Το 1819, σε επιστολή του Μπετόβεν προς τον θαυμαστή του και οικονομικό υποστηρικτή του, Ροδόλφο της Αυστρίας, γιο του αυτοκράτορα Λεοπόλδου Β΄, αρχιδούκα και αυτοκρατορικό πρίγκιπα και καρδινάλιο, γράφει: «Η ημέρα οπότε το έργο μου θα ακουστεί στην τελετή χειροτονίας σας θα είναι αναμφίβολα η σημαντικότερη της ζωής μου. Είθε ο Θεός να με φωτίσει ώστε με τις ταπεινές μου δυνάμεις να συνεισφέρω στη λαμπρότητα μιας τόσο μεγάλης στιγμής». Η σύνθεση στην οποία αναφέρεται ο τιτάνας της μουσικής ήταν σχέδιο τόσο φιλόδοξο και απαιτητικό που τελικά του πήρε πολύ περισσότερο χρόνο από όσο υπολόγιζε. Η τελετή αναγόρευσης του Ροδόλφου ως Αρχιεπισκόπου στο Ολομουτς της Μοραβίας έγινε χωρίς τη μουσική του Μπετόβεν, ενώ το μεγαλειώδες έργο που ετοίμαζε για την περίσταση, η «Missa Solemnis», πρωτοπαρουσιάστηκε έπειτα από χρόνια, συγκεκριμένα στις 7 Απριλίου 1824, στην Αγία Πετρούπολη. Εκτοτε η μνημειώδης, δραματική και κατανυκτική σύνθεση παρουσιάζεται με τεράστια επιτυχία στις μεγάλες αίθουσες συναυλιών και αποτελεί, μεταξύ άλλων, συνήθη επιλογή των μαέστρων και των μεγάλων ορχηστρών για τις ημέρες του Πάσχα. Στις 12 Απριλίου θα την ακούσουμε και στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, στο πλαίσιο του Κύκλου Adagio – Μουσικές για τις ημέρες του Πάσχα, από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, υπό τον γερμανό αρχιμουσικό Κρίστοφ Πόπεν. Η παρουσίασή της για το ελληνικό κοινό μάς δίνει την αφορμή όχι μόνο να θυμηθούμε μια σύνθεση η οποία έχει χαρακτηριστεί ως το κορυφαίο συμφωνικό έργο όλων των εποχών, αλλά και να επιχειρήσουμε ένα ακόμα ταξίδι στο συγκλονιστικό σύμπαν της δυτικής μουσικής δημιουργίας. Αυτή τη φορά επικεντρώνοντας στα σπουδαία έργα που ακούγονται την περίοδο του Πάσχα, ξεκινώντας από τον Μπαχ και τον Μπετόβεν και φθάνοντας στους σύγχρονους συνθέτες.
«Requiem Αeternam»
«Η εκκλησιαστική μουσική εκφράζει άλλες κινήσεις της καρδιάς, ολότελα διαφορετικές από ό,τι εμπνέει και μορφώνει την κοσμική μουσική, εκφράζει δηλαδή συντριβή, ταπείνωση, πόνο και λύπη» σημειώνει ο Φώτης Κόντογλου, αναφερόμενος στη βυζαντινή μουσική παράδοση. Αν όμως η βυζαντινή μουσική με τους κατανυκτικούς ύμνους της συνοδεύει κατά το Ορθόδοξο Πάσχα τις προσευχές των πιστών στις ανά την Ελλάδα εκκλησίες, στη Δύση τα ακούσματα είναι άλλα: Εκεί, ο ερχομός της άνοιξης και ο εορτασμός του Καθολικού Πάσχα έχουν ως υπόκρουση τα «Ρέκβιεμ», νεκρώσιμες ακολουθίες που συνέθεσαν οι μεγάλοι συνθέτες πάνω σε έμμετρα κείμενα στη λατινική γλώσσα. Τα διασημότερα «Ρέκβιεμ» στην ιστορία της μουσικής έχουν γράψει βεβαίως ο Μότσαρτ και ο Βέρντι, όμως εξαιρετικά ενδιαφέρουσες είναι και οι νεκρώσιμες ακολουθίες που μας έχουν κληροδοτήσει συνθέτες όπως ο Κερουμπίνι, ο Μπερλιόζ, ο Μπρούκνερ, ο Μπραμς («A German Requiem»), ο Φορέ, ο Πεντερέτσκι («A Polish Requiem») και αρκετοί ακόμα συνθέτες. Ξεχωριστή θέση στη σύγχρονη μουσική σκηνή κατέχει το «War Requiem» του Μπέντζαμιν Μπρίτεν. Το έργο γράφτηκε το 1961-62 πάνω σε ποιήματα του Γουίλφρεντ Οουεν, ενός από τους σημαντικότερους ποιητές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (ο οποίος μάλιστα σκοτώθηκε μερικές μόνο ημέρες πριν από τη λήξη του). Στόχος του συνθέτη δεν είναι ο θρήνος για τους νεκρούς, αλλά η καταγγελία του παραλογισμού του πολέμου και η διαμόρφωση φιλειρηνικής συνείδησης για τις γενιές που θα έρθουν. Η πρώτη παρουσίαση του έργου (πράξη υψηλού συμβολισμού) έγινε στον κατεστραμμένο κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου Καθεδρικό Ναό του Κόβεντρι στην Αγγλία.
Μπαχ, ο κορυφαίος
«Ελέησέ με Θεέ μου/ για χάρη των δακρύων μου/ δες εδώ, τα μάτια και η καρδιά,/ θρηνούν μπροστά σου/ Ελέησέ με Θεέ μου»: Είναι οι στίχοι από το «Erbarme dich», το σόλο της κοντράλτο από τα «Κατά Ματθαίον Πάθη» του Μπαχ, κορυφαίου συνθέτη του μπαρόκ. Ανάμεσα στις φημισμένες δημιουργίες του περιλαμβάνονται τα «Κατά Ιωάννη Πάθη» που πρωτοπαρουσιάστηκαν την 11η Απριλίου (Μεγάλη Παρασκευή) του 1724 στη Λειψία και που ακούγονται στις εκκλησίες και στις αίθουσες συναυλιών όλης της Ευρώπης κάθε Πάσχα. Η πρώτη παρουσίαση του έργου είχε προκαλέσει αντιδράσεις από εκείνους που θεώρησαν πως λόγω της έντονης δραματικότητας/θεατρικότητάς του δεν ήταν ορατόριο αλλά όπερα και πως ο συνθέτης παρουσιάζοντάς το σε μια εκκλησία κατά τις ημέρες του Πάσχα διέπραττε βλασφημία. Το «Ορατόριο του Πάσχα» (1725), του ίδιου συνθέτη, θεωρείται πρωτοποριακό έργο για την εποχή του, καθώς δεν βασίζεται σε βιβλικά κείμενα και δεν έχει ούτε χορικά ούτε αφηγητή, όπως συνηθιζόταν τότε.
Ο πόνος του Θεανθρώπου και ο θρήνος της Θεοτόκου
Ο «Μεσσίας» (1741) του Χέντελ παραμένει ένα από τα διασημότερα θρησκευτικά έργα όλων των εποχών. Η σύνθεση αναφέρεται στις προφητείες του Ησαΐα για την έλευση του Θεανθρώπου στη Γη, στη Σταύρωση και στην Ανάστασή του και στη Δευτέρα Παρουσία, δηλαδή τον θρίαμβο της πίστης του ανθρώπου προς τον Θεό. «Οι 7 λέξεις του Ιησού Χριστού στον σταυρό» (1645) είναι μία από τις γνωστότερες συνθέσεις του Χάινριχ Σιτς. «Οι επτά λόγοι του Ιησού στον Σταυρό» του Γιόζεφ Χάιντν γράφτηκαν για την ακολουθία της Μεγάλης Παρασκευής και παίχτηκαν στις 6 Απριλίου του 1787 στο Oratorio de la Santa Cueva, εκκλησία που λειτουργεί μέσα σε ένα σπήλαιο στο Κάντιθ της Ισπανίας. Για την ιστορία, λέγεται πως ο ιερέας που είχε παραγγείλει το έργο τού έστειλε αντί πληρωμής ένα μεγάλο κέικ. Οταν ο συνθέτης το έκοψε, ανακάλυψε πως ήταν γεμάτο με χρυσά νομίσματα.
Τα «Stabat Μater» (από την πρώτη γραμμή του ύμνου «Stabat mater dolorosa», δηλαδή «Στέκει η μήτηρ τεθλιμμένη») αναφέρονται στον θρήνο της Παναγίας μπροστά στα μαρτύρια του Θεανθρώπου. Ανάμεσα στους δημιουργούς που έχουν συνθέσει τέτοιες λειτουργίες περιλαμβάνονται ο Παλεστρίνα, ο Σκαρλάτι, ο Χάιντν, ο Μποκερίνι, ο Ροσίνι, ο Ντβόρζακ, ο Πουλένκ και ο Σιμανόφσκι. Και δεν είναι μόνον αυτοί. Ανατρέχοντας στην ιστορία της δυτικής μουσικής, εκατοντάδες είναι τα έργα που αντλούν το θέμα τους από τα πάθη του Ιησού, καθένα με τον δικό του τρόπο και με τους κώδικες της εποχής που γράφτηκε, ξεκινώντας από το πρώιμο μπαρόκ και φθάνοντας στο σήμερα. Που πέρασαν από τους καθαγιασμένους χώρους των εκκλησιών όπου συνήθως παρουσιάζονταν αυτού του είδους οι συνθέσεις τα πολύ παλιά χρόνια, στις αίθουσες συναυλιών και στις σκηνές των θεάτρων (στις μέρες μας), με τον Χριστό να γίνεται ακόμα και ήρωας σε μιούζικαλ στην περίπτωση του «Jesus Christ Superstar» των Αντριου Λόιντ Γουέμπερ και Τιμ Ράις – να θυμίσουμε πως ο Γουέμπερ έχει γράψει και το δικό του «Ρέκβιεμ» με πρώτους ερμηνευτές τη Σάρα Μπράιτμαν και τον Πλάθιντο Ντομίνγκο.
Τα Πάθη του Χριστού αποτελούν πάντα πηγή έμπνευσης για τους καλλιτέχνες, ανάμεσά τους και για τους συνθέτες, ακόμα και σε εποχές σαν τη δική μας που οι παλιές βεβαιότητες αμφισβητούνται και κλονίζονται. Αποτελούν πάντα πηγή έμπνευσης επειδή – ό,τι και αν πιστεύει ή δεν πιστεύει κάθε άνθρωπος – στο δράμα Εκείνου μπορεί καθένας να διακρίνει στοιχεία του δικού του δράματος. Επειδή η επίκληση της «Lacrimosa» (των τελευταίων στροφών του λατινικού ύμνου «Dies Irae» που περιλαμβάνεται στα «Ρέκβιεμ»), στην οποία ζητούμε επιείκεια και ανάπαυση για τον κάθε άνθρωπο που θα κριθεί για τις αμαρτίες του, εμπεριέχει όλη την τραγικότητα της ύπαρξής μας αλλά και την ελπίδα να βρούμε επιτέλους τη γαλήνη και την ηρεμία. Η μουσική, ως διεθνής διάλεκτος που μας ενώνει όλους, έρχεται και κατά την περίοδο του Πάσχα για να μας διηγηθεί ιστορίες που διαχρονικά μιλούν στις καρδιές μας. Για να προσθέσει ακόμα περισσότερα χρώματα στον καμβά της άνοιξης. Για να πυροδοτήσει τη συγκίνησή μας μπροστά σε μια εποχή ομορφιάς και θαυμάτων που από τη θλίψη και το πένθος μάς οδηγεί στην αναγέννηση και στην ελπίδα.