Η Λουσιάνα Βάνα Γκάτι ερευνά το δάσος του Αμαζονίου εδώ και πάνω από δύο δεκαετίες. Μελετήτρια της κλιματικής αλλαγής στο Εθνικό Ινστιτούτο Ερευνας Εδάφους της Βραζιλίας, τεκμηριώνει όλα αυτά τα χρόνια την πορεία της πλανητικής υπερθέρμανσης με τακτικές πτήσεις για τη συλλογή δειγμάτων αέρα και τη μέτρηση της σύνθεσής του σε διαφορετικά σημεία του απέραντου αυτού οικοσυστήματος. Οταν το 2021 αποφάσισε να δημοσιεύσει τα πορίσματα της επίπονης αυτής εργασίας στην επιστημονική επιθεώρηση «Nature», το άρθρο της προκάλεσε παγκόσμια αίσθηση. Σύμφωνα με τα δεδομένα, το ισοζύγιο εκπομπών είχε αναστραφεί: η απορρόφηση διοξειδίου του άνθρακα από την ατμόσφαιρα υπολειπόταν πλέον της απελευθέρωσής του. Δεκαετίες καταστροφής, κοπής, εμπρησμών και εισχώρησης του ανθρώπινου στοιχείου στα ενδότερα του απέραντου δάσους είχαν πλέον περιορίσει σε τέτοιο βαθμό την ικανότητά του να δεσμεύει τα αέρια θερμοκηπίου ώστε η λειτουργία του αυτή βρισκόταν σε οριακό σημείο. Διάφορες συζητήσεις, υπολογισμοί και διαξιφισμοί ακολούθησαν. Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο Αλεξ Κουάντρος σε πρόσφατο άρθρο του στο περιοδικό των «New York Times», το ουσιαστικό συμπέρασμα είναι ένα: αν το δάσος του Αμαζονίου πάψει να αποτελεί τον παγκόσμιο εξισορροπιστή του κλίματος, η πλανητική υπερθέρμανση καθίσταται μη αναστρέψιμη.
Η ισορροπία του τρόμου
Ο «πνεύμονας της Γης» καταλαμβάνει μια τεράστια έκταση 5,5 εκατομμυρίων τετραγωνικών χιλιομέτρων που καλύπτουν σχεδόν ολόκληρο το βόρειο τμήμα της Νότιας Αμερικής. Υπολογίζεται ότι περιλαμβάνει 390 δισεκατομμύρια δέντρα από 16.000 διαφορετικές ποικιλίες και στην ανεξερεύνητη καρδιά του διαβιούν 1 εκατομμύριο είδη άγνωστα έως σήμερα στην επιστήμη. Αποτελεί κομβικό παράγοντα του κλίματος της Γης, καθώς παίζει καίριο ρόλο στη δημιουργία υδρατμών, στη μείωση της θερμοκρασίας σε όλη του την τεράστια έκταση και στην άντληση διοξειδίου του άνθρακα από τον αέρα. Ενα οικοσύστημα ηλικίας άνω των 10 εκατομμυρίων ετών, ωστόσο, κινδυνεύει να εξαφανιστεί μέσα σε μόλις μισό αιώνα. Η διαρκώς επιταχυνόμενη εκμετάλλευσή του από το 1985 και μετά, η παράνομη υλοτόμηση και η μετατροπή του σε αγροτοκτηνοτροφικές εκτάσεις έχουν οδηγήσει στην αποψίλωση σχεδόν του ενός πέμπτου του. Σύμφωνα με μελέτη της μη κυβερνητικής οργάνωσης WWF, αν ο σημερινός ρυθμός εκχέρσωσης δεν αναχαιτιστεί, το 2030 το 27% του Αμαζονίου θα είναι γυμνό από δέντρα, καταφέροντας ένα μοιραίο πλήγμα στην ελπίδα αποφυγής ερημοποίησης του πλανήτη. Ο βραζιλιάνος μετεωρολόγος Κάρλος Νόμπρε έλεγε στο «New York Times Magazine» ότι η απώλεια του 20%-25% του αρχικού δάσους θα σημάνει την αδυναμία του να διατηρήσει τη σταθερότητά του ως συστήματος. Εντός μερικών δεκαετιών από την παρέλευση του σημείου καμπής, η λεκάνη του Αμαζονίου θα χάσει το μεγαλύτερο μέρος της βλάστησής της μετατρεπόμενη σε σαβάνα. Καθώς το δάσος επηρεάζει καταλυτικά το ύψος και τη γεωγραφία των βροχοπτώσεων σε ολόκληρη τη Νότια Αμερική, μια τέτοια μεταβολή θα έχει ανυπολόγιστο αντίκτυπο σε κρίσιμα μεγέθη όπως είναι το λιώσιμο των πάγων της Γροιλανδίας και το ακόμη πιο επίφοβο των μόνιμων παγετώνων της Αρκτικής. Απελευθέρωση του παγιδευμένου σε αυτούς μεθανίου, άνοδος της στάθμης των ωκεανών, έκθεση του ανθρώπου σε μικρόβια σε ύπνωση για ολόκληρους γεωλογικούς αιώνες αποτελούν μερικές από τις συνέπειες της εξέλιξης αυτής. Το χειρότερο όλων, επεσήμανε στον Κουάντρος ο Στίβεν Πάκαλα, καθηγητής Οικολογίας και Εξελικτικής Βιολογίας του Πανεπιστημίου του Πρίνστον, αφορά την αποδέσμευση του άνθρακα που κατακρατεί το δάσος της βροχής: 120 δισεκατομμύρια τόνοι, το αντίστοιχο δέκα ετών εκπομπών αερίων, θα καταστήσουν οριστικά ανέφικτη την επίτευξη των Συμφωνιών του Παρισιού για τη συγκράτηση της ανόδου της παγκόσμιας θερμοκρασίας στους 2 βαθμούς Κελσίου.
Η δικτατορία των «grileiros»
Στην πράξη, η καταστροφή του Αμαζονίου είναι έργο της βραζιλιάνικης δικτατορίας η οποία το 1964 έδειξε τις παρθένες περιοχές του βροχοδάσους ως διέξοδο από τη φτώχεια. Το Εθνικό Ινστιτούτο Εποικισμού και Αγροτικής Μεταρρύθμισης δημιουργήθηκε με την προοπτική να προωθήσει την εκμετάλλευση των γεωργικών δυνατοτήτων του. Πλην της άφθονης ξυλείας, η εκκαθάριση της ζούγκλας θα πρόσφερε νέα εδάφη προς καλλιέργεια και πρόσβαση στα πλούσια κοιτάσματα ορυκτών και μεταλλευμάτων στο υπέδαφος της λεκάνης του Αμαζονίου. Τηλεοπτικές διαφημίσεις προσέλκυαν άπορους εργάτες με την υπόσχεση γης και ελευθερίας. Ωστόσο, η διαχείριση του νέου συνόρου τα επόμενα 50 χρόνια λίγο απείχε από τις πρακτικές του Φαρ Ουέστ. Ο Ματ Σάντι περιέγραφε το 2019 στο «Time» τις σκιώδεις διαδικασίες με τις οποίες γίνεται ο σφετερισμός της γης των ιθαγενών κατοίκων που αποτελεί ακόμη το 23% των δασικών εκτάσεων. Τις παράνομα καθορισμένες αυτές γαιοκτησίες οι λεγόμενοι «grileiros» («άρπαγες») τις πωλούν σε φτωχούς αγρότες έναντι μερικών εκατοντάδων δολαρίων. Εκείνοι, με τη σειρά τους, αφού κόψουν τα δέντρα, εγκαθίστανται σε αυτοσχέδια χωριά. Οταν οι κοινότητες αποκτήσουν τις βασικές δομές (τρεχούμενο νερό, ηλεκτροδότηση, επικοινωνίες), καταφθάνουν πλούσιοι επενδυτές οι οποίοι ενοποιούν τα αγροκτήματα σε εκτεταμένες ιδιοκτησίες προς εκτροφή βοοειδών ή σπορά σόγιας. Οι περισσότεροι μικροκτηματίες εξαναγκάζονται με θεμιτό ή αθέμιτο τρόπο να εισχωρήσουν βαθύτερα στο δάσος προεκτείνοντας τη ζώνη της αποψίλωσης.
Στη διάρκεια της πεντηκονταετίας αυτής, έγραφε ο Αλεξ Κουάντρος στο «New York Times Magazine» τον περασμένο Ιανουάριο, χάθηκε το 17% του δάσους του Αμαζονίου – έκταση σχεδόν διπλάσια εκείνης της Γερμανίας. To 80% των εδαφών αυτών παραδόθηκαν στην κτηνοτροφία: ο Σάντι σημειώνει ότι μόνο στις περιοχές αυτές εκτρέφονται σήμερα 50 εκατομμύρια βοοειδή. Η Βραζιλία εξήγαγε το 2018 βόειο κρέας αξίας 6 δισεκατομμυρίων δολαρίων, το υψηλότερο καταγεγραμμένο από οποιαδήποτε άλλη χώρα στα οικονομικά χρονικά. Αποδέκτες ήταν κράτη της Ασίας και της Αφρικής με λιγότερο αυστηρούς κανόνες εισαγωγής από τους ευρωπαϊκούς και, κυρίως, η Κίνα, προς την οποία κατευθύνεται και το σημαντικότερο μέρος της βραζιλιάνικης παραγωγής σόγιας. Η αγροβιομηχανία σήμερα αποτελεί το 29% του ΑΕΠ της χώρας – διόλου παράξενο, επομένως, που η κυβέρνηση Μπολσονάρο αντέστρεψε τις πολιτικές δασικής προστασίας της οκταετίας Λούλα αμέσως μετά την άνοδό της στην εξουσία. Τους πρώτους οκτώ μήνες του 2019 η αποκοπή δέντρων αυξήθηκε κατά 92%. Ακολούθησε ένα εφιαλτικό καλοκαίρι με 46.000 πυρκαγιές, μια άνοδος της τάξης του 111% σε σύγκριση με το 2018. Ο Μπολσονάρο προέβη σε άτακτη υποχώρηση, διακήρυξε ότι «η προστασία των δασών της βροχής είναι καθήκον μας» και έστειλε τον στρατό και την πυροσβεστική στα μέτωπα της φωτιάς. Συνέβαλε σε αυτό και η διεθνής κατακραυγή, η οποία όμως δεν ήταν αρκετή για την αναστροφή της συνολικής πολιτικής. Το 2021 κόβονταν περίπου 1.000 δέντρα το λεπτό.
Κοινωνικό ζήτημα, οικονομικές ανισότητες και περιβαλλοντικά προβλήματα εμπλέκονται αξεδιάλυτα. Ο εποικισμός του Αμαζονίου διοχετεύει στην ύπαιθρο στρώματα του πληθυσμού που αφαιρούνται από την κρίσιμη μάζα των δυσαρεστημένων των πόλεων: δεν είναι τυχαίο ότι η χαλάρωση των μέτρων κατά της αποψίλωσης παρατηρήθηκε στα χρόνια της ύφεσης μετά το 2012 που συμπίπτουν με την προεδρία της Ντίλμα Ρούσεφ. Συμβαδίζει επίσης με μια μείζονα αναδιάταξη πολιτισμικού χαρακτήρα, την ιστορική υποχώρηση του Καθολικισμού. Μεταξύ 1970 και 2020 το ποσοστό των καθολικών έπεσε από το 92% στο 51%, ενώ το αντίστοιχο των προτεσταντών (κυρίως ευαγγελικών) ανήλθε από το 5% στο 31%. Στη μόλις είκοσι ετών πόλη της Ρεαλιδάδε, στα βάθη της Αμαζονίας, ο Ματ Σάντι είδε 21 ευαγγελικές εκκλησίες. Για τους ανθρώπους του συνόρου κλιματική αλλαγή δεν υφίσταται, παρατηρεί. Μετρά μόνο η εκμετάλλευση των πρώτων υλών και η οικογένειά τους. «Σε 100 χρόνια όλος ο Αμαζόνιος θα έχει ανοίξει» του λέει ο ιδιοκτήτης ενός σφαγείου. «Είναι ζήτημα χρόνου, σωστά;».
Είναι όντως ζήτημα χρόνου, με μια άλλη έννοια όμως. Η Ρεαλιδάδε βρίσκεται πάνω στον BR-319, μια χίμαιρα 900 χιλιομέτρων ασφάλτου που εγκαινίασε η χούντα της Βραζιλίας το 1973. Η εθνική οδός θα οδηγούσε από το Μανάους, τη μοναδική μητρόπολη της Αμαζονίας, με πληθυσμό 2 εκατομμυρίων κατοίκων, στο Πόρτο Βέλιο, διασχίζοντας μία από τις πιο παρθένες περιοχές του δάσους. Λόγω των καιρικών συνθηκών, της μειωμένης χρήσης και της κακής συντήρησης, ο δρόμος γρήγορα περιέπεσε σε καθεστώς ερείπωσης. Ο Μπολσονάρο υποσχέθηκε να προχωρήσει στην πλήρη ασφαλτόστρωσή του. Μια τέτοια κίνηση, σύμφωνα με το Εθνικό Ινστιτούτο Ερευνας του Αμαζονίου, θα πρόσφερε πρόσβαση σε (και, άρα, θα εξέθετε σε κίνδυνο εκχέρσωσης) έκταση ίση με εκείνη της Γερμανίας και της Ολλανδίας μαζί. Ο Φίλιπ Φέρνσαϊντ, ερευνητής του Ινστιτούτου, υποστηρίζει ότι η αναβάθμιση του BR-319 και ενός γειτονικού αυτοκινητοδρόμου, του AM-364, θα αυξήσει την αποψίλωση της περιφέρειας κατά 277% ως το 2050. Αν, όπως φοβούνται η Λουσιάνα Γκάτι και ο Κάρλος Νόμπρε, η καταστροφή του Αμαζονίου αγγίξει το 20%-25% του συνόλου, τότε η αντίστροφη μέτρηση θα πλήξει πρώτα τους κατοίκους των μεθοριακών περιοχών. Ελάττωση των βροχών, ξηρασία, μείωση της στάθμης των υδάτων και σταδιακή μετατροπή των εδαφών σε σαβάνα θα καταστρέψουν κάθε δυνατότητα διαβίωσης πολύ πριν εξαφανίσουν το ίδιο το δάσος. Τα μηνύματα είναι ήδη ανησυχητικά: μεταξύ Ιουνίου 2021 και Ιουνίου 2022 καταγράφηκε στη Βραζιλία η χειρότερη ξηρασία του αιώνα που είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση των εσόδων του αγροβιομηχανικού τομέα κατά 5,5%.
To στοίχημα της επόμενης δεκαετίας
Το μέλλον ωστόσο δεν είναι (ακόμη) προδιαγεγραμμένο. Στο Σάο Πάολο, όπου επιζούν τα ισχνά υπολείμματα αυτού που την εποχή της ανακάλυψης της Βραζιλίας τον 16o αιώνα ήταν το απέραντο «Μάτα Ατλάντικα», το «δάσος του Ατλαντικού», βιολόγοι και δασολόγοι όπως η Πάουλα Κόστα και ο Βάλτερ Ζιαντόνι προτείνουν νέες μεθόδους προσέγγισης του προβλήματος. Οι Κόστα και Ζιαντόνι ενστερνίζονται την εφαρμογή της αγροδασοπονίας – τη μετάβαση από τις τεράστιες μονοκαλλιέργειες του καφέ ή της σόγιας στην πρακτική των ιθαγενών πληθυσμών που συνδύαζαν ποικιλίες αγροτικών προϊόντων σε γειτνίαση με τις δασικές εκτάσεις. Ενα ενδεικτικό παράδειγμα από την περιοχή Τιμπούρι περιλαμβάνει μια φυτεία καφέ δίπλα σε δεντροστοιχίες γκουάβας, ώστε να επωφελείται από τη σκιά, και ανάμεσά τους χωράφια με κασάβα ή νταλ εναλλάξ με άλλα τοπικά δέντρα που διασφαλίζουν την υγρασία και την ευφορία του εδάφους. Εχοντας ιδρύσει μια συμβουλευτική εταιρεία, το δίδυμο αναλύει το τοπικό κλίμα, τη γη και τις καλλιέργειες, υποβάλλει συστηματικές προτάσεις σε γεωργούς και προσφέρει εκπαιδευτικά σεμινάρια διά ζώσης και online. Η ιδέα της αγροδασοπονίας έχει ήδη βρει χρηματοδότηση – και όχι μόνο από μη κυβερνητικές οργανώσεις και φιλανθρωπικούς οργανισμούς. Διεθνείς κολοσσοί όπως η Nestlé και η Natura συμβάλλουν με δικά τους κεφάλαια, ενώ δάνεια για το πέρασμα σε μια γεωργία «δέσμευσης άνθρακα» έχουν εξαγγελθεί από τη νέα κυβέρνηση του Λούλα ντα Σίλβα. Το κόστος της διαφοροποίησης είναι αυξημένο και η πολυποικιλιακή καλλιέργεια είναι εντάσεως εργασίας, όμως σύμφωνα με μελέτη του WWF από το 2020 η αρχική επένδυση καλύπτεται σε δύο χρόνια. Σοβαρότερο πρόβλημα είναι η αλυσίδα παραγωγής. Καθώς στη Βραζιλία η παραγωγή χωρίζεται χονδρικά σε τρεις μεγάλες περιοχές (καφές στα νοτιοανατολικά, σιτάρι στα νοτιοδυτικά, σόγια στα κεντρικά και στον Αμαζόνιο), αν τα αγροκτήματα δεν βρίσκονται κοντά σε κόμβους μεταφορών ή εξαγωγών δεν θα μπορούν να διοχετεύσουν τα προϊόντα τους στην αγορά. «Χρειάζεται πλήρης αναδιοργάνωση σε εθνικό επίπεδο» έλεγε η Κόστα τον περασμένο Ιανουάριο στη Σιάρα Νιούτζεντ του «Time». Το πείραμα, όμως, της Κόστα και του Ζιαντόνι στο Τιμπούρι χρηματοδοτείται από τη μεγάλη αμερικανική αγροβιομηχανική εταιρεία Cargill και την ελβετική τράπεζα UBS, ενώ ένα δεύτερο σχέδιο στο Μάτο Γκρόσο, τη νοτιοδυτική άκρη του Αμαζονίου, υποστηρίζεται από δύο επενδυτικά funds. Εφόσον τα αποτελέσματα δικαιώσουν την προσπάθεια, η ώθηση υπέρ της αγροδασοπονίας θα λάβει διαστάσεις.
Το στοίχημα της σωτηρίας του Αμαζονίου, σύμφωνα με τον Κάρλος Νόμπρε, θα κριθεί εντός της επόμενης δεκαετίας: «Βρισκόμαστε στις παραμονές του σημείου καμπής» τόνιζε στον Αλεξ Κουάντρος. Δίχως αμφιβολία, η κυβερνητική μεταβολή και οι απόπειρες μετατροπής του αγροτικού μοντέλου λογίζονται ως θετικά σημεία, αλλά, ταυτόχρονα, πόρρω απέχουν από το να συνιστούν συγκροτημένο σχέδιο. Οπως και στη συνολική αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, η ανταπόκριση της διεθνούς κοινότητας μοιάζει χλιαρή. Σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο η αίσθηση του επείγοντος απουσιάζει. Τη συνειδητοποίηση της επίσπευσης της πλανητικής υπερθέρμανσης από την πλειονότητα του πληθυσμού της υδρογείου έχει διαδεχθεί, εν μέσω πολλαπλών κρίσεων, γεωπολιτικών υπολογισμών, ανανεωμένου ανταγωνισμού υπερδυνάμεων μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, ένα είδος μαγικής σκέψης που απωθεί τις συνέπειές της. Οσο πρόσωπα σαν τη Λουσιάνα Γκάτι και τον Κάρλος Νόμπρε παραμένουν φωνές βοώντων εν τη ερήμω τόσο λιγότερο πιθανό θα γίνεται να σωθεί ο κόσμος ερήμην του.