Μόλις τον περασμένο Αύγουστο άνοιξε τις πόρτες του στο Midtown της Νέας Υόρκης ένα από τα μόλις τρία ξενοδοχεία Aman που βρίσκονται σε αστικό περιβάλλον και όχι σε κάποιον απομονωμένο φυσικό παράδεισο της Γης – τα άλλα δύο είναι στο Τόκιο και τη Βενετία και αναμένονται σύντομα δύο ακόμη ηλιόλουστα resorts, το ένα στο Μπέβερλι Χιλς και το άλλο στο Μαϊάμι.
Στον κλάδο των ξενοδοχείων πολυτελείας το όνομα Aman – το οποίο στα σανσκριτικά σημαίνει «ειρήνη» – ήταν πάντοτε μια κατηγορία από μόνο του. Με έδρα την Ελβετία, ο όμιλος διαθέτει υπερπολυτελείς μονάδες σε εξωτικούς προορισμούς όπως είναι οι ακτές του Βιετνάμ, τα βουνά του Μπουτάν, οι ελαιώνες του Μαρόκου, τα πευκοδάση της Νοτιοδυτικής Τουρκίας, αλλά και το δικό μας μαγευτικό Πόρτο Χέλι – η συγκεκριμένη μονάδα ονομάζεται Amanzoe.
Η πρώτη μονάδα, το Amanpuri, άνοιξε το 1988 στο Πουκέτ της Ταϊλάνδης και από την πρώτη ημέρα λειτουργίας της πρέσβευε την απλότητα του ζεν. Δεν υπήρχαν τηλεοράσεις, ούτε ανελκυστήρες, ρεσεψιόν ή μίνι μπαρ. Κανένα δελτίο Τύπου δεν ανακοίνωσε το opening και ως επί το πλείστον ο ιδρυτής του ξενοδοχείου – και μετέπειτα συνεταίρος του Ντορονίν – Εϊντριαν Ζέτσα βασίστηκε στο δίκτυο των καλών φίλων του. Ανάμεσα στους πρώτους πελάτες ήταν ο Σον Πεν και ο Μάικλ Φοξ και μετέπειτα ακολούθησαν οι Μπιλ Γκέιτς, Μαρκ Ζάκερμπεργκ, Νόβακ Τζόκοβιτς, κ.ά.
Η αναζήτηση της κατάλληλης τοποθεσίας για το ξενοδοχείο που θα κατασκευαζόταν στη Νέα Υόρκη διήρκησε μία ολόκληρη δεκαετία, αλλά τελικά το 2015 επελέγη το Crown Building, ο πανέμορφος art deco ουρανοξύστης που βρίσκεται στη γωνία της 5ης Λεωφόρου και της 57ης οδού. Στους πιο κάτω ορόφους του κτιρίου λειτουργεί το ξενοδοχείο, ενώ στους 20 τελευταίους βρίσκονται διαμερίσματα, με το ρετιρέ να καταλαμβάνει τους πέντε ορόφους της κορυφής. Ενδεικτικά, οι 20 από τις 22 κατοικίες έχουν ήδη πουληθεί, το ρετιρέ από έναν ασιάτη επιχειρηματία για 180 εκατομμύρια δολάρια – το τρίτο πιο ακριβό σπίτι που αγοράστηκε ποτέ στις ΗΠΑ και το ακριβότερο στο «Μεγάλο Μήλο». Τα υπόλοιπα διαμερίσματα κοστίζουν λίγο περισσότερα από 70 εκατομμύρια δολάρια έκαστο.
Οσο για το ξενοδοχείο, οι τιμές ανά βραδιά για ένα απλό δωμάτιο κυμαίνονται στα 3.200 δολάρια, ενώ και για σουίτα αγγίζουν τις 15.000. Η πρόσβαση στους χώρους, ακόμη και στα εστιατόρια, εκτός από το υπόγειο jazz bar, δεν είναι ανοιχτή στο ευρύ κοινό, ενώ παράλληλα υπάρχει και members’ only club με κόστος εγγραφής 200.000 δολάρια και ετήσια συνδρομή 15.000 δολάρια. Και ενώ ακούγεται τόσο ακριβό, η λίστα αναμονής για το συγκεκριμένο club είναι μεγάλη.
Ενας Bond των επιχειρήσεων
Ενα αρκετά μεγάλο κομμάτι της «γοητείας» του Aman οφείλεται και στον ιδιοκτήτη του, τον 60χρονο Βλαντισλάβ Ντορονίν, ο οποίος έγινε ευρύτερα γνωστός στους διεθνείς κοσμικούς κύκλους εξαιτίας της σχέσης του με το supermodel των 90s, Ναόμι Κάμπελ. Γεννημένος τον Νοέμβριο του 1962 στο σοβιετικό Λένινγκραντ, εγκαταστάθηκε στη Γενεύη αμέσως μετά την αποφοίτησή του από το Κρατικό Πανεπιστήμιο Λομονόσοφ της Μόσχας στα μέσα των 80s και έλαβε την ελβετική υπηκοότητα. Αφού απέκτησε το μεταπτυχιακό του στη Διοίκηση Επιχειρήσεων, άρχισε να εργάζεται για τον αμερικανό έμπορο Μαρκ Ριτς, ο οποίος είχε καταφύγει στην Ελβετία αφού κατηγορήθηκε στις ΗΠΑ για φοροδιαφυγή και οικονομικές απάτες. Οι σοβιετικές επιχειρήσεις αποτελούσαν βασικό κομμάτι των συναλλαγών του Ριτς, ο οποίος είχε καλλιεργήσει σχέσεις με υψηλά ιστάμενους του Κόμματος και μπορούσε να αγοράζει εμπορεύματα σε τεχνητά χαμηλές τιμές για να τα πουλήσει στη συνέχεια στην παγκόσμια αγορά πέντε ή δέκα φορές πάνω από την αξία τους.
Το 1991 ο Ντορονίν επέστρεψε στη Ρωσία και ίδρυσε την πρώτη του εταιρεία, την Capital Group, η οποία ξεκίνησε ως ένα είδος δορυφόρου της εταιρείας του Ριτς που εμπορευόταν πετρέλαιο και μέταλλα. Αργότερα η εταιρεία επικεντρώθηκε στο real estate, καθώς μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ οι ευκαιρίες στον συγκεκριμένο τομέα ήταν άφθονες.
Η στενή σχέση του Ντορονίν με τον τότε δήμαρχο της Μόσχας Γιούρι Λουζκόφ (1992-2010) τον βοήθησε ώστε να γίνει ένας από τους κορυφαίους εργολάβους της μεγαλούπολης, χτίζοντας ουρανοξύστες και άλλα σημαντικά κτίρια. Προσέλαβε ικανούς κατασκευαστές και κορυφαίους αρχιτέκτονες, συμπεριλαμβανομένης της Ζάχα Χαντίντ, και κάπως έτσι ο κομψός, γυμνασμένος και αρρενωπός Ντορονίν, τον οποίο συχνά αποκαλούσαν «ο Ρώσος Τζέιμς Μποντ» ή «ο Ρώσος Ντόναλντ Τραμπ» δημιούργησε την τεράστια περιουσία του. Τον Φεβρουάριο του 2014 ο Ντορονίν έγινε ο κύριος μέτοχος του ομίλου Aman και έπειτα από δικαστικές μάχες έγινε ο μοναδικός ιδιοκτήτης το 2016, ενώ το ξενοδοχείο της Νέας Υόρκης ολοκληρώθηκε, όπως προαναφέρθηκε, τον περασμένο Αύγουστο.
Το εντυπωσιακό είναι ότι παρά το γεγονός ότι ο Ντορονίν είναι ένας προβεβλημένος δισεκατομμυριούχος, με προφίλ όμοιο με εκείνο των ολιγαρχών του Πούτιν, στους οποίους ολόκληρη η Δύση έχει επιβάλει αυστηρά μέτρα για τον περιορισμό του πλούτου τους και των επιχειρηματικών τους κινήσεων, ο ίδιος φαίνεται να μην επηρεάζεται ιδιαίτερα από το όλο κλίμα. Αλλωστε έχει φροντίσει να αποστασιοποιηθεί αρκετά, τονίζοντας ότι γεννήθηκε στην πρώην Σοβιετική Ενωση, μια χώρα πολύ διαφορετική από τη σημερινή Ρωσία, της οποίας δεν υπήρξε ποτέ πολίτης, ότι είναι εδώ και πάρα πολλά χρόνια, από το 1992, μόνιμος κάτοικος Ελβετίας, κάτοχος μόνο ελβετικού διαβατηρίου και έχει δημοσίως καταδικάσει τον πόλεμο κατά της Ουκρανίας. Το τελευταίο αναγκάστηκε να το κάνει όταν διαδηλωτές συγκεντρώθηκαν έξω από το Crown Building του Μανχάταν απαιτώντας να μάθουν τη στάση του στο θέμα του πολέμου.
Στα άδυτα του Aman ΝΥ
Designer του εντυπωσιακού ξενοδοχείου στην καρδιά της Νέας Υόρκης είναι ο βέλγος αρχιτέκτονας Ζαν-Μισέλ Γκατί, ο οποίος έχει εργαστεί σε περισσότερα από 15 Aman, αρχής γενομένης από τη δεκαετία του 1980. Το πολυτελές κατάλυμα διαθέτει συνολικά 83 δωμάτια και σουίτες, με επιφάνεια που ξεκινά από τα 69 τετραγωνικά μέτρα. Σε κάθε δωμάτιο υπάρχουν τζάκι αερίου, δρύινα πατώματα, τηλεοράσεις επίπεδης οθόνης και μεγάλα μπάνια. Ολοι οι επισκέπτες έχουν πρόσβαση σε μια μεγάλη, καταπράσινη βεράντα, σε εσωτερική πισίνα, μία σάουνα και έναν θάλαμο κρυοθεραπείας, ενώ το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό του ξενοδοχείου είναι η γαλήνη που κυριαρχεί στους χώρους. Αν και βρίσκεται σε ένα από τα πιο πολυσύχναστα σημεία της μεγαλούπολης, μέσα στο Aman δεν ακούγεται κανένας απολύτως από τους εξωτερικούς θορύβους. Είναι κάτι για το οποίο φρόντισαν επισταμένως οι δημιουργοί του στην προσπάθειά τους να εγκαθιδρύσουν την απόλυτη ηρεμία που χαρακτηρίζει και τα υπόλοιπα θέρετρα του ομίλου που όμως δεν βρίσκονται σε πυκνοκατοικημένες περιοχές.
Ηρεμία και χαλάρωση μπορεί κανείς να απολαύσει και στους τρεις ορόφους (9ο, 10ο και 11ο) που καταλαμβάνει το πολυτελές spa (Aman Spa New York). Σχεδιασμένο με φυσικά υλικά και με προσοχή σε κάθε λεπτομέρεια, προσφέρει ένα ταξίδι ευεξίας και μάλιστα με την επίβλεψη ιατρών και άλλων ειδικών. Οι εγκαταστάσεις του χώρου ευεξίας αποτελούνται από Spa Houses, σε καθένα από τα οποία υπάρχει ένα μαρμάρινο χαμάμ ή ένα ευρύχωρο Banya, μια ξύλινη σάουνα, μια διπλή αίθουσα περιποίησης, ένα άνετο σαλόνι με τζάκι, μια μεγάλη ιδιωτική εξωτερική βεράντα με ζεστό μπάνιο και κρύα πισίνα που καλύπτεται από στέγαστρο για να μπορεί να χρησιμοποιείται καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου.
Τα top εστιατόρια
Οπως κάθε ξενοδοχείο που σέβεται τον εαυτό του, έτσι και το Aman New York προσφέρει ξεχωριστές γαστρονομικές προτάσεις στις εγκαταστάσεις του. Τα δύο εστιατόρια που δεν είναι ανοικτά στο κοινό είναι το Arva και το Nama. Το όνομα Arva στα λατινικά σημαίνει «καλλιεργημένη γη». Πρόκειται για ένα ιταλικό εστιατόριο με παραδοσιακή κουζίνα που διέπεται από τις αρχές της βιωσιμότητας. Υλικά που προέρχονται μόνο από τοπικές φάρμες και φρέσκα ψάρια από τον ωκεανό μετατρέπονται, υπό την καθοδήγηση του Executive Chef, σε πεντανόστιμα πιάτα ενός μενού που αλλάζει με τις εποχές.
Στο ίδιο μήκος κύματος και το Nama, το οποίο προσφέρει αυθεντική ιαπωνική κουζίνα (washoku) και μάλιστα στη λογική του «omakase», δηλαδή ενός μενού πολλαπλών πιάτων που επιλέγει ο σεφ Τακούμα – ομακάσε στα ιαπωνικά σημαίνει «το αφήνω πάνω σου», στη συγκεκριμένη περίπτωση στον σεφ. Τα υλικά φθάνουν στην κουζίνα φρέσκα καθημερινά, ενώ οι πελάτες μπορούν να παρακολουθήσουν την πραγματική ιεροτελεστία της προετοιμασίας του φαγητού.
Τέλος, στο ξενοδοχείο υπάρχουν και τα Garden Terrace για γεύματα στο ύπαιθρο και μάλιστα με καταπληκτική θέα στο Midtown, Lounge Bar με ελαφριά πιάτα συνοδεία αλκοολούχων ποτών, και Jazz Club, ένα είδος μπαρ που είναι χαρακτηριστικό της Νέας Υόρκης.