Απόσταγμα μιας βαθύτερης κατανόησης των κλιματικών αλλαγών που είναι εμφανείς σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης τα τελευταία χρόνια, η μνημειώδης έκθεση της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, που συνέπεσε χρονικά με τις φονικές πυρκαγιές στην Ελλάδα το περασμένο καλοκαίρι, κατέληγε στο συμπέρασμα ότι ο άνθρωπος προλαβαίνει, έστω και την ύστατη ώρα, να αποτρέψει το σενάριο του ολέθρου.
Στα συμπεράσματά τους κυβερνητικοί εκπρόσωποι και διακεκριμένοι επιστήμονες από όλον τον κόσμο επισήμαιναν πως εκατομμύρια άνθρωποι σε κάθε γωνιά της Γης ζουν ήδη σε μέρη ευάλωτα στην κλιματική αλλαγή. Ταυτόχρονα, καθώς επιδεινώνονται οι κλιματικές επιπτώσεις, υπογράμμιζαν ότι εκατομμύρια άλλοι θα αντιμετωπίσουν στο άμεσο μέλλον έντονες ελλείψεις σε νερό και τροφή, θα απολέσουν τη γη τους, θα στερηθούν πόρους ή θα έρθουν αντιμέτωποι με ξηρασίες, θανατηφόρους καύσωνες και τεράστιες πλημμύρες. Πολλά από τα οικοσυστήματα του πλανήτη θα αγγίζουν όλο και περισσότερο τα όριά τους και δεκάδες είδη θα εξαφανιστούν.
Συνοπτικά, η έκθεση περιέγραφε ένα ζοφερό μέλλον, με την ανθρωπότητα πολύ σύντομα να εισέρχεται σε τροχιά κλιματικών καταστροφών. Το επόμενο κρίσιμο ραντεβού δόθηκε τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς στη Γλασκώβη, στη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή, και εκεί οι 197 συμμετέχουσες χώρες έπρεπε να έρθουν με συγκεκριμένες προτάσεις στο τραπέζι, όπως και έγινε. Μια αίσθηση προόδου είχε επικρατήσει.
Δεκάδες χώρες ανέλαβαν νέες δεσμεύσεις για το κλίμα, οι οποίες ήταν πιο ξεκάθαρες από τη Συμφωνία του Παρισιού, συμφώνησαν για τον τερματισμό της αποψίλωσης των δασών έως το 2030, για τη μείωση των εκπομπών αερίων. Ηταν σαφές ότι γύριζαν επιτέλους την πλάτη στον άνθρακα.
Μόλις τέσσερις μήνες αργότερα, ο ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν θα εξαπέλυε έναν αδυσώπητο πόλεμο εναντίον μιας ανεξάρτητης, κυρίαρχης και ελεύθερης χώρας, ο οποίος θα άλλαζε άρδην τα δεδομένα. Η παγκόσμια κοινότητα έστρεψε το βλέμμα στις πολεμικές επιχειρήσεις και όταν πια η έκτη αξιολόγηση της IPCC ήρθε στο φως λίγες ημέρες μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία με ακόμη πιο σοκαριστικές προβλέψεις, πέρασε στα «ψιλά» γράμματα. «Το μήνυμα πνίγηκε σε έναν ποταμό ειδήσεων στον οποίο κυριαρχούσαν οι πυροβολισμοί και οι θάνατοι», όπως εύστοχα επισημαίνει ο αρθρογράφος του Bloomberg Αντρέας Κλουθ.
Εκτοτε και μέχρι σήμερα η ρωσική εισβολή μονοπωλεί την επικαιρότητα και ο κόσμος έχει ξεχάσει τη διάσωση του κλίματος. Οχι άδικα. «Οταν βλέπεις τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, τις απίστευτες φρικαλεότητες, τους ανθρώπους να σκοτώνονται, να βασανίζονται, να βιάζονται, είναι φυσικό να μη σκέφτεσαι τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις» αναφέρει στο CNN η Νατάλια Γκόζακ, εκτελεστική διευθύντρια του Κέντρου Περιβαλλοντικών Πρωτοβουλιών EcoAction στο Κίεβο. Ωστόσο, μεγάλο θύμα αυτού του πολέμου είναι το ίδιο το περιβάλλον και οι δραματικές (πιθανότατα μη αναστρέψιμες) για την εξέλιξη της κλιματικής αλλαγής επιπτώσεις του.
Ρημαγμένη γη
Για την ίδια την Ουκρανία, η οποία είχε υποστεί ήδη μια ανείπωτη οικολογική καταστροφή από το πυρηνικό δυστύχημα του Τσερνόμπιλ, η ρωσική εισβολή έχει καταφέρει ένα τεράστιο πλήγμα στο περιβάλλον, στα καταφύγια άγριας ζωής,σ τα οικοσυστήματα και στους φυσικούς πόρους. Από την έναρξη των εχθροπραξιών μέχρι σήμερα επιστήμονες έχουν τεκμηριώσει εκατοντάδες περιβαλλοντικά εγκλήματα, όπως επιθέσεις σε βιομηχανικές εγκαταστάσεις που έχουν μολύνει τα υπόγεια ύδατα, το έδαφος και τον αέρα, καθιστώντας ολόκληρες περιοχές μη ασφαλείς για διαβίωση.
Η καταστροφή είναι ολοκληρωτική. Καμένη γη, δέντρα κομμένα, χωράφια κατεστραμμένα από πυραύλους και ένας τεράστιος όγκος από εγκαταλελειμμένα στρατιωτικά οχήματα που ρυπαίνει τα εδάφη. Εκατοντάδες σπίτια, κτίρια, μνημεία, εκκλησίες έχουν μετατραπεί σε μια άμορφη μάζα ερειπίων. Οι Αρχές στο Ιρπίν, για παράδειγμα, έχουν απαγορεύσει στους ανθρώπους να πηγαίνουν στο δάσος έξω από την πόλη εξαιτίας των ναρκών και των βλημάτων που δεν έχουν εκραγεί.
Την ίδια ώρα, δορυφορικές εικόνες δείχνουν ότι στην Ανατολική και Νότια Ουκρανία οι πυρκαγιές που ξέσπασαν από τις εκρήξεις κατέκαψαν τεράστιες εκτάσεις, ενώ εκατοντάδες στρέμματα γόνιμης γης τώρα μολύνονται από τα υπολείμματα, τα βαρέα μέταλλα και τα χημικά στοιχεία που φέρουν πύραυλοι και πυρομαχικά των Ρώσων. Καταστροφές που θα παραμείνουν αισθητές για δεκαετίες μετά τον πόλεμο. «Οι Ρώσοι δεν δολοφονούν μόνο ανθρώπους, αλλά δολοφονούν το μέλλον μας και τη μελλοντική μας ευημερία» λέει χαρακτηριστικά η Γκόζακ.
Κλονίστηκαν οι κλιματικοί στόχοι
Για τον υπόλοιπο κόσμο, η εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία εκτροχίασε τους πράσινους στόχους της μείωσης κατά 55% ως το 2030 των εκπομπών άνθρακα και την επίτευξη του καθαρού μηδενός ως το 2050. Οι παγκόσμιες ηγεσίες αναγκάστηκαν να σκίσουν τα χρονοδιαγράμματα για την πράσινη μετάβαση. Στην αναζήτησή τους για πιο ασφαλή ενεργειακά αποθέματα, πολλές χώρες στράφηκαν βραχυπρόθεσμα ακόμη περισσότερο στα ορυκτά καύσιμα και άλλες επιδόθηκαν σε έναν αγώνα δρόμου για να μπορέσουν να εφοδιαστούν από μη ρωσικές πηγές, ώστε να εξασφαλίσουν τη θέρμανση των νοικοκυριών, των εργοστασίων και τις μεταφορές αγαθών για τα επόμενα χρόνια.
Επιπλέον, «η κρίση δημιούργησε αστάθεια στις τιμές ενέργειας και όταν συμβαίνει αυτό οι ψηφοφόροι είναι δυσαρεστημένοι. Οι πολιτικοί συνεπώς περιορίζουν τις φιλοδοξίες τους για την πράσινη μετάβαση γιατί δεν θέλουν να κατηγορηθούν για την άνοδο των τιμών, άρα οι στόχοι για την καταπολέμηση της υπερθέρμανσης πηγαίνουν πίσω» αναφέρει σε σχετικό podcast ο Τζεφ Κόλγκαν, πολιτικός επιστήμονας και διευθυντής του Climate Solutions Lab στο αμερικανικό Ινστιτούτο Watson.
Η σύγκρουση σημαίνει επίσης ότι η παγκόσμια συνεργασία για την κλιματική αλλαγή, η οποία πρέπει να περιλαμβάνει μεγάλους παραγωγούς ρύπων όπως η Ρωσία ή η Κίνα, θα γίνει ακόμα πιο δύσκολη. Ηδη τα σημάδια ότι οι χώρες αυτές θα βελτίωναν τις δεσμεύσεις τους ήταν ελάχιστα ελπιδοφόρα. «Φαίνονται ακόμη λιγότερο ελπιδοφόρα τώρα, δεδομένου του εύρους που θα επηρεάσει η κατάσταση στην Ουκρανία» σχολιάζουν οι «Financial Times».
Κρυμμένη ευκαιρία;
Παρ’ όλα αυτά, η αναταραχή έδωσε ταυτόχρονα μια αίσθηση κατεπείγοντος η οποία θα μπορούσε να αποδειχθεί σημείο καμπής προς την πράσινη μετάβαση: «Πιστεύω ότι τα πρόσφατα γεγονότα θα επιταχύνουν πραγματικά τη στροφή προς πιο πράσινες πηγές ενέργειας σε πολλά μέρη τον κόσμο» έγραψε στην ετήσια επιστολή του προς τους μετόχους ο Λάρι Φινκ, διευθύνων σύμβουλος του κολοσσού διαχείρισης επενδύσεων BlackRock Inc.
Αποτελεί επίσης μια ευκαιρία ώστε οι ηγεσίες να επιταχύνουν τη λήψη αποφάσεων για να απογαλακτιστούν από τη ρωσική ενέργεια και δη οι ευρωπαϊκές, στις οποίες η Ρωσία παρέχει το 40% του φυσικού αερίου για τις ενεργειακές τους ανάγκες. Μια εξάρτηση η οποία οφείλεται εν πολλοίς στις πολιτικές που ακολούθησε για πολλές δεκαετίες η Γερμανία, καθιστώντας όμηρο την Ευρώπη, αφού επέλεγε ρωσικές προμήθειες έναντι των εισαγωγών από τις ΗΠΑ ή αλλού.
Προ μηνός, ΕΕ και ΗΠΑ ήρθαν σε συμφωνία για την προμήθεια υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG). Στο πλαίσιο αυτής της πρωτοβουλίας, η Ουάσιγκτον θα παράσχει εφέτος στη Γηραιά Ηπειρο επιπλέον 15 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα LNG, ενώ, όπως αναφέρει η «Wall Street Journal», οι ΗΠΑ σχεδιάζουν να ενισχύσουν τις αποστολές LNG στην Ευρώπη, με στόχο να αποστέλλουν 50 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα ετησίως μέχρι το 2030.
Την ίδια ώρα, η ΕΕ παρουσίασε το σχέδιο «REPowerEU» με στόχο τον σταδιακό τερματισμό της εξάρτησής της από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα που συν τοις άλλοις ο Πούτιν χρησιμοποιεί ως οικονομικό και πολιτικό όπλο. Το εν λόγω σχέδιο αποτελείται από τρεις άξονες: την εξοικονόμηση ενέργειας, τη διαφοροποίηση του ενεργειακού εφοδιασμού και την επιτάχυνση της ενσωμάτωσης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας για την αντικατάσταση των ορυκτών καυσίμων στα σπίτια, στη βιομηχανία και στην παραγωγή ενέργειας.
Οπως εξηγεί στο ΒΗΜΑgazino o Χάρης Δούκας, αν. καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο: «Η ΕΕ στοχεύει να αυξήσει σε επίπεδα-ρεκόρ τις εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) και φυσικού αερίου μέσω αγωγών από διεθνείς εταίρους. Ως επόμενο βήμα, η Επιτροπή δημιουργεί έναν «κοινό μηχανισμό αγορών», όπως διαμορφώθηκε ένας αντίστοιχος για κοινή προμήθεια εμβολίων, που θα διαπραγματεύεται και θα συνάπτει συμβάσεις για αγορές αερίου για λογαριασμό των συμμετεχόντων κρατών-μελών. Στο ίδιο άξονα, η Επιτροπή θα διευκολύνει την ενεργειακή διαφοροποίηση και τη δημιουργία μακροπρόθεσμων συνεργασιών με προμηθευτές, συμπεριλαμβανομένης της συνεργασίας για το υδρογόνο ή/και άλλες πράσινες τεχνολογίες. Μάλιστα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον αποτελεί η αναφορά στους διαδρόμους υδρογόνου στη Μεσόγειο.
Στον τρίτο και ίσως πιο σημαντικό άξονα, «μια μαζική κλιμάκωση και επιτάχυνση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, στη βιομηχανία, στα κτίρια και στις μεταφορές θα επιταχύνει την ανεξαρτησία μας, θα δώσει ώθηση στην πράσινη μετάβαση και θα μειώσει τις τιμές με την πάροδο του χρόνου» τονίζει η Επιτροπή. Για αυτό και προτείνει να αυξηθεί ο βασικός στόχος του 2030 για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας από 40% σε 45% στο πλαίσιο του πακέτου «Fit for 55». Παράλληλα, παρουσιάζει μια ευρωπαϊκή στρατηγική για την ηλιακή ενέργεια από φωτοβολταϊκά, με διπλασιασμό της ισχύος έως το 2025 και εγκατάσταση 600 GW έως το 2030, καθώς και την πρωτοβουλία «Solar Rooftop Initiative» με σταδιακή νομική υποχρέωση εγκατάστασης ηλιακών συλλεκτών σε νέα δημόσια και εμπορικά κτίρια και νέα κτίρια κατοικιών. Προτείνονται μέτρα για την ενσωμάτωση της γεωθερμικής και της ηλιακής θερμικής ενέργειας σε συστήματα θέρμανσης, καθώς και συστάσεις της Επιτροπής για την αντιμετώπιση της αργής και πολύπλοκης αδειοδότησης έργων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Τέλος, καθορίζονται νέα εργαλεία, όπως μια νέα Βιομηχανική Συμμαχία για το βιομεθάνιο, και οικονομικά κίνητρα για την αύξηση της παραγωγής βιομεθανίου στα 35 bcm έως το 2030, μεταξύ άλλων, μέσω της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής».
Εν τούτοις, όπως προσθέτει ο κ. Δούκας, το σχέδιο της Κομισιόν δεν περιλαμβάνει κάποιο νέο εργαλείο χρηματοδότησης που θα βοηθούσε τα κράτη-μέλη να αντιμετωπίσουν το επιβαρυμένο ενεργειακό κόστος. «Eτσι, χώρες δημοσιονομικά αδύναμες, όπως η Ελλάδα, καλούνται να αντιμετωπίσουν αυτό το κόστος με ίδιους πόρους. Η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού μηχανισμού αγοραστών ενέργειας με βάση την πρόταση Ντράγκι παραπέμπεται στο μέλλον και σε εθελοντική βάση, ενώ η επιβολή πλαφόν στις διεθνείς τιμές του φυσικού αερίου προς το παρόν δεν εξετάζεται. Τα μέτρα για την πράσινη μετάβαση και την κλιματική κρίση, ενώ βρίσκονται στη σωστή κατεύθυνση, δεν βάζουν την αίσθηση του κατεπείγοντος, καθώς δεν θέτουν υποχρεωτικότητα».
Ο κ. Δούκας καταλήγει ότι το «REPower EU» είναι ένα πολύ φιλόδοξο σχέδιο όσον αφορά τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, χωρίς όμως να απαντά στις πρώτες ύλες που θα χρειαστούν. «Για παράδειγμα, θα ασκηθούν σημαντικές πιέσεις στις προμήθειες σπάνιων γαιών και μόνιμων μαγνητών, οι οποίοι σήμερα παράγονται κατά 98% στην Κίνα. Συνεπώς, χρειάζεται να ανασχεδιαστούν οι εφοδιαστικές αλυσίδες και νέα επενδυτικά προγράμματα για κάλυψη ενός ποσοστού από ευρωπαϊκές χώρες».
Πόλεμος και περιβάλλον
Οι στρατοί του κόσµου αντιπροσωπεύουν περίπου το 6% του συνόλου των εκποµπών αερίων του θερµοκηπίου και πολλές κυβερνήσεις δεν αναφέρουν καν στοιχεία για τις εκποµπές από στρατιωτικές δραστηριότητές τους. Αυτό που λίγοι γνωρίζουν είναι πως ακόµη και σε καιρό ειρήνης οι στρατοί καταναλώνουν τεράστιες ποσότητες «βρώµικης» ενέργειας. Τα εκατοντάδες κτίρια του υπουργείου Αµυνας των ΗΠΑ, για παράδειγµα, αντιπροσωπεύουν το 40% της χρήσης ορυκτών καυσίµων. Αυτά περιλαµβάνουν εγκαταστάσεις εκπαίδευσης, κοιτώνες, εργοστάσια παραγωγής και άλλα κτίρια στις σχεδόν 800 βάσεις παγκοσµίως. Σε χώρες όπως η Ελβετία και το Ηνωµένο Βασίλειο τα υπουργεία Αµυνας καταναλώνουν οµοίως τα περισσότερα ορυκτά καύσιµα µεταξύ των κυβερνητικών υπηρεσιών. Αλλες χώρες µε τεράστιους στρατούς, όπως η Κίνα, η Σαουδική Αραβία, η Ρωσία και το Ισραήλ, δεν αναφέρουν τις συνολικές εκποµπές τους, αλλά το µοτίβο είναι το ίδιο.
Καθώς οι χώρες σε ολόκληρο τον κόσµο δίνουν περισσότερα χρήµατα στους στρατούς τους, η χρήση ορυκτών καυσίµων αυξάνεται είτε υπάρχουν συγκρούσεις είτε όχι. Και ενώ η απλή διατήρηση ενός στρατού επιβαρύνει το κλίµα, o πόλεµος µεγιστοποιεί τη δυναµική. Για παράδειγµα, οι ΗΠΑ και οι συµµαχικές δυνάµεις έχουν εκτοξεύσει περισσότερες από 337.000 βόµβες και πυραύλους σε άλλες χώρες τα τελευταία 20 χρόνια. Τα αεροσκάφη που µεταφέρουν αυτά τα όπλα καίνε περί τα 16,2 λίτρα βενζίνης ανά µίλι, ενώ κάθε έκρηξη απελευθερώνει πρόσθετες εκποµπές αερίων του θερµοκηπίου, καταστρέφει τη βλάστηση, το έδαφος και υποβαθµίζει το τοπίο.
Η κίνηση των βαρέων στρατιωτικών οχηµάτων αφήνει αποτυπώµατα στα πεδία των µαχών, τα οποία, όπως λένε επιστήµονες, µπορεί να µην επανέλθουν ποτέ στην προηγούµενη κατάσταση.