Το τέλος των περιπτέρων

Τα περίπτερα, ένας θεσμός της ελληνικής καθημερινότητας που ξεπερνά τον έναν αιώνα ζωής, έχουν βιώσει με σκληρό τρόπο τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης, με τα ερωτήματα για την επιβίωσή τους τα επόμενα χρόνια να εγείρονται αμείλικτα.

Το φθινόπωρο του 1911 το πρώτο περίπτερο της Αθήνας στήθηκε στην οδό Πανεπιστημίου – κατά ένα περίεργο παιχνίδι της τύχης ήταν το ίδιο που «κατάπιε» η γη εξαιτίας της δράσης του μετροπόντικα τον Οκτώβριο του 1997. Κάπως έτσι γεννήθηκε ένας ελληνικός θεσμός, πραγματικά μοναδικός στον κόσμο, με τα περίπτερα να μεταλλάσσονται μέσα στα χρόνια, αντανακλώντας τις περιπέτειες της σύγχρονης Ελλάδας. Τα μικροσκοπικά καταστήματα δρόμου που δημιουργήθηκαν ως ανάγκη για την αποκατάσταση των αναπήρων και των θυμάτων πολέμου ντύθηκαν με χάρτινο χρώμα και πηχυαίους τίτλους μετά την πτώση της χούντας που έφερε την έκρηξη στον Τύπο, για να εξελιχθούν, τα χρόνια της ευμάρειας, σε υπαίθρια μίνι μάρκετ. Σήμερα στα πεζοδρόμια συναντάς όλο και περισσότερα άδεια κουβούκλια ή τετράγωνα σημάδια, σιωπηλούς μάρτυρες μιας εποχής που έχει περάσει ανεπιστρεπτί.

Ο Θοδωρής Μάλλιος, πρόεδρος της Ενωσης Περιπτερούχων Αττικής και Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Μισθωτών Περιπτέρων είναι ξεκάθαρος. «Είναι γεγονός. Πλέον έχουμε μείνει οι μισοί» παραδέχεται. «Πριν από το 2010 υπήρχαν περίπου 11.000 περίπτερα πανελλαδικώς, με τα 3.500 μάλιστα να βρίσκονται στην Αττική και τα 1.300 στον δήμο της Αθήνας. Σήμερα τα περίπτερα πανελλαδικά δεν ξεπερνούν τα 6.000. Και μέρα με τη μέρα κλείνουν όλο και περισσότερα». Ο λόγος πίσω από το μπαράζ των κλειστών περιπτέρων δεν είναι άλλος από την οικονομική κρίση. «Στη χώρα επήλθε καταστροφή. Ηταν δυνατόν να μας αφήσει εμάς αλώβητους;» αναφέρει. «Δεν πουλάμε προϊόντα πρώτης προτεραιότητας, αν εξαιρέσεις τα καπνικά προϊόντα που συνδέονται με την ανάγκη του καπνιστή. Βασιζόμαστε στην αυθόρμητη πώληση. «Σκοντάφτεις» επάνω μας. Εξαιτίας όμως της οικονομικής κρίσης ακόμα και τα λίγα λεπτά διαφοράς στην τιμή τα υπολογίζει σήμερα ο καταναλωτής. Οπότε στρέφεται σε άλλες, πιο φθηνές λύσεις: σουπερμάρκετ, mini market κ.τ.λ.». Την ίδια στιγμή, όπως εξηγεί ο κ. Μάλλιος, η αύξηση της φορολογίας στα καπνικά προϊόντα, τα οποία αποτελούν άλλωστε το 65%-75% του τζίρου ενός περιπτέρου, ήταν ένα ακόμα δυνατό χτύπημα που οδήγησε χιλιάδες περιπτερούχους στην έξοδο από το επάγγελμα. Σε αυτό συνέβαλε φυσικά και το λαθρεμπόριο προϊόντων καπνού – είναι ενδεικτικό ότι η διείσδυση των παράνομων καπνικών στην Ελλάδα από 3% που ήταν το 2009 ξεπερνά σήμερα το 22% -, με τα παράνομα δίκτυα να διακινούν την πραμάτεια τους μέρα μεσημέρι ακόμα και στο κέντρο της πρωτεύουσας.

Πόσο λοιπόν έχει πέσει ο τζίρος; «Δεν μπορώ να σας δώσω ένα νούμερο» αναφέρει. «Εξαρτάται από το κάθε περίπτερο. Γιατί παίζουν ρόλο πολλοί παράγοντες. Υπάρχουν ακόμη περίπτερα που βρίσκονται σε κεντρικά σημεία, που δεν έχουν γύρω τους ανταγωνισμό και δεν έχουν πληγεί τόσο πολύ. Βέβαια πολλά επαφίενται στον ίδιο τον περιπτερά και στο πόσο το κυνηγά. Πόσο αντιλαμβάνεται την εποχικότητα αλλά και τις νέες τάσεις. Σας θυμίζω τι είχε γίνει πριν από έναν χρόνο με τα Spinners. Με τα παραδοσιακά πραγματάκια που έχει ένα περίπτερο δεν μπορείς να κάνεις δουλειά».

Η ιστορία των περιπτέρων

«Αξιος συγχαρητηρίων έγινε ο κ. δήμαρχος, ο οποίος απεφάσισεν την ανέγερσιν πολλών περιπτέρων εις τας Αθήνας, τα οποία θα εκχωρήσει εις τους τραυματίας του πολέμου ή εις μέλη οικογενειών φονευθέντων πολεμιστών. Δεν φαντάζεται κανείς πόσα καλά θα προκύψουν αμέσως-αμέσως εκ της ανεγέρσεως των περιπτέρων. Τα περίπτερα θα είναι ένας στολισμός της πόλεως, θα εξυπηρετηθούν διά αυτών και θα εύρουν πόρο ζωής πλείστοι ανάπηροι των δύο πολέμων. Θα εξαπλωθή διά του μέσου τούτου το ελληνικόν έντυπον, είτε εφημερίς, είτε περιοδικόν, είτε φυλλάδιον, είτε βιβλίον. Θα γίνουν επίσης αιτία όπως αι μεγάλαι επαρχιακαί μας πόλεις κινηθούν λιγάκι και μιμηθούν λιγάκι την πρωτεύουσαν…». Η πρώτη αναφορά στα περίπτερα γίνεται στην εφημερίδα «Σκριπ» στις 20 Οκτωβρίου 1919.

Λέγεται ότι οι ρίζες τους βρίσκονται στα μικρά καπνοπωλεία που εμφανίστηκαν μετά την απελευθέρωση στο Ναύπλιο και στη συνέχεια στην Αθήνα, ενώ η ονομασία τους προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «περίπτερος», δηλαδή ναός περιβαλλόμενος από σειρά κιόνων. Η ιδέα για τη δημιουργία τους γεννήθηκε μέσα από τις πληγές των Βαλκανικών Πολέμων και αποτέλεσε λύση για τους ανάπηρους και τους τραυματίες, που έλαβαν και τις πρώτες άδειες. Την ίδια στιγμή όμως ο «θεσμός» εξυπηρέτησε τον έλεγχο του καπνικού εμπορίου από το κράτος και απέφερε πολύ υψηλά έσοδα.

Κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου στα περίπτερα πωλούνταν μόνο εφημερίδες, τσιγάρα και κάποια υποτυπώδη ζαχαρώδη προϊόντα. Το 1934 ο επιχειρηματίας Γιάννης Γεωργακάς έφερε την πρώτη καινοτομία. Ιδρυσε το περίπτερο με το όνομα Μινιόν, αρχικά στην οδό Σταδίου και μετά στην Αιόλου 104. Για πρώτη φορά κλείνει τις δύο πλαϊνές πτέρυγές του και τις μετατρέπει σε βιτρίνες όπου εκθέτει διάφορα είδη: στυλό, γυαλιά, είδη ξυρίσματος, σουγιάδες, ψαλίδια κ.λπ. Το εγχείρημά του έμελλε να γίνει ο προπομπός του πολυκαταστήματος «Μινιόν». Η δεκαετία του 1950 αποτελεί έναν ακόμα σταθμό, καθώς τοποθετούνται τα πρώτα τηλέφωνα, τα οποία συνήθως εξυπηρετούν ολόκληρες περιοχές, όπως μπορούμε να δούμε και σήμερα στις ταινίες της εποχής.

Τα επόμενα χρόνια μπαίνουν οι βάσεις για την ανάπτυξη των περιπτέρων και αρχίζουν να αναγνωρίζονται οι ενοικιαστές τους ως τάξη επαγγελματιών. Αμέσως μετά την πτώση της χούντας η έκρηξη στον Τύπο οδηγεί και στη διεύρυνση του ωραρίου τους. Ετσι τα περίπτερα κατηγοριοποιούνται, αφού κάποια εστιάζουν στον Τύπο και άλλα στα καπνικά και ζαχαρώδη είδη. Από το 1980 μέχρι το 2000, η πώληση προϊόντων υγειονομικού ενδιαφέροντος είναι η αιτία που τα περίπτερα επεκτείονται και καταλαμβάνουν και άλλον χώρο για να τοποθετήσουν τα ψυγεία τους.

 

Η επόµενη µέρα

Η οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2008 δεν άφησε αλώβητα τα περίπτερα, ενώ από το 2012 υπήρξαν μεγάλες νομοθετικές αλλαγές ως προς την αδειοδότησή τους. Ετσι όλες οι αρμοδιότητες για άδειες και την παραχώρηση κοινόχρηστου χώρου πέρασαν αποκλειστικά στους δήμους. Πλέον ο δήμος έχει τη δυνατότητα να μετατοπίσει το περίπτερο σε άλλη θέση ή ακόμα και να καταργήσει την άδεια. Το σημαντικότερο είναι ότι το επάγγελμα απελευθερώθηκε μερικώς, καθώς πλέον μόνο το 30% των αδειών διατίθενται για κοινωνική πολιτική, ενώ το υπόλοιπο 70% των θέσεων ο δήμος υποχρεούται να το διαθέσει μέσω διαγωνισμού. Τα περίπτερα σιγά-σιγά κλείνουν. Είναι ενδεικτικό ότι ο Δήμος Αθηναίων επί θητείας Γιώργου Καμίνη έχει απομακρύνει 352 εγκαταλελειμμένα και ανενεργά περίπτερα, ενώ το επόμενο διάστημα αναμένεται να απομακρυνθούν άλλα 29.

«Τα εγκαταλελειμμένα περίπτερα ήταν μια πληγή για την Αθήνα. Αφού μετά από συστηματική δουλειά ξεκαθαρίσαμε ποια ήταν αδύνατον να ξαναλειτουργήσουν, αρχίσαμε τη διαδικασία απόσυρσής τους για να αποδώσουμε τα πεζοδρόμια που καταλάμβαναν στους πεζούς» αναφέρει στο ΒΗMAgazino o δήμαρχος Αθηναίων Γιώργος Καμίνης. «Οπως ξέρετε, έχουμε απελευθερώσει περισσότερα από 300 σημεία σε όλη την πόλη, ισομερώς στο κέντρο και στις γειτονιές. Οταν όμως τα πεζοδρόμια απαλλάσσονται από αυτά τα εγκαταλελειμμένα περίπτερα, δεν απελευθερώνεις μόνο περισσότερο ελεύθερο χώρο αλλά αναβαθμίζεις αισθητικά και την εικόνα της πόλης. Πιστέψτε με, η προσπάθεια για περισσότερο ελεύθερο δημόσιο χώρο είναι καθημερινή».

«Αυτές οι απομακρύνσεις δεν είναι απαραίτητα κακές» σχολιάζει και ο Θοδωρής Μάλλιος. «Επρόκειτο για κενωθέντα περίπτερα που δεν λειτουργούσαν. Βέβαια δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε ότι με το ισχύον νομικό πλαίσιο, το οποίο είναι ιδιαίτερα περίπλοκο, οι δήμοι έχουν το δικαίωμα να μας καταστρέψουν ή να μας δώσουν χάρη». Τον ρωτώ για το ενοίκιο που πληρώνει σήμερα ένας περιπτερούχος. «Τι να σας πω. Μπορεί να ξεκινά από τα 200 ευρώ και να φτάνει μέχρι και τα 2.000 ευρώ τον μήνα. Κοιτάξτε, εγώ προσωπικά ανήκω στην κάστα των ενοικιαστών. Εχουμε ταλαιπωρηθεί πολύ. Αν και είμαστε καθ’ όλα εμπορική δραστηριότητα, ανήκαμε σε διαφορετικό καθεστώς που επέτρεπε να γινόμαστε έρμαια στις διαθέσεις των ανθρώπων στους οποίους ανήκαν οι άδειες των περιπτέρων. Πολλοί δεσμευόμαστε από συμβόλαια χρόνων και αναγκαζόμαστε να πληρώνουμε υπέρογκα ποσά που δεν συμβαδίζουν πλέον με την εποχή. Και μάλιστα από την ξεροκεφαλιά αυτών των ανθρώπων που δεν ήθελαν να ρίξουν το ενοίκιο πολλοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το περίπτερό τους. Φυσικά, αν κάποιος πάει να ενοικιάσει τώρα από την αρχή ένα περίπτερο, τα ενοίκια είναι πολύ πιο χαμηλά».

Την ίδια στιγμή, παρά την κρίση, είναι φανερό ότι τα περίπτερα περνούν σε μιαν άλλη εποχή και έχουν γίνει πιο μοντέρνα, πιο «διαστημικά» και πιο ομοιόμορφα. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελούν εκείνα του δικτύου Kiosky’s που δραστηριοποιείται στον χώρο. «Η ανάγκη για ένα οργανωμένο δίκτυο μικρών σημείων λιανικής προέκυψε το 2007, όταν και δημιουργήθηκε το δίκτυο kiosky’s, που αποτέλεσε και αποτελεί μέχρι και σήμερα τον συνδετικό κρίκο της βιομηχανίας με το μικρό σημείο και του μικρού σημείου με τον καταναλωτή» αναφέρουν οι υπεύθυνοι της εταιρείας και συμπληρώνουν: «Σε μια δύσκολη οικονομικά εποχή, που η πτώση της κατανάλωσης είναι καταλυτική, ο εκσυγχρονισμός του περιπτέρου είναι απαραίτητος προκειμένου να επιτευχθεί η εμπορική επιβίωση. Στο πλαίσιο αυτό η Kiosky’s εισάγει στα περίπτερα μοντέρνες μεθόδους διαχείρισης που είναι πλέον απαραίτητες ακόμα και σε τόσο μικρές επιχειρήσεις». Το μεγάλο ερώτημα πάντως παραμένει: «Θα επιβιώσουν τα περίπτερα;».

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.