Αν μια μέρα πέσεις πάνω στον Τζέιμς Φράνκο σε κάποια γωνιά της Αθήνας, δεν θα πρέπει να τρίψεις τα μάτια σου για να σιγουρευτείς ότι βλέπεις καλά– βέβαια, η διά ζώσης επαφή με έναν αστέρα του κινηματογράφου συνιστά πάντα ένα μικρό σοκ. Ο Φράνκο έρχεται συχνά στην Ελλάδα μαζί με τη σύντροφό του των τελευταίων χρόνων, την ηθοποιό, μοντέλο και σκηνοθέτρια Ιζαμπελ Πάκζαντ, η οποία συνδέεται με έναν τρόπο με τη χώρα μας.
«Αγαπώ πολύ την Ελλάδα. Εχω αναπτύξει μια προσωπική σύνδεση. Ερχομαι κάθε χρόνο με τη φίλη μου, οι παππούδες της μένουν στη Γλυφάδα». Ο λόγος που μιλάμε, σε μια διαδικτυακή συνάντηση όπου εμφανίζεται αγουροξυπνημένος στην οθόνη (είναι 8 το πρωί στο Λος Αντζελες) και με πούρο στο χέρι, δεν αφορά τη γνωστή σε όλους ιδιότητά του, αυτή του ηθοποιού και σκηνοθέτη.
Ο πολυσχιδής Φράνκο είναι και εικαστικός (όπως και συγγραφέας και μουσικός) και δηλώνει ενθουσιασμένος που παρουσιάζει αυτή την περίοδο στην αθηναϊκή γκαλερί The Breeder την έκθεση με τίτλο «Dreams, Fame and the Savage», τη νέα του δουλειά. Την έχει δημιουργήσει από κοινού με τον Κέιλουπ Λίνζι, ο οποίος, αν και διεθνώς αναγνωρισμένος ως εικαστικός, δεν μπορεί βεβαίως να φτάσει επ’ ουδενί τη φήμη του Φράνκο, και είναι ο πιο ενθουσιώδης ομιλητής σε αυτή την από κοινού διαδικτυακή συνάντηση – ο ίδιος βρίσκεται στην Τάλσα της Οκλαχόμα.
Η Νάντια Γεραζούνη, διευθύντρια της γκαλερί The Breeder, είναι εκείνη που τους παρότρυνε να παρουσιάσουν μαζί τη δουλειά τους σε μια έκθεση για πρώτη φορά (είχε επισημάνει στον Φράνκο ήδη από το 2009 ότι θα ταίριαζαν καλλιτεχνικά με τον Λίνζι, αφότου τον είχαν δει σε μια περφόρμανς σε πάρτι στο περιθώριο της Art Basel στο Miami Beach). Ο μεν Λίνζι είχε παρουσιάσει έργα του σε ατομική έκθεση στην γκαλερί το 2009 (και είχε συμμετάσχει στη 2η Μπιενάλε της Αθήνας, «Heaven», την ίδια χρονιά), ενώ επρόκειτο να δείξει δουλειά του και το 2020, όμως η COVID-19 είχε άλλα σχέδια και το εγχείρημα δεν ευοδώθηκε.
Ο δε Φράνκο, παρών στην Αθήνα, όπως θα πει, για γυρίσματα της τηλεοπτικής σειράς «Karantina» (2024-) του Αντι Χάσακ (με την Αθήνα να «ποζάρει» ως Λίβανος), επανασυνδέθηκε με τη Νάντια Γεραζούνη και άρχισαν να συζητούν την πιθανότητα μιας έκθεσης με τα εικαστικά έργα του Φράνκο. «Μιλώντας, συνειδητοποίησα ότι ο Κέιλουπ, με τον οποίο έχουμε κάνει παλαιότερα πολλά live και μουσικές συνέργειες, αλλά είχαμε στο μεταξύ χαθεί, είχε συνεργαστεί με την γκαλερί. Ηταν μια τρελή σύμπτωση ότι «συναντιόμασταν» έπειτα από καιρό με έναν τρόπο στην Ελλάδα, γιατί ήδη κάναμε συζητήσεις για μια πιθανή συνεργασία. Ηταν σαν να είχαμε ανοιχτούς λογαριασμούς, οπότε είπα: «Eντάξει, είναι γραφτό να γίνει αυτή η έκθεση»» θα εξηγήσει ο Φράνκο.
Meta-σαπουνόπερες
Φράνκο και Λίνζι πρωτοσυναντήθηκαν το 2009 στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια στη Νέα Υόρκη, όπου ο Λίνζι έδινε μια διάλεξη για τη δουλειά του και ο Φράνκο, με κινηματογραφικές επιτυχίες όπως το «Milk» (2008) στο ενεργητικό του, ήταν στο ακροατήριο. Γνωστός για την ακόρεστη δίψα του για μάθηση και με την κινηματογραφική καριέρα του σε πλήρη άνθηση, ο Φράνκο ήταν τότε φοιτητής στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα (MFA) Δημιουργικής Γραφής της Σχολής, σε μια περίοδο κατά την οποία είχε εγγραφεί ταυτόχρονα σε άλλα τρία εκπαιδευτικά ιδρύματα: το Πανεπιστήμιο Νέας Υόρκης, το Brooklyn College, το Warren Wilson College στη Βόρεια Καρολίνα, όπου σπούδαζε σκηνοθεσία, μυθοπλασία και ποίηση, αντίστοιχα.
«Εντυπωσιάστηκα. Το βρήκα φοβερό ότι δημιουργούσε τις δικές του σαπουνόπερες και μιλούσε για πράγματα που δεν θα τολμούσε να αγγίξει μια παραδοσιακή σαπουνόπερα. Στην πορεία με εντυπωσίασε το πόσα κοινά ενδιαφέροντα μοιραζόμασταν και το πώς δουλεύαμε με παρόμοιες προσεγγίσεις, αν και προερχόμασταν από διαφορετικές πλευρές του φάσματος της καλλιτεχνικής και ψυχαγωγικής βιομηχανίας. Τελικά, οι διαδρομές μας πάντα συναντιούνταν κάπου στη μέση, δημιουργώντας έναν δημιουργικό διάλογο που ήταν πραγματικά ξεχωριστός» θα πει ο Φράνκο.
Σε αυτή τη διάλεξη, ο Λίνζι είχε εκφράσει μεγαλόφωνα τη διαχρονική του επιθυμία να παίξει σε μια κανονική, mainstream σαπουνόπερα και όχι μόνο σε εκείνες που ενορχηστρώνει ο ίδιος. Αλλωστε, η δημιουργική του πορεία είχε προκύψει λίγο από ανάγκη, διά της εις άτοπον απαγωγής. Ενας μαύρος, queer, με προφορά από τον αμερικανικό Νότο καθότι γεννημένος και μεγαλωμένος στην Πολιτεία της Φλόριντα, δεν είχε ελπίδες να βρει μια θέση στις ως επί το πλείστον φυλετικά «καθαρές» σαπουνόπερες, κι ας ήταν ένας διαχρονικός τηλεθεατής τους.
«Μεγάλωσα με σαπουνόπερες, μια παράδοση που ξεκίνησε από την προγιαγιά μου, η οποία άκουγε τo «Guiding Light»στο ραδιόφωνο τη δεκαετία του 1930. Η αγάπη αυτή πέρασε στη γιαγιά μου, η οποία, παρόλο που ήταν κωφή, παρακολουθούσε τις σειρές αυτές στην τηλεόραση διαβάζοντας τα χείλη. Στο γυμνάσιο, επειδή ήθελα να γίνω performer αλλά η προφορά μου μού στερούσε ρόλους στο θέατρο, άρχισα να υποδύομαι ιστορίες από σαπουνόπερες και να φτιάχνω βίντεο με εξαδέλφους μου, χρησιμοποιώντας μια βιντεοκάμερα.
Κάνοντας τις φωνές μόνος μου και συνδυάζοντας το lip-sync, ντουμπλάροντας δηλαδή άνδρες και γυναίκες διαφορετικών φυλών, δημιούργησα έναν μοναδικό καλλιτεχνικό κόσμο με μελοδραματική δομή» θα εξηγήσει ο Λίνζι. Η δύναμη αυτού του ακατέργαστου, DIY κόσμου με τις κακοφορεμένες περούκες πάνω στο αξύριστο πρόσωπο ως παρωδία η οποία αμφισβητεί την εξουσία που σχετίζεται με το φύλο και τη σεξουαλικότητα ήταν που αφόπλισε τον Φράνκο. Λίγους μήνες μετά επανήλθε για να του προτείνει να συμμετάσχει στην τηλεοπτική σειρά «General Hospital» (1963-), τη μακροβιότερη ενεργή σαπουνόπερα της αμερικανικής τηλεόρασης.
Ο ίδιος είχε ήδη έναν ρόλο αφότου είχε επικοινωνήσει με την παραγωγή και είχε ζητήσει να εμφανιστεί στη σειρά. «Το έβλεπα ως ένα πείραμα, ένα είδος καλλιτεχνικής περφόρμανς» θα εξηγήσει ο Φράνκο. «Ενθουσιάστηκαν, μου πρότειναν μάλιστα να γράψω κιόλας, αν ήθελα, για τη σειρά. Εγώ τους είπα ότι θα ήθελα να ενσαρκώσω έναν χαρακτήρα που να είναι τρελός και καλλιτέχνης. Του έδωσαν το όνομά μου: Φράνκο. Θεωρήθηκε κάτι πολύ ασυνήθιστο: «Μα γιατί συμμετέχει ο Τζέιμς Φράνκο σε σαπουνόπερα και έχει έναν ρόλο που φέρει το όνομά του;» αναρωτιόταν ο κόσμος. Θεωρήθηκε πολύ «meta». Και το «General Hospital» άρχισε να λαμβάνει κριτικές από τον mainstream Τύπο, όχι μόνο από τα περιοδικά που γράφουν για σαπουνόπερες». Ο Φράνκο συμμετείχε στο χτίσιμο του χαρακτήρα Φράνκο (Μπάλντουιν), ενός multi-media artist και serial killer, και τον ενσάρκωσε από το 2009 ως το 2012, εμφανιζόμενος σποραδικά ως guest star.
O Λίνζι εμφανίστηκε μαζί του σε τέσσερα επεισόδια της σειράς.

Στιγμιότυπο από το βίντεο «The Real Housewives in Tulsa». Photography Shane Brown
Το όνειρο που γίνεται εφιάλτης
Στην γκαλερί The Breeder θα παρουσιάσουν για πρώτη φορά έργα που δημιουργήθηκαν από κοινού αλλά και ατομική τους δουλειά, που αφορά ζωγραφικά τους έργα. Στο επίκεντρό βρίσκεται το «The Real Housewives in Tulsa», ένα 38λεπτο βίντεο που γύρισαν μαζί και υιοθετεί την αισθητική της ριάλιτι τηλεόρασης για να εξερευνήσει κοινωνικές δυναμικές, ηθικά συστήματα, υπό το πρίσμα της μαζικής κουλτούρας. Από κοντά και ορισμένα κολάζ που δημιούργησαν μαζί και είναι εμπνευσμένα από τους χαρακτήρες του φιλμ.
Τόσο ο Λίνζι όσο και ο Φράνκο εμφανίζονται με drag περιβολή, άλλωστε ο μεν έχει χτίσει την καριέρα του με τέτοιες αμφιέσεις ήδη από τις αρχές του 2000. Ο δε είχε δημιουργήσει τα «New Film Stills», φόρο τιμής στην εμβληματική σειρά φωτογραφιών «Untitled Film Stills» (1977-1980) της Σίντι Σέρμαν, ποζάροντας ο ίδιος με γυναικεία ρούχα. Οπως θα σχολιάσει ο Λίνζι: «Αυτό το έργο αφορά και την ταυτότητα φύλου.
Γιατί στην Τάλσα, μολονότι υπάρχει κάποια πρόοδος, υπερισχύει ο συντηρητισμός. Για παράδειγμα, θέλουν να ξαναβάλουν τις Βίβλους στα σχολεία και να τις διαβάζουν τα παιδιά ανεξάρτητα από τη θρησκεία τους, φανταστείτε τι θα γίνει με το ζήτημα της ταυτότητας φύλου. Το έργο μιλάει όχι μόνο για την Τάλσα, για όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά και για τον κόσμο γενικότερα – μην ξεχνάμε ότι μόλις άλλαξε πρόεδρο η χώρα. Οπότε το έργο θα απηχεί αυτά τα ζητήματα, αλλά οι χαρακτήρες θα έχουν διαφορετικές απόψεις πάνω σε αυτά».
Ο Φράνκο θα παρουσιάζει και το βίντεο «Lana Land», ένα ασπρόμαυρο μιούζικαλ βασισμένο στην ιστορία της ηθοποιού Λάνα Τάρνερ και του εραστή της Τζόνι Στομπανάτο, τον οποίο σκότωσε η έφηβη κόρη της το 1958.
«Αυτό το έργο είναι για εμένα η τέλεια ενσάρκωση της φωτεινής και σκοτεινής πλευράς του Χόλιγουντ. Τη Λάνα Τάρνερ την ανακάλυψαν κυριολεκτικά στον δρόμο, στη Sunset Boulevard, όταν ήταν γύρω στα 14. Της είπαν: «Πρέπει να παίξεις σε ταινίες». Ηταν σαν να την άρπαξαν από τον δρόμο και να την έβαλαν στη βιομηχανία του κινηματογράφου δίνοντάς της την ευκαιρία να κάνει μεγάλη καριέρα. Μετά άρχισε να βγαίνει με τον Στομπανάτο που ήταν γκάνγκστερ και δούλευε για τον Μίκι Κόεν και μπήκε σε μια βαθιά κακοποιητική σχέση. Είναι μια ιστορία που έχει τα πάντα: το όνειρο του Χόλιγουντ που γίνεται πραγματικότητα, την αίγλη και τη λάμψη του, αλλά και τη σκοτεινή πλευρά που υφέρπει πίσω από το λούστρο. Ακόμα και η ιστορία με τον Κέιλουπ, ο τρόπος που γνωριστήκαμε και τον έβαλα στο «General Hospital», θυμίζει εν μέρει εκείνη της Τάρνερ» θα πει ο Φράνκο – και όλοι θα συναινέσουμε ότι αναφέρεται βέβαια στο φωτεινό της κομμάτι. Ο Λίνζι θα συμφωνήσει. «Θυμάμαι ακόμα το καλοκαίρι του 2002 που είχα πάει σε έναν κινηματογράφο drive-in με τους φίλους για να δούμε τον «Spider-Man» όπου έπαιζε και ο Φράνκο. Ποτέ μου δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα συνεργαζόμουν με αυτόν τον τύπο. Ηταν το ίδιο καλοκαίρι που είχα ξεκινήσει να δημιουργώ τα πρώτα μου εικαστικά έργα».
Και οι δυο τους επανέρχονται στις παράλληλες διαδρομές τους, οι οποίες ήταν προορισμένες όχι μόνο να συγκλίνουν αλλά να κάνουν κύκλους, στο κέντρο των οποίων βρίσκεται μια προστατευτική διάθεση του ενός απέναντι στον άλλον, με τον Φράνκο να δίνει σταθερά το προβάδισμα στον Λίνζι.
Τέχνη και διασκέδαση
Το ότι τους έφερε κοντά η αγάπη τους για το Χόλιγουντ, την τηλεόραση και την τέχνη είναι βεβαίως αναμενόμενο. Ο Λίνζι, με βλέψεις και όνειρα ως μαθητής να γίνει δημιουργός ταινιών, σπούδασε τελικά Τέχνες στο Πανεπιστήμιο της Nότιας Φλόριντα και έκανε ένα μικρό πέρασμα από το «Saturday Night Live» ως κομπάρσος αφότου γνώρισε τη Μόλι Σάνον, μέλος του καστ της σειράς κωμικών σκετς από το 1995-2001. Oμως το άστρο του έμελλε να λάμψει στον κόσμο της τέχνης, όταν ο Χόλαντ Κότερ, περιώνυμος κριτικός των «The New York Times», έγραψε ένα άρθρο για το έργο του με αφορμή τη συμμετοχή του σε ομαδικές εκθέσεις στη Νέα Υόρκη το 2005. Ξεκινούσε το κείμενό του με τη φράση: «Ενα αστέρι γεννιέται».
Ο Φράνκο, από την άλλη, δεν είναι αλεξιπτωτιστής στον χώρο της τέχνης. «Ο κόσμος δεν συνειδητοποιεί ότι ο Τζέιμς σπούδαζε Tέχνες προτού απογειωθεί η καριέρα του στον κινηματογράφο. Ηταν κάτι που έκανε παράλληλα και γνώριζαν ελάχιστοι» θα (τον) υποστηρίξει ο Λίνζι. Η τέχνη τον έλκυε από όταν ήταν παιδί. «Οι γονείς μου γνωρίστηκαν σε Σχολή Καλών Τεχνών, η γιαγιά μου ήταν έμπορος τέχνης, η τέχνη υπήρχε παντού γύρω μου προτού γίνω ηθοποιός. Δεν ξέρω, εν μέρει αυτό ήταν κάτι που με τραβούσε για πολύ καιρό».

Ο Κέιλουπ Λίνζι. Photo Melissa Lukenbaugh and Tulsa Artist Fellowship
Ο Φράνκο ζωγράφιζε από το γυμνάσιο, καθώς ήταν μια δημιουργική διέξοδος της ταραχώδους εφηβείας του την οποία ακολούθησε όταν φοιτούσε στο California State Summer School for the Arts (CSSSA). Eίχε παρακολουθήσει μαθήματα και στο Rhode Island School of Design, στο πρόγραμμα ψηφιακών μέσων. Θα μνημονεύσει την έκθεση «California Video» (2008) στο Getty Center στο Λος Αντζελες ως το εικαστικό γεγονός που του άλλαξε τη ζωή. To δε έργο καλλιτεχνών όπως ο Πολ Μακ Κάρθι, ο Μάικ Κέλι, ο Τόνι Αουρσλερ ήταν ένα κίνητρο για να επανέλθει για σπουδές στο UCLA, το πανεπιστήμιο που είχε εγκαταλείψει για να ακολουθήσει το κάλεσμα της υποκριτικής.
Εκεί βρέθηκε δίπλα στον Ράσελ Φέργκιουσον, επικεφαλής του τμήματος Τεχνών της σχολής, ο οποίος του σύστησε τη δουλειά ακόμα περισσότερων καλλιτεχνών που τον συνεπήραν – όπως ο Σκωτσέζος Ντάγκλας Γκόρντον: «Ενα από τα πράγματα που με εντυπωσίαζε στη δουλειά αυτών των καλλιτεχνών ήταν ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιούσαν το Χόλιγουντ ως πρώτη ύλη, την οποία επεξεργάζονταν ανάλογα με τις εικαστικές επιδιώξεις τους. Το έβρισκα συναρπαστικό, γιατί βρισκόμουν στο Χόλιγουντ. Οπότε αναρωτήθηκα: «Ποια είναι η φωνή μου στην τέχνη;». Και σκέφτηκα: «Μα βρίσκομαι ήδη στο Χόλιγουντ»».
Τελικά όμως πού τελειώνει η τέχνη (art) και πού αρχίζει η ψυχαγωγία (entertainment) στη δουλειά τους; «Οπως το καταλαβαίνω εγώ, η βιομηχανία του Χόλιγουντ έχει κατά νου συγκεκριμένα δημογραφικά χαρακτηριστικά: προσπαθεί να απευθυνθεί σε συγκεκριμένες κατηγορίες ανθρώπων. Στην τέχνη δεν υπάρχουν τέτοιες σκέψεις, εμπόδια, λογοκρισία, φίλτρο απεύθυνσης: μπορείς απλώς να βάλεις το έργο σου σε έναν χώρο και να εκφραστείς, και όποιος θέλει να το εκτιμήσει, θα το εκτιμήσει. Επίσης, μπορείς να προχωρήσεις με υποστήριξη από λίγους πάτρωνες, δεν χρειάζεσαι κοινό μισού εκατομμυρίου που πρέπει να εμφανιστεί σε έναν κινηματογράφο ή να παρακολουθήσει μια τηλεοπτική εκπομπή» θα σχολιάσει ο Λίνζι.
Ο Φράνκο θα υπερθεματίσει: «Στον κόσμο της τέχνης οι προσδοκίες είναι διαφορετικές, υπάρχει περισσότερη ελευθερία για έκφραση που δεν επιβαρύνεται από το άγχος των εισπράξεων και ως εκ τούτου από την ανάγκη να διασκεδάζεις το κοινό. Μου αρέσει να ψυχαγωγώ τον κόσμο και είναι κάτι που επιδιώκουμε με τον Λίνζι, όμως δεν βρισκόμαστε στο έλεος της αποδοχής του κοινού. Μου αρέσουν όλες οι αποχρώσεις και προεκτάσεις της περφόρμανς. Με ενδιαφέρει να συνδυάζω διαφορετικούς κόσμους, είδη υψηλής και χαμηλής τέχνης. Με αυτό το είδος έκφρασης ήταν σαν να έκανα ένα βήμα στο πλάι ώστε να έχω το ένα πόδι στη βιομηχανία της ψυχαγωγίας και το άλλο στον κόσμο της τέχνης».
Βαριά φορτία
Στην πορεία, ορισμένοι θεώρησαν ότι έχασε την ισορροπία του. Οπως όταν ο γκουρού της κριτικής τέχνης Τζέρι Σαλτς έκανε κομματάκια τον Φράνκο όταν «πείραξε» την προαναφερθείσα δουλειά της Σίντι Σέρμαν, χαρακτηρίζοντας τις φωτογραφίες του «ανόητες, αυτοαναφορικές demi-drag αναπαραστάσεις» και αποκαλώντας τον Τζορτζ Μπους τον νεότερο «καλύτερο καλλιτέχνη» από εκείνον.
Να πούμε, βέβαια, ότι επανήλθε και αναθεώρησε σε μεγάλο βαθμό, μέσα σε μια συνέντευξή του με τον Φράνκο στο περιοδικό «Vulture», αναγνωρίζοντας ότι ο κόσμος της τέχνης είναι δύσπιστος και κυνικός απέναντι στους «εξωσχολικούς» και ότι ο Φράνκο δεν είναι ένας καλλιτέχνης-celebrity αλλά ένας «πραγματικός εικαστικός» – για την ακρίβεια, outsider καλλιτέχνης: «Η επαγγελματική μου καριέρα αναπτύχθηκε στις ταινίες και την τηλεόραση. Δεν μπορώ να παραπονεθώ για το πώς πήγαν τα πράγματα, απλώς λέω ότι είναι δύσκολο για το κοινό να αποδεχθεί πως ένας εκπρόσωπος του θεάματος μπαίνει στον κόσμο της τέχνης. Διαπίστωσα όμως ότι όταν βγαίνω από την Αμερική, οι άνθρωποι είναι πιο ανοιχτοί σε αυτό το είδος μετάβασης, οι «αποσκευές» μου δεν με ακολουθούν. Κατά κάποιον τρόπο νιώθω πως είναι διαφορετικό να παρουσιάζω τη δουλειά μου στην Ελλάδα αντί των ΗΠΑ. Υποθέτω ότι ο κόσμος θα είναι πιο ανοιχτός να τη δει, θα την προσεγγίσει δίχως αξιολογικά βαρίδια».
Ο Φράνκο αναφέρεται στην αποδοχή της εικαστικής δουλειάς του, όμως οι «αποσκευές» που τον βαραίνουν στις ΗΠΑ αφορούν και τις κατηγορίες για σεξουαλική παρενοχλητική συμπεριφορά προς τις φοιτήτριες της σχολής υποκριτικής, Studio 4, που είχε ιδρύσει. Μια υπόθεση που «έσκασε» το 2018 και τελικά λύθηκε εξωδικαστικά, με τον Φράνκο να καταβάλλει 2,2 εκατ. δολ. σε αποζημιώσεις στις δύο ενάγουσες και στους μαθητές του.
Η φήμη του αμαυρώθηκε, η μακροχρόνια φιλία του με τον έτερο αστέρα του Χόλιγουντ Σεθ Ρόγκεν – συμπρωταγωνιστή του σε αρκετές ταινίες όπως οι «Pineapple Express» (2008) και «The Interview» (2014) – έφτασε σε πικρό τέλος και o ίδιος υποβλήθηκε στην τιμωρία και λησμονιά της κουλτούρας τού cancel. Μάλλον όχι για πολύ ακόμα. «Θα ξεκινήσω μια ταινία στο Λος Αντζελες σε περίπου έναν μήνα. Είναι για έναν κινηματογραφικό παραγωγό ο οποίος είναι απορροφημένος στη δική του ζωή, τον υλισμό και όλα αυτά, και μετά συναντά ένα νεαρό άτομο που έχει, κατά κάποιον τρόπο, σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας. Οπότε, ναι, εξακολουθώ να δουλεύω εδώ» θα πει με ένα σφιγμένο μειδίαμα.
Πάντως μοιάζει να έχει βρει έναν νέο καρδιακό φίλο, τον Λίνζι, ο οποίος δεν τον απαρνήθηκε ποτέ. Και δηλώνει αποφασισμένος να τον στηρίξει στη νέα, τρομακτική εποχή που ξημερώνει στην Αμερική και τον κόσμο για όσους δεν εμπίπτουν στις αποδεκτές κατηγορίες της ατζέντας του Ντόναλντ Τραμπ και του Ιλον Μασκ. «Στην περίπτωσή μου τα πράγματα είναι λίγο περίπλοκα» θα εξηγήσει ο Λίνζι.
«Ισως δεν θα έπρεπε να το λέω και πολύ, αλλά η καριέρα μου πήρε μπροστά επί προεδρίας Τζορτζ Μπους του νεότερου. Οταν ανέλαβε την προεδρία ο Ομπάμα, τα πράγματα κάπως επιβραδύνθηκαν, η δουλειά μου δεν είχε την ίδια ανταπόκριση, γιατί η αλλαγή είχε ήδη συμβεί. Οταν εκλέχθηκε δε ο Τραμπ την πρώτη φορά, αναζωπυρώθηκε το ενδιαφέρον για τη δουλειά μου, γιατί συνήθως πρεσβεύει κάτι που είναι oλοφάνερα το αντίθετο από όσα πρεσβεύει εκείνος. Δεν θα ξεχάσω ότι πριν από λίγο καιρό το Philbrook Museum of Art, εδώ στην Τάλσα, είχε αναρτήσει μια φωτογραφία μου σε drag και όταν ένας άνδρας απείλησε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ότι θα ακυρώσει τη συνδρομή του, το μουσείο τού είπε να το κάνει. Οπότε, θα συνεχίσω να δουλεύω όπως πάντα, αλλά αυτή τη φορά δεν ξέρω τι θα γίνει, γιατί νιώθω ότι η διακυβέρνηση Τραμπ θα είναι αδυσώπητη».
«Πιστεύω ότι βρισκόμαστε σε μεγαλύτερη απειλή από ό,τι συνειδητοποιεί ο κόσμος, αλλά δεν έχει γίνει ακόμα κατανοητό» θα συμφωνήσει ο Φράνκο. «Αν υπάρχει απειλή προς συγκεκριμένες φωνές που δραστηριοποιούνται τώρα, είμαι χαρούμενος και περήφανος που συμμετέχω σε ένα έργο το οποίο θα συνεχίσει να αντιστέκεται στη λογοκρισία, να υποστηρίζει την ελεύθερη έκφραση και τους περιθωριακούς τρόπους ζωής ή ό,τι άλλο».
ΙΝFO
«James Franco & Kalup Linzy: Dreams, Fame and the Savage»: Γκαλερί The Breeder (Ιάσονος 45, Αθήνα), έως τις 22 Φεβρουαρίου.