Στην αρχή νόμιζα ότι είναι τυχαίο. Αφιέρωσα λίγο παραπάνω χρόνο και κατάλαβα ότι μόνο έτσι δεν είναι το πράγμα. Ισως να το έχετε παρατηρήσει και εσείς. Τα τελευταία χρόνια αρχίζουν να απουσιάζουν ολοένα και περισσότερο οι πραγματικές κριτικές σε καλλιτεχνικά δημιουργήματα – κυρίως σε ό,τι έχει να κάνει με τα βιβλία, τους ελάχιστους δίσκους τραγουδιών που κυκλοφορούν πια και τις ταινίες που παίζονται στα σινεμά. Αν κάπου εξακολουθεί να γίνεται κριτική αυτό συμβαίνει στις θεατρικές παραστάσεις, ο σχολιασμός των οποίων δεν έχει αλλάξει σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, ίσως γιατί οι άνθρωποι που γράφουν για το θέατρο παραμένουν βασικά οι ίδιοι.
Τα Μέσα, ηλεκτρονικά και έντυπα, εξακολουθούν να αφιερώνουν αρκετό χώρο για δημοσιεύματα κριτικής: αυτό που έχει αλλάξει είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνονται την κριτική, τουλάχιστον οι νεότεροι που έχουν αποφασίσει να σηκώσουν το βάρος της. Ομολογώ ότι μεγάλωσα σε εποχές που η κριτική ήταν η πρώτη εξαδέλφη της απόρριψης – θέλω να πω ότι όταν διάβαζα ένα κριτικό σημείωμα ζούσα πάντα με τον φόβο ότι ο κριτικός θα αναλωθεί στο να εξηγήσει γιατί το δημιούργημα με το οποίο ασχολείται είναι μία μάλλον χαμένη ευκαιρία. Ο κριτικός με τον οποίο εγώ μεγάλωσα σχεδόν πάντα είχε να αντιτείνει κάτι το οποίο ήταν αληθινά καλύτερο από το δημιούργημα με το οποίο όφειλε να καταπιαστεί. Αν έγραφε για ένα μυθιστόρημα, τις πιο πολλές φορές ισχυριζόταν ότι υπάρχουν τουλάχιστον δύο του ίδιου συγγραφέα που είναι αρκετά καλύτερα. Αν έπρεπε να παρουσιάσει ένα βιβλίο Ιστορίας, σχεδόν πάντα υποστήριζε πως κυκλοφορούν στην αγορά κάποια βιβλία που καταπιάνονται με το ίδιο αντικείμενο αλλά διακρίνονται από μεγαλύτερη πληρότητα. Αν έπρεπε να κρίνει τον δίσκο ενός συνθέτη ή ενός τραγουδιστή, ήταν τόσο αυστηρός ώστε σε υποχρέωνε να ψάξεις τις προηγούμενες δουλειές του ίδιου αρτίστα για να δεις αν το νέο του πόνημα ήταν βήμα μπροστά ή βήμα πίσω. Φυσικά οι σκληρότεροι όλων των κριτικών ήταν συνήθως αυτοί που έγραφαν για κινηματογράφο. Για να αποσπάσει μία ταινία έναν καλό λόγο από τον Βασίλη Ραφαηλίδη ή από τον Χρήστο Βακαλόπουλο έπρεπε να είναι πραγματικά κάτι αληθινά σπουδαίο. Η ταμπέλα τού αριστουργήματος προέκυπτε δύσκολα και μόνο για ταινίες που έχουν αντέξει στον χρόνο. Οι κριτικοί έγραφαν με έναν τρόπο που σου επέβαλλε να πας στο σινεμά για να δεις αν η αυστηρότητά τους ήταν καλοπροαίρετη ή κακοπροαίρετη. Αυτή η αυστηρότητα δημιουργούσε πάρα πολλές φορές συνθήκες κάθετων διαχωρισμών και απερίγραπτης έντασης ανάμεσα στους ίδιους τους κριτικούς: οι καβγάδες π.χ. του μακαρίτη Τεό Αγγελόπουλου για το σινεμά ήταν σε ορισμένες περιπτώσεις πολύ πιο ενδιαφέροντες από τις ίδιες τις ταινίες του. Η κριτική τα παλιά χρόνια είχε μια αυτοτέλεια: ήταν η ίδια ένα είδος τέχνης – πολλές φορές ο κριτικός, με τον ελιτισμό του, την υπέρμετρη σκληρότητά του και τη σπάνια ικανότητά του να διακρίνει παραλείψεις και λάθη, γινόταν αντιπαθητικός και στον ίδιο τον πιστό αναγνώστη του. Η σχέση μαζί του περνούσε από χιλιάδες κύματα ακριβώς γιατί ο κριτικός ένιωθε την υποχρέωση να πείσει τον αναγνώστη του για τη δικαιοσύνη της κρίσης του. Η δικαιοσύνη, ως γνωστόν, είναι τυφλή, ενίοτε και πολύ σκληρή. Ο,τι δηλαδή δεν είναι πια η σύγχρονη κριτική.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.