι καινούργιο υπάρξει ως προσθήκη σε αυτό το σύμπαν».