Σε λίγες ημέρες θα γίνει διαθέσιμο το βιβλίο «Μίμης Πλέσσας. Ποιος το ξέρει… 70 χρόνια δημιουργίας» (εκδ. Μίνωας), το οποίο έχει γράψει και επιμεληθεί η σύζυγος του σπουδαίου συνθέτη Λουκίλα Καρρέρ-Πλέσσα. Τα κείμενα δεν έχουν βασιστεί σε πρόσφατες εξιστορήσεις αλλά σε υλικό που η συγγραφέας συγκεντρώνει εδώ και αρκετά χρόνια: «Ο Μίμης για πολλές ώρες μοιραζόταν μνήμες μιας ζωής μαζί μου. Κάπως έτσι άρχισα να γράφω και τη «βιογραφία» του. Τον παρακάλεσα να μου αφηγηθεί κομμάτια της ζωής του. Μου μιλούσε σε ένα κασετοφωνάκι κι εγώ μετά καθόμουν με τις ώρες και αποδελτίωνα τα λεγόμενά του, γράφοντάς τα στον πρώτο μου υπολογιστή – σε δισκέτες τότε. Αυτή η αγαπημένη μας συνήθεια κρατάει μέχρι σήμερα. Πολλές φορές τού δείχνω μια φωτογραφία και ξετυλίγει μνήμες και συναισθήματα. Εγώ τον ηχογραφώ και μετά τα αποδελτιώνω» εξηγεί σε κάποιο κεφάλαιο τη μέθοδο με την οποία δούλεψε.
Το πόνημά της διατρέχει ολόκληρη τη μέχρι σήμερα προσωπική και επαγγελματική πορεία του Μίμη Πλέσσα σε ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον ανάγνωσμα. Χαριτωμένη η εξιστόρηση της πρώτης τους γνωριμίας: Η συγγραφέας είχε πάει με τους γονείς της, με αφορμή την ονομαστική της εορτή, σε κέντρο όπου έπαιζε ο Μίμης Πλέσσας και όταν την πλησίασε για να της ευχηθεί, εκείνη, αφού τον ευχαρίστησε, του εξέφρασε ένα μικρό παράπονο: «Και ομολογώ ότι λυπήθηκα που δεν άκουσα το αγαπημένο μου «Τόσα καλοκαίρια», το «Ολα δικά σου, μάτια μου», το «Γλυκά πονούσε το μαχαίρι» και τόσα άλλα». Η απάντησή του την άφησε άφωνη: «Κορίτσι μου, με μπερδεύεις. Αυτά τα τραγούδια που μου λες δεν είναι δικά μου». Μιλάμε για τα μέσα των 80s, τότε που το ελαφρολαϊκό τραγούδι των δεκαετιών που είχαν προηγηθεί είχε χάσει το έρεισμά του στην κοινωνία και ακόμη και ο ίδιος ο Πλέσσας είχε ξεχάσει ότι είχε συνθέσει κομμάτια που σήμερα θεωρούνται διαχρονικά. «Κάπως έτσι άρχισαν όλα. Επί τρία χρόνια από εκείνο το γιορτινό βράδυ και την πρώτη μας γνωριμία, πηγαινοερχόμουν τρεις φορές την εβδομάδα από το Μετς, όπου ήταν το πατρικό μου σπίτι, στην Πλάκα, όπου είχε μόλις μετακομίσει ο Μίμης, φορτωμένη δισκάκια και βιντεοκασέτες, στις οποίες είχα γράψει όλες τις ελληνικές ταινίες με μουσική του Μίμη. Τα ακούγαμε και τα βλέπαμε παρέα και, κάθε φορά που του «σύστηνα» ένα δημιούργημά του, ο Μίμης συμπλήρωνε: «Καλά, κι εσύ πού τα ξέρεις όλα αυτά; Εγώ ούτε που τα θυμάμαι…»» αναφέρεται στο βιβλίο.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.