Τα στεφάνια που έχουν κρεµάσει µερικοί γείτονες στα µπαλκόνια τους έχουν ήδη αρχίσει να µαραίνονται. Πέρασε και αυτή η Πρωτοµαγιά, δεν είχε όµως τη διονυσιακή ευωδία που θυµάµαι. Πρέπει να επιστρέψω πολλά χρόνια πίσω για να ξαναζήσω τη γιορτή σε όλη την ανθισµένη λαµπρότητά της. Οταν δεν υπήρχε σπίτι χωρίς στεφάνι. Από αµέλεια, από βαρεµάρα, επειδή έλειπα, σταµάτησα κάποια στιγµή κι εγώ να στολίζω στεφάνι στο µπαλκόνι µου. Χαζεύω όµως τα µπαλκόνια που και εφέτος άνθισαν. Τα στεφανάκια τους δηλώνουν πως εκεί ζουν άνθρωποι που επιµένουν να θυµούνται, να οµορφαίνουν το περιβάλλον τους, να τιµούν τις αναµνήσεις τους και να προσφέρουν όµορφες εµπειρίες στα παιδιά τους. Που έχουν τον χρόνο, έχουν κυρίως τη διάθεση, να µαζέψουν λουλούδια και να πλέξουν στεφάνι, έστω να το αγοράσουν. Ισως πρέπει του χρόνου να το κάνω κι εγώ. Που δεν θα το κάνω. Και ας µου λείπουν τα έθιµα µε τα οποία µεγάλωσα και που εκλείπουν. Ούτε Πάσχα ήταν αυτό που γιορτάσαµε. Η γιορτή που µοσχοβολούσε βιολέτες και µαχλέπι και φρεσκοφουρνισµένα κουλουράκια – ακόµα και την οξεία µυρωδιά του ξιδιού την ηµέρα που έβαφαν τα αβγά νοσταλγώ – έχει µετατραπεί σε ένα κενό νοήµατος όργιο φαγητού. Αποµένουν τα βεγγαλικά, που και αυτά σε λίγα χρόνια θα έχουν εκλείψει, καθώς τα παράπονα για την (µέχρι θανάτου) τροµάρα που προκαλούν στα κατοικίδια ζώα ακούγονται όλο και πιο δυνατά. Πράγµατι, η φαντασµαγορική παράνοιά τους, η υπερβολή τους, δεν µας χρειάζεται. Οµως υπάρχουν και τα τρυφερά και νοσταλγικά έθιµα που επιβεβαιώνουν τη συνέχειά µας µέσα στα χρόνια. Κρίµα που και αυτά πεθαίνουν. Ή που αλλοιώνονται τόσο, ώστε ακόµα και αν νοµίζουµε πως τα τηρούµε, στην πραγµατικότητα είναι νεκρά. Νεκρά σαν τα στεφάνια µε πλαστικά λουλούδια που είδα να πουλάνε. Κακόγουστα! Από την άλλη, δεν είναι αµαρτία να κόβεις τα λουλούδια για να κάνεις στεφάνι καταδικάζοντάς τα σε πρόωρο µαρασµό, όπως θα µπορούσε να ρωτήσει ένας περιβαλλοντικός ακτιβιστής την εποχή που ο ακτιβισµός θέτει νέα όρια και όρους σε κάθε δραστηριότητά µας; Ας µην φτάσουµε στο άλλο άκρο, τα λουλούδια είναι και για να τα κόβουµε, είναι και για να στολίζουµε στιγµές της ζωής µας µε αυτά. Αν και όπως όλο και περισσότεροι έχουν αρχίσει να χαρακτηρίζουν κανίβαλους όσους τρώνε κρέας, στο µέλλον µπορεί να χαρακτηρίζουν κανίβαλους και εκείνους που κάνουν πρωτοµαγιάτικα στεφάνια. Γιατί και οι µαργαρίτες έχουν ψυχή. Εχουν; Τότε πώς να νοσταλγήσεις εκείνα τα ζεστά βράδια του Αϊ-Γιάννη του Φωταρά, στις 24 Ιουνίου; Που βγαίναµε µπροστά από τα σπίτια µας, ακόµα και στα πυκνοχτισµένα στενά του Γκύζη, και καίγαµε τους Μάηδες περνώντας πάνω από τις φωτιές; Πάει και αυτό το έθιµο, τουλάχιστον για εµάς τους κατοίκους της πόλης. Αν και σήµερα µια αναµµένη φωτιά στον δρόµο µπροστά στην πολυκατοικία µας περισσότερο θα µας ανησυχούσε και θα µας τρόµαζε παρά θα µας ευχαριστούσε. Αλλες εποχές, είπαµε, οι εποχές που τα έθιµα πεθαίνουν. Και που άλλα έθιµα θα έρθουν, πιθανώς για να αντικαταστήσουν τα παλιά στον κύκλο της ζωής µας, σε αυτόν τον κόσµο που δεν είναι όπως τον ξέραµε.