«Με στοιχειώνει μέχρι τρόμου: Πού πάνε οι χαμένες παραστάσεις, σε ποιον λήθαργο βρίσκονται; Μόλις τελειώσει η παράσταση και «αποσυντεθεί», μας κατακλύζει αυτή η αίσθηση εξορίας, απώλειας, σωματικής και ψυχικής. Ποια είναι αυτή η παραζάλη όταν το πλατό είναι άδειο, όταν η σχοινοβάτισσα εγκαταλείπει το σκοινί, όταν το τελευταίο καμπαρέ έχει κλείσει, όταν ο κλόουν ετοιμάζει το σακίδιό του; Ποιο είναι αυτό το ρίγος και το κενό της ψυχής όταν η σκηνή, η πίστα, το καμαρίνι ερημώνονται; Αυτό το «μετά» που με στοιχειώνει θέλω να το αφηγηθώ. Για να λυτρωθώ από αυτό».

Η Μάσα Mακεϊέφ έχει αντιμετωπίσει αυτά τα συναισθήματα πολλές φορές μέσα από τις ποικίλες ιδιότητές της. Συγγραφέας, σκηνοθέτρια, εικαστική καλλιτέχνιδα, δημιουργός σκηνικών και κοστουμιών, ιδρύτρια της περιοδεύουσας θεατρικής ομάδας «Compagnie MadeMoiselle», ξέρει από πρώτο χέρι πως «όλοι όσοι πέφτουν έχουν φτερά», όπως έγραφε η αυστριακή λογοτέχνιδα Ινγκεμποργκ Μπάχμαν.

Γι’ αυτό και ξανασηκώνονται και κυνηγούν τα όνειρά τους, όπως έκανε και η ίδια και για να στήσει τελικά μια έκθεση, την «En Piste!» («In the ring!» αγγλιστί), στο Mucem (Μουσείο Ευρωπαϊκών και Μεσογειακών Πολιτισμών) της γενέτειράς της Μασσαλίας. Μαζί με τον Βενσάν Τζοβανόνι, επικεφαλής του Τμήματος Παραστατικών Τεχνών του μουσείου, ο οποίος επιπλέον προέρχεται από μια οικογένεια ακροβατών, διοργάνωσαν τη δική τους «ακίνητη παράσταση» για να ταξιδέψει το κοινό στον κόσμο των πλανόδιων καλλιτεχνών, των ανθρώπων και έφεραν στο επίκεντρο το θέαμα και τη ζωή του τσίρκου. Ενα ταξίδι στον χρόνο, μια αναδρομή στην ιστορία τους και μια υπενθύμιση της δύναμης της ανθρώπινης δημιουργίας.

Η δική τους είναι μια παράσταση λιτή, που δεν ανατρέχει στη συνδρομή μεγάλων επεξηγηματικών κειμένων για να την πλαισιώσουν και να την εμπλουτίσουν. Ολος ο χώρος δίνεται στους ίδιους τους καλλιτέχνες και τα αντικείμενα της δουλειάς τους ώστε να αναδειχθούν με τρόπο όσο γίνεται πιο ρεαλιστικό, αληθινό. Αυτό που μετράει είναι το περιεχόμενο: Δηλαδή από τη μία τα φτωχικά αντικείμενα του «πανηγυριού», συγκινητικά ίχνη «των μικρών μαστόρων της μεγάλης σκηνής», και από την άλλη τα έργα που δημιούργησαν μεγάλοι καλλιτέχνες.

Ζωγράφοι, γλύπτες, κινηματογραφιστές, φωτογράφοι όπως η Κλοντ Καάν, η Νίκι ντε Σεν Φαλ, ο Πιερίκ Σορέν, η Ανιές Βαρντά, ο Τουλούζ Λοτρέκ, ο Μαρκ Σαγκάλ, ο Πάμπλο Πικάσο, ο Γκιστάβ Ντορέ, που «αιχμαλώτισαν την ομορφιά αυτών των πεπρωμένων».

«Alfred Court et son tigre» (1930),
photo David Giancatarina

Ψηλά τα μάτια

Για να διευκολύνουν τους επισκέπτες στη δημιουργία ελεύθερων συνειρμών ενόσω πλοηγούνται στην έκθεση, οι επιμελητές – εν προκειμένω η Mακεϊέφ, που είναι υπεύθυνη για την ατμόσφαιρα της έκθεσης και τη «δραματουργία» της – έστησαν ένα πολυδιάστατο θεατρικό σκηνικό γεμάτο χρώμα. Εναν χώρο που δομείται με διαδοχικές σκηνές, θεατρικούς φωτισμούς και απλώνεται σε μια επιφάνεια χιλίων τετραγωνικών μέτρων που έχει διατεθεί ειδικά για την «En Piste!».

Αντικείμενα και έργα είναι κρεμασμένα από την οροφή για να καλούν τους επισκέπτες να σηκώνουν το βλέμμα τους προς τα επάνω, όπως κάνουν σε ένα τσίρκο για να παρακολουθήσουν τη δράση. Είναι και μια εσκεμμένη πρό(σ)κληση για να εγκαταλείψουν για λίγο την τάση τους να κοιτούν προς τα κάτω, απορροφημένοι σε όσα συμβαίνουν εντός των smartphones τους. Σε έναν ψηφιακό κόσμο που μας απομακρύνει όλο και περισσότερο από την πραγματικότητα, αυτή η έκθεση φιλοδοξεί να λειτουργεί σαν ένας τόπος επιστροφής στην αυθεντικότητα, στη ζωή και στο θέαμα.

Eνας από τους χώρους της έκθεσης είναι αφιερωμένος στο καμαρίνι του καλλιτέχνη, έναν τόπο μεταμόρφωσης: Είναι το μέρος όπου αφήνει πίσω του την καθημερινή του ζωή για να γίνει ο χαρακτήρας που το κοινό έχει έρθει να δει. Αυτή η στιγμή προσωπικής αποκάλυψης στη «σκηνική πραγματικότητα» και στην αναπόφευκτη επιστροφή στη ζωή εκτός της αποτελεί μία από τις κεντρικές ιδέες της έκθεσης πάνω στην οποία μπορούσε όλοι να στοχαστούμε αλλά και να ταυτιστούμε.

«Το καμαρίνι είναι ένας χώρος μετάβασης προς τη δόξα και την επιστροφή στην ταπεινή μας πραγματικότητα. Ο καθένας μας βιώνει λίγο-πολύ το ίδιο πράγμα κάθε πρωί στο μπάνιο του ή στον κομμωτή του. Ετοιμαζόμαστε για να βγούμε, να «παίξουμε λίγο θέατρο», να χαμογελάσουμε στους συναδέλφους, στους γείτονες, να δηλώσουμε ότι είμαστε πολύ καλά. Ενώ όμως…» όπως σημειώνει ο Τζοβανόνι.

Ο γελωτοποιός ως ανθρώπινο ον

Η έκθεση αποσκοπεί λοιπόν να είναι κάτι περισσότερο από μια απλή παρουσίαση αντικειμένων. Τα εκθέματα, για παράδειγμα, παρουσιάζονται χωρίς προθήκες ώστε να θυμίζουν τα λαϊκά θεάματα και τις εφήμερες ατραξιόν τους και να φέρνουν στο φως δίχως καμία συστολή τις ατέλειες και τη φθορά τους.

«Επιδιώξαμε να υπενθυμίσουμε ότι ένα κοστούμι σκηνής είναι πάνω απ’ όλα ένα ρούχο εργασίας. Σίγουρα πολλές φορές μπορεί να εξευγενιστεί με αξεσουάρ όπως οι πούλιες, αλλά σε κάθε περίπτωση πρέπει να αντέχει σε έντονες κινήσεις, σε πτώσεις, στον ιδρώτα αλλά και στο δυνατό φως των προβολέων.

Τα κοστούμια των θηριοδαμαστών πρέπει να αναδεικνύουν το θάρρος τους ενώ ταυτόχρονα να τους προστατεύουν όσο το δυνατόν περισσότερο από τις νυχιές και τις δαγκωματιές. Τέλος, τα κοστούμια των κλόουν αποδεικνύονται εντυπωσιακά. Τα περισσότερα έχουν πολύ φαρδιές πλάτες και προορίζονται για δυνατά σώματα: αυτό συμβαίνει επειδή, συχνά, πολλοί κλόουν ήταν αρχικά ακροβάτες. Προτού δηλαδή οι πτώσεις και τα ατυχήματα τους επιβάλουν να στραφούν στο επάγγελμα του να κάνουν τους άλλους να γελούν» όπως σημειώνει ο Τζοβανόνι.

Για τους επιμελητές ήταν σημαντικό να αναδείξουν τους καλλιτέχνες (κλόουν, γελωτοποιούς και μπουφόνους) ως ανθρώπινα όντα που εργάζονται αδιάκοπα, ώρες, ημέρες και νύχτες, για να βρεθούν στη σκηνή μόνο για λίγα λεπτά. «Μην περιφρονείτε την ευαισθησία κανενός· η ευαισθησία του καθενός είναι η ιδιοφυΐα του» παραθέτουν ένα απόφθεγμα του Σαρλ Μποντλέρ. Και καθώς δεν μπορούσαν να μιλήσουν για όλους/ες, επέλεξαν να φέρουν ορισμένους/ες στο προσκήνιο.

«Albert et François
Fratellini dans leur loge» (1943). Photo Mucem-Francoice Tuefferd

Από τον Μπάφαλο Μπιλ ως τη Θεοδώρα

Ανάμεσά τους η Ανι Οκλεϊ (1860-1926), η θρυλική σκοπεύτρια, η μεγάλη σταρ των παραστάσεων του Μπάφαλο Μπιλ (1846-1917) και του θιάσου του «Buffalo Bill’s Wild West», με τον οποίο περιόδευε στα τέλη του 19ου αιώνα σε Αμερική και Ευρώπη. Η Οκλεϊ χειριζόταν την καραμπίνα της Winchester με ακρίβεια που κανένας άνδρας δεν μπορούσε να φτάσει και μέσα από τις παραστάσεις που έδινε έγινε σύμβολο δύναμης και ισότητας δίχως να το επιδεικνύει ή να το επιδιώκει.

Μια καλλιτέχνις ενός λαϊκού θεάματος που κατάφερε να εμπνεύσει γυναίκες και να προκαλέσει αμηχανία στους άνδρες της εποχής, δείχνοντας ότι οι δεξιότητες δεν έχουν φύλο. Η ιστορία της έγινε και μιούζικαλ στο Μπρόντγουεϊ το 1946, το «Annie Get Your Gun», ενώ η αναβίωσή του το 1999 στέφθηκε με μεγάλη επιτυχία και βραβεύθηκε και με Tony.

Της άρεσε να λέει: «Στοχεύστε όσο πιο ψηλά μπορείτε και θα τα καταφέρετε. Οχι, όχι την πρώτη φορά, ούτε τη δεύτερη, και ίσως ούτε την τρίτη. Αλλά συνεχίστε να εξασκείστε: είναι ο μόνος τρόπος να πετύχετε αυτό που στοχεύετε».

Βαρύτητα δίνεται και στην περίπτωση της Θεοδώρας, της γνωστής σε εμάς αυτοκράτειρας του Βυζαντίου του 6ου αιώνα. Η ζωή της, από τη φτώχεια μέχρι τον θρόνο, υπήρξε παράδειγμα δύναμης και κοινωνικής ανέλιξης. Κόρη ενός απλού θηριοδαμαστή ή θηριοτρόφου των Πρασίνων στον Ιππόδρομο (περιέφερε αρκούδες για τα προς το ζην) και μιας ηθοποιού, έζησε μια δύσκολη παιδική ηλικία και νεότητα, η οποία την οδήγησε να γίνει ηθοποιός σε κωμικά θεάματα, χορεύτρια και, όπως λέγεται, και εταίρα. Οταν όμως έγινε αυτοκράτειρα, αφότου παντρεύτηκε τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Α’, δεν ξέχασε τους ανθρώπους που δεν ξεπέρασαν τη φτώχεια τους.

Εργάστηκε με ζήλο για να αναμορφώσει το οικογενειακό δίκαιο ώστε να αντιμετωπίζει τις γυναίκες ευνοϊκότερα. Οπως σημειώνουν οι επιμελητές, με τη ρητή δική της εντολή ο περίφημος Ιουστινιάνειος Κώδικας (Corpus Juris Civilis) επέτρεψε στις κόρες να διεκδικούν το δικαίωμα κληρονομιάς από τους γονείς τους, επέβαλε μέτρα προστασίας της προίκας υπέρ των χηρών, ενώ προστάτευε τις ηθοποιούς και τις εταίρες.

Μαθαίνοντας στον «Jacko» να αψηφά τη βαρύτητα

Ο Χάρι Ρελφ (1867-1928) ήταν ένας άγγλος κωμικός και χορευτής του μιούζικ-χολ, ο οποίος γνώρισε παγκόσμια δόξα με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο «Little Tich». Στην αρχή, ήταν το μικρό του ανάστημα (μόλις 1,37 μ.) που τον έκανε καλλιτέχνη περιζήτητο στις παμπ του Λονδίνου, όπου διασκέδαζαν θορυβωδώς στρατιώτες, ναύτες και μικροπωλητές. Σύντομα είχε την ιδέα να χρησιμοποιήσει το μικρό του ύψος ως καλλιτεχνικό πλεονέκτημα: έφτιαξε λοιπόν μακρόστενα παπούτσια που είχαν σχεδόν το μισό ύψος του.

Αυτά τα ιδιαίτερα υποδήματα τον βοήθησαν να αναπτύξει έναν ακροβατικό χορό τον οποίο ονόμασε «Big-Boot Dance». Εκτός από το να στέκεται στις μύτες σαν να είναι πάνω σε ξυλοπόδαρα, το μεγάλο μήκος τους του επέτρεπε να γέρνει προς τα εμπρός με έναν εντυπωσιακό τρόπο. Σας θυμίζει κάτι; Διότι η διάσημη χορογραφική στιγμή του «Smooth Criminal», όπου ο Μάικλ Τζάκσον γέρνει προς τα εμπρός σε γωνία 45 μοιρών (γνωστή ως «anti-gravity lean»), είναι άμεσα εμπνευσμένη από τον Big-Boot Dance του Little Tich. Απλώς ο Τζάκσον έκανε τα props αόρατα, καθώς είχε προσαρμόσει στα τακούνια των παπουτσιών του μια κατασκευή που «κούμπωνε» στο έδαφος.

ΙΝFO

«En Piste!»: Musée des Civilisations de l’ Europe et de la Méditerranée (Mucem), Μασσαλία, έως τις 12 Μαΐου 2025.