Τα social media έχουν βγάλει στο φως κάτι ενδιαφέρον: τον διαφορετικό τρόπο με τον οποίο τιμούμε όσους δημιουργούς φεύγουν από τη ζωή. Ο τρόπος που αποδίδεται τιμή στον εκλιπόντα έχει να κάνει περισσότερο με τις μνήμες μας παρά με το έργο του.
Οταν αποχαιρετούμε ηθοποιούς και σκηνοθέτες το πιο συνηθισμένο είναι να συνοδεύουμε το αντίο μας με αναφορές σε όποια δουλειά τους μας έχει αγγίξει. Στην περίπτωση των συνθετών, των στιχουργών και των τραγουδιστών γεμίζει η ψηφιακή μας πλάση τραγούδια. Ανεβαίνουν παντού οι μεγάλες τους δημιουργίες, οι μεγάλες ερμηνείες, η μουσική ή οι στίχοι. Εφυγε π.χ. πρόσφατα από τη ζωή ο σπουδαίος Γιάννης Μαρκόπουλος. Για δύο ημέρες γέμισαν τα Facebook και τα Twitter με τραγούδια του: η «Φάμπρικα», τα «Παραπονεμένα λόγια», ακόμα και τα «Ζαβαρακατρανέμια» νόμιζες πως είναι σουξέ των ημερών.
Με ανάλογους τρόπους αποδίδεται το ύστατο αντίο και στους ποιητές: όποιος τους αγαπάει μας θυμίζει κάποιο από τα εμβληματικά ποιήματά τους – εντάξει, δεν έχουν γράψει όλοι το «Αξιον Εστί» ή την «Ιθάκη», αλλά όλο και κάτι σημαντικό έχουν αφήσει που έχει τραβήξει κάποια στιγμή την προσοχή μας. Με τους συγγραφείς, όμως; Τίποτα ανάλογο δεν υπάρχει. Ακόμα και τον μεγάλο Μίλαν Κούντερα τον αποχαιρετήσαμε με μια δήλωση που έδειχνε τη θλίψη μας – εμείς τουλάχιστον που τον ανακαλύψαμε στα νιάτα μας. Αλλά αυτός ο λιτός αποχαιρετισμός δεν είναι αντάξιός του.
Ας πούμε, μεταξύ μας, μια δύσκολη αλήθεια: τα βιβλία, κυρίως τα μυθιστορήματα, ακόμα κι αυτά που έχουμε λατρέψει, τα ξεχνάμε. Πάντα τα ξεχνάμε. Μπορεί να θυμόμαστε την ιστορία που εμπεριέχουν, αλλά κι αυτό ακόμα συμβαίνει σε γενικές και αχνές γραμμές. Μόνη εξαίρεση αποτελούν συνήθως τα μυθιστορήματα που διαβάσαμε μικροί, ακόμα κι αν δεν είναι αριστουργήματα. Το λέω κρίνοντας από τη δική μου μνήμη.
Θυμάμαι τον «Δεκαπενταετή πλοίαρχο» και τον «Γύρο του κόσμου σε ογδόντα ημέρες» – όπως και πολλά άλλα του Ιουλίου Βερν, ο οποίος παραμένει στο μυαλό μου ως ένα είδος παραμυθά θείου που με μεγάλωσε, ενώ δεν θυμάμαι τίποτα σχεδόν από τους «Αδελφούς Καραμαζόφ» του Ντοστογέφσκι. Θυμάμαι λεπτομέρειες από τον «Κόμη Μοντεχρίστο» και τους «Τρεις Σωματοφύλακες» του Αλέξανδρου Δουμά, αλλά δεν θυμάμαι τίποτα σχεδόν από το τεράστιο «Πόλεμος και Ειρήνη» του Τολστόι με το οποίο πέρασα υπέροχους μήνες στα φοιτητικά μου χρόνια.
Μπορεί τα μπεστ σέλερ της παιδικής μου ηλικίας να τα θυμάμαι γιατί όλα σχεδόν έγιναν ταινίες και τηλεοπτικές σειρές, αλλά και το «Εγκλημα και Τιμωρία» του Ντοστογέφσκι το έχω δει σε τουλάχιστον δύο θεατρικές μεταφορές και πάλι αυτές δεν το «ξύπνησαν»: παρέμεινε στη μνήμη μου αχνό και απόμακρο, σαν το πρώτο ταξίδι που έκανα με τους γονείς μου στην Αθήνα όταν ήμουν δεν ήμουν επτά χρόνων.
Δεν είναι μόνο τα βαριά λογοτεχνικά αριστουργήματα που αισθάνομαι ότι σβήνουν μέσαμου: το ίδιο περίπου συμβαίνει και με τα πιο εύπεπτα αναγνώσματα. Ο μόνος δολοφόνος που έπιασε ο Ηρακλής Πουαρό τον οποίο δεν θα ξεχάσω ποτέ είναι αυτός του Ρότζερ Ακρόιντ στο ωραιότατο σουξέ της Αγκαθα Κρίστι «Η δολοφονία του Ρότζερ Ακρόιντ», αλλά αυτό δεν έχει να κάνει με την ιστορία, όσο με το εύρημα, που είναι και λογοτεχνικό και αφηγηματικό συγχρόνως. Ελάχιστα θυμάμαι από το «Αρωμα» του Πάτρικ Ζίσκιντ, ένα από τα απόλυτα μπεστ σέλερ των 80s. Και όταν λίγα χρόνια πριν έπεσε στα χέρια μου η «Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι» του Κούντερα και την ξαναδιάβασα (με τον νέο της τίτλο, ως «Αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης»), νόμιζα ότι έχω στα χέρια μου ένα καταπληκτικό μυθιστόρημα που μόλις κυκλοφόρησε – κι ας το είχα για πρώτη φορά διαβάσει το 1987 μέσα σε τρεις-τέσσερις ημέρες ενθουσιασμένος από την πυκνότητά του.
Κάθε θάνατος δημιουργού και καλλιτέχνη γίνεται χάρη στα social media και μια ευκαιρία επαναπροβολής του έργου του. Δεν συμβαίνει οργανωμένα, αλλά συμβαίνει: οι ταινίες, οι ερμηνείες, τα τραγούδια, οι στίχοι γίνονται προτάσεις ενός κοινού που με αυτά κάποτε συγκινήθηκε σε ένα άλλο κοινό που ενδεχομένως δεν είχε την τύχη να «γνωρίσει» τον εκλιπόντα. Κάτι όμως πρέπει να κάνουμε με τους συγγραφείς – πέρα από το να πάρουμε από τη βιβλιοθήκη μας κάποιο βιβλίο τους και να το ξαναδιαβάσουμε για να το θυμηθούμε, πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος να κάνουμε κατανοητή την κάποτε απόλαυσή του, δηλαδή το μόνο που πραγματικά από αυτό δεν θα ξεχάσουμε ποτέ.
Ο Ηλίας Κανέλλης στα «Νέα», την επομένη του θανάτου τού Κούντερα, έκανε κάτι σπάνιο: παράλληλα με ένα «αντίο» σε έναν συγγραφέα που φαίνεται πόσο αγάπησε, δημοσίευσε και ένα κομμάτι από την «Αβάσταχτη ελαφρότητα» που του άρεσε πολύ. Αυτός πρέπει να είναι ίσως ο μόνος τρόπος που ένα «αντίο» σε έναν συγγραφέα έχει νόημα. Σκάβοντας την κουρασμένη μνήμη σου για να βρεις κάτι που σε είχε ενθουσιάσει τον καιρό που το βιβλίο το διάβαζες ή ανοίγοντας ένα βιβλίο για να βρεις και να παραθέσεις ένα απόσπασμα, αποδίδεις πραγματικά τιμή στον συγγραφέα: θυμίζεις τη δεξιότητά του, την αφηγηματική του ικανότητα, την εξαιρετικότητά του. Αυτό πρέπει να κάνουμε.
Κάπως έτσι αποχαιρετώ κι εγώ τον Κούντερα, με ένα απόσπασμα από το «Βαλς του αποχαιρετισμού»:
«Εκείνος ο άντρας της έλεγε πως όλη τη ζωή του την έζησε σαν τυφλός, χωρίς καν να διαισθανθεί πως υπάρχει ομορφιά. Τον καταλάβαινε. Αφού κι αυτή το ίδιο ήταν, κι αυτή έζησε σαν τυφλή. Δεν έβλεπε τίποτ’ άλλο από ένα μόνο πρόσωπο φωτισμένο με τον δυνατό προβολέα της ζήλιας. Τι θα γινόταν αν ξαφνικά αυτός ο προβολέας έπαυε να φωτίζει; Στο άπλετο φως της μέρας θα εμφανίζονταν χιλιάδες άλλα πρόσωπα και ο άντρας που της φαινόταν πρωτύτερα να είναι ο μοναδικός στον κόσμο, θα γινόταν ένας από τους πολλούς. Και στη συνέχεια σκέφτηκε: Είναι καθόλου η αγάπη αυτό που την κρατάει κοντά του ή μόνο ο φόβος μην τον χάσει; Κι αν αυτός ο φόβος ήταν στην αρχή μια αγχωτική φόρμα αγάπης, δεν εξατμίστηκε με τον καιρό – κουρασμένη κι εξαντλημένη – η αγάπη απ’ αυτή τη φόρμα; Δεν της έμεινε στο τέλος πια μόνο φόβος, σκέτος φόβος χωρίς αγάπη; Και τι θα απομείνει αν χάσει αυτόν τον φόβο; Ο τρομπετίστας δίπλα της χαμογέλασε πάλι ακατανόητα».
Διαβάστε τον. Η μνήμη του θα είναι έτσι κι αλλιώς αιώνια.