Παλαιότερα έβλεπες και κανέναν τροχονόμο στον δρόμο να ελέγχει τα όρια ταχύτητας. Τους θυμάμαι να παραμονεύουν κρυμμένοι στις στροφές και να σταματούν τους «Νίκι Λάουντα» της ελληνικής ασφάλτου. Οχι πως κατάφερναν πολλά, αλλά τουλάχιστον αισθανόσουν πως υπήρχε ένας κάποιος έλεγχος και πως ο εν δυνάμει δολοφόνος με τα γκάζια θα γινόταν πιο προσεκτικός, έστω για μερικά λεπτά, από τον φόβο μην πληρώσει πρόστιμο. Για εκείνα τα λίγα λεπτά που μπορεί να αποδεικνύονταν πολύτιμα και να γλίτωναν ζωές. Εχω καιρό να δω τροχονόμο. Μάλλον, βλέπω μόνο όταν πρόκειται να περάσει κάποιος υψηλά ιστάμενος. Εμφανίζεται πέντε λεπτά πριν για να ανοίξει δρόμο και αμέσως μετά εξαφανίζεται, αφήνοντας πάλι την πίστα ελεύθερη στους ιππότες της ασφάλτου. Ούτε όταν δημιουργείται μποτιλιάρισμα βλέπω τους τροχονόμους που παλαιότερα προσπαθούσαν να αποσυμφορήσουν την κατάσταση. Απόντες. Ανήκουν στα είδη υπό εξαφάνιση; Εχει καταργηθεί το επάγγελμά τους και δεν βγαίνουν πια τροχονόμοι από τις σχολές; Εμείς τι κάνουμε αβοήθητοι σε μια πόλη όπου ο καθένας οδηγεί όπως γουστάρει και όποιον πάρει ο Χάρος; Παρατηρώ στην Αττική Οδό τα ΙΧ που προσπερνούν τρέχοντας πολύ πάνω από τα όρια ταχύτητας, δεν είναι λίγα, και αναρωτιέμαι αν οι κάμερες που ελέγχουν τα πάντα καταγράφουν τους παραβάτες. Αν επιβάλλονται τα πρόστιμα που θα έπρεπε να επιβληθούν στους αυτοκινητιστές και στους εκατοντάδες μοτοσικλετιστές που αποτελούν δημόσιο κίνδυνο οδηγώντας απερίσκεπτα και αλήτικα. Δεν λέω κάτι καινούργιο, η οδήγηση ήταν πάντα άναρχη στην Ελλάδα. Τώρα όμως που οι οδηγοί έχουν γίνει πάρα πολλοί, που τα νεύρα των περισσότερων είναι πιο τεντωμένα από όσο ήταν παλαιότερα και που οι δρόμοι της πόλης είναι πιο ασφυκτικοί για τον κόσμο που κινείται σε αυτούς, όλα μοιάζουν, και είναι, πιο επικίνδυνα και πιο άγρια. Οι υπεύθυνοι σφυρίζουν κλέφτικα. Μας έχουν αφήσει στη μοίρα μας. Οποιος σκοτωθεί, σκοτώθηκε! Να ζήσουμε να τον θυμόμαστε οι υπόλοιποι ως τη στιγμή που θα πέσει πάνω και σε εμάς κάποια μηχανή, κάποιο IX, κάποιο τρελό φορτηγό. Κυκλοφορώ καθημερινά στο κέντρο και γίνομαι διαρκώς αυτόπτης μάρτυρας περιστατικών με λεωφορεία, γεμάτα κόσμο, που γκαζώνουν όταν το φανάρι γίνεται πορτοκαλί και το περνάνε ενώ έχει γίνει κόκκινο. Εχω δει αυτοκίνητα και μηχανές να ρίχνουν κάτω πεζούς, έχω δει πεζούς με ανοιχτά κεφάλια και σπασμένα άκρα να περιμένουν τα ασθενοφόρα ξαπλωμένοι στο πεζοδρόμιο. Είδα και έναν απερίγραπτο τύπο που έτρεχε με εκατό χιλιόμετρα την ώρα σε δρόμο που το όριο είναι τα εβδομήντα να απευθύνεται στην ηλικιωμένη γυναίκα που κόντεψε να πατήσει φωνάζοντας «πού πας, κυρά μου, χωρίς να βλέπεις μπροστά σου; Στραβή είσαι; Θέλεις να σε σκοτώσω και να με κλείσουν στη φυλακή;». Δεν βαριέσαι, μια γιαγιά λιγότερη. Ετσι κι αλλιώς, την έχει ζήσει τη ζωή της. Επιπλέον, της φυλακής τα κάγκελα είναι για τους λεβέντες.
* Και ενώ γράφεις για την ασυδοσία που επικρατεί στους δρόμους, γίνεται το σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη. Μαύρα τα μαντάτα και από τις ράγες, σε μια χώρα όπου κάθε μετακίνηση μοιάζει όλο και περισσότερο θανάσιμη παγίδα.