Στους στενούς, επαρχιακούς δρόμους έξω από την Εξ-αν-Προβάνς οι οδηγοί τρέχουν δίχως σύνεση. Είναι ένα ιδιαίτερα αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό αυτού του τοπίου που είναι μεν όμορφο με τις θαμνώδεις εκτάσεις και τους δεντρόφυτους λόφους αλλά δεν φέρει δα και το απόλυτο κλέος όπως ενδεχομένως αναμένει κανείς στο άκουσμα του φορτισμένου αισθητικά τοπωνυμίου «Προβηγκία» όπου και εντάσσεται γεωγραφικά. Μια απότομη στροφή όμως και ξαφνικά το τοπίο αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς ανάμεσα στους λόφους και μέσα σε αμπελώνες που φαντάζουν ατελείωτοι προβάλλει ένα τεράστιο ημικυλινδρικό, μεταλλικό κτίριο ακουμπισμένο στην επίπεδη πλευρά του. Λίγο παραδίπλα, μια εξίσου τεράστια αράχνη μοιάζει να κατευθύνεται προς αυτό και να έχει κοντοσταθεί απλώς για να ανασυντάξει δυνάμεις. Θα ήταν μια συνάντηση κορυφής εάν όντως συνέβαινε, καθώς η αράχνη «Crouching Spider» (2003) της Λουίζ Μπουρζουά θα αναμετριόταν με το δημιούργημα «Cuverie» (2008) του Ζαν Νουβέλ, με τα ζαρωμένα φύλλα χάλυβα.

Ο Πάντι Μακ Κίλεν σε παλαιότερη φωτογραφία του, φεύγοντας από το High Court του Λονδίνου, όπου εκδικαζόταν νομική του διαμάχη με τους αδελφούς Μπάρκλεϊ για το ξενοδοχείο Claridge’s.

Αυτή είναι μία μόνο από τις δεκάδες «συναντήσεις» που λαμβάνουν χώρα στο Château La Coste, σε περίπου 26 χιλιόμετρα απόσταση από την Εξ-αν-Προβάνς. Εκεί δηλαδή όπου η παραγωγή κρασιού συνδυάζεται με τη φιλοξενία υψηλών προδιαγραφών, την παγκόσμιας κλάσης γαστρονομία και την εικαστική δημιουργία που φέρει την υπογραφή των πιο διάσημων εικαστικών και αρχιτεκτόνων. Και όλα αυτά δίχως να υπάρχει Château καθαυτό, λεπτομέρεια ήσσονος σημασίας, όπως αποδεικνύεται. Αρκεί να πούμε ότι το γλυπτό της Μπουρζουά κοσμεί τη μία από τις τρεις δεξαμενές νερού που πλαισιώνουν ένα κτίριο του ιάπωνα αρχιτέκτονα Ταντάο Αντο, το Κέντρο Τεχνών (Art Centre, 2011) του Château, στο εσωτερικό του οποίου βρίσκονται δυσδιάστατα έργα της Μπουρζουά αλλά και του Ντέμιαν Χιρστ. Στις άλλες δύο δεξαμενές είναι τοποθετημένα δύο γλυπτά, ένα του Χιρόσι Σουτζιμότο και το «Small Crinkly» (1976) του Αλεξάντερ Κάλντερ.

Τα πεντάστερα ξενοδοχεία The Berkeley και Connaught έχουν συνδεθεί με τον ιρλανδό billionaire.

Στο «Art Centre» οι επισκέπτες κόβουν τα εισιτήριά τους (αξίας 25 ευρώ) και με έναν χάρτη ανά χείρας μπορούν να επιδοθούν σε ένα κυνήγι θησαυρού για να ανακαλύψουν περί τα 40 έργα που βρίσκονται διάσπαρτα σε ένα τμήμα των 570 στρεμμάτων όπου εκτείνεται το «Château». Δεν είναι δα και μια δύσκολη αποστολή, καθώς τα «έργα» είναι ως επί το πλείστον γιγάντιες εγκαταστάσεις ή κανονικά αρχιτεκτονικά περίπτερα. Από τον «νεολιθικό» τοίχο του Σον Σκάλι «Wall of Light Cubed, 2007» που αποτελείται από περισσότερους από 1.000 τόνους ασβεστόλιθου σε τρεις αποχρώσεις, τον τάφο της Σοφί Καλ μέσα στο δάσος όπου «κείτονται τα μυστικά των περιπατητών» («Dead End», 2018), ως το πλακόστρωτο του Αϊ Γουέι Γουέι με πέτρες που εξασφάλισε από τη διαχρονική πύλη της Ευρώπης, το λιμάνι της Μασσαλίας («Ruyi Path», 2017), ή τη σπηλιά του εμβληματικού καλλιτέχνη της land art, Αντι Γκολντσγουόρθι, ο οποίος έχει «χτίσει» έναν θόλο, από ξύλα βελανιδιάς που καλλιεργείται στη Βουργουνδία, πίσω από έναν πέτρινο τοίχο («Oak Room», 2009), το Château La Coste συνιστά μια υπαίθρια έκθεση γλυπτικής που απαιτεί από τους επισκέπτες και αντοχές αθλητών trekking.

Το έργο «Wall of Light Cubed» (2007) του Σον Σκάλι που αποτελείται από περισσότερους από 1.000 τόνους ασβεστόλιθου.

Τα δε αρχιτεκτονήματά του, σχεδιασμένα από οκτώ αρχιτέκτονες, επτά εκ των οποίων βραβευμένοι με Pritzker, περιλαμβάνουν από το λευκό και κατάφωτο περίπτερο του Βραζιλιάνου Οσκαρ Νιμάγερ, το οποίο σχεδίασε λίγο προτού πεθάνει στα 105 του χρόνια το 2012 έτσι ώστε να θυμίζει τις καμπύλες του γυναικείου σώματος και άνοιξε πρόσφατα, ως τη «μισοβυθισμένη ρεγκάτα» του Ρέντσο Πιάνο (Pavillon d’Exposition, 2017) ή το ατάκτως ερριμμένο «Pavillon de Μusique» (2008) που είχε σχεδιάσει ο Φρανκ Γκέρι για το καλοκαιρινό περίπτερο της Serpentine Gallery και βρήκε τη θέση του στο Château το 2012. Την τιμητική του πάντως έχει ο προαναφερθείς Ταντάο Αντο, ο οποίος έχει σχεδιάσει μέχρι στιγμής πέντε κτίσματα, ανάμεσά τους και ένα παρεκκλήσι.

Λεπτομέρεια του «Κέντρου Τεχνών» του Ταντάο Άντο.

Ο ξένιος «Πάντι»

«Να ένα πραγματικό πάρκο αρχιτεκτονικής και εικαστικών τεχνών» μπορεί να αναφωνήσει κάποιος, αρκεί να μην το πει στον ιδιοκτήτη του Château La Coste, γιατί, όπως έχει δηλώσει, δεν του αρέσει αυτός ο χαρακτηρισμός. Είναι ο Ιρλανδός Πάτρικ ή Πάντι Μακ Κίλεν, μεγάλος και τρανός hotelier, με επιχειρηματική εμπλοκή σε 23 ξενοδοχεία σε τρεις ηπείρους (ας αναφέρουμε ενδεικτικά το τρίπτυχο Claridge’s, The Berkeley, The Connaught στο Λονδίνο, στα οποία ήταν μέχρι πρόσφατα συνιδιοκτήτης) και με περιουσία της τάξης των 3,5 δισ. στερλινών για το 2016 σύμφωνα με την εφημερίδα «The Irish Times». Ο Μακ Κίλεν είναι και λάτρης της τέχνης, όπως μπορεί να αποφανθεί κανείς, και ακόμα περισσότερο της αρχιτεκτονικής, όπως μπορεί να διαβάσει σε συνεντεύξεις του στον βρετανικό Τύπο. Ενας κατά δήλωσή του «καταπιεσμένος αρχιτέκτονας», προσωπικός φίλος των starchitects που γνώρισε μέσα από τις ξενοδοχειακές του δραστηριότητες, με πρώτο και καλύτερο τον Ρίτσαρντ Ρότζερς, ο οποίος εννοείται ότι πρόλαβε να σχεδιάσει το δικό του περίπτερο στο Château προτού πεθάνει το 2021.

Πανοραμική άποψη του Pavillion d’ Exposition (2017) του Ρέντσο Πιάνο.

H «Gallery» (2020) είναι μια μακρόστενη κατασκευή, επί της ουσίας ένας πρόβολος μήκους 27 μέτρων, που αιωρείται στον γκρεμό. Ο Μακ Kίλεν είναι εκείνος που τον έπεισε να σχεδιάσει και ένα μπαλκόνι για να βρίσκεται το μικρό κτίσμα σε επαφή με εκείνα «των καλύτερων φίλων του Ρότζερς». «Εργα του Ρέντσο Πιάνο, που ήταν ο σύντροφός του στη δημιουργία (βλέπε Κέντρο Ζορζ Πομπιντού), του Νόρμαν Φόστερ, με τον οποίο επίσης συνεργάστηκε, του Οσκαρ Νιμάγερ, τον οποίο θαύμαζε πολύ, των Γκέρι, Αντο, που ήταν οι καλύτεροί του φίλοι. Από αυτό το μπαλκόνι μπορείς να τους δεις όλους». Το περίπτερο του Ρότζερς φιλοξενεί περιοδικές εκθέσεις, όπως και εκείνο του Πιάνο, και μάλιστα αυτόν τον καιρό παρουσιάζονται σε αυτό έργα του Μπομπ Ντίλαν. Συγκεκριμένα, τα ζωγραφικά έργα του Μπομπ Ντίλαν – διότι υπάρχει και μια μεγάλη γλυπτική εγκατάστασή του στο «πάρκο» με φορτηγά-βαγόνια από σφυρήλατο σίδερο – τα οποία στο πλαίσιο της έκθεσης «Drawn Blank in Provence» (μέχρι και σήμερα, 6/11) αντιπαρατίθενται με έργα των Σαγκάλ, Ματίς, Μονέ (!). Το θαυμαστικό στην παρένθεση είναι εκκωφαντικό γιατί μολονότι ο Ντίλαν είναι ο κορυφαίος της μουσικής και της στιχουργικής, στη ζωγραφική η αλήθεια είναι ότι δεν τα καταφέρνει εξίσου. Πάντως, εκτός από καταπιεσμένος αρχιτέκτονας, ο Μακ Κίλεν είναι μάλλον και καταπιεσμένος εικαστικός «πολύ σεμνός για να ομολογήσει ότι συνεισφέρει σημαντικά στα σχέδια των καλλιτεχνών», όπως για παράδειγμα ότι ταξίδεψε μαζί με τον Σον Σκάλι σε λατομείο της Πορτογαλίας για να βοηθήσει να επιλεγούν οι πολύχρωμες πέτρες στο έργο του.

Το μονοπάτι που οδηγεί στην είσοδο του Pavillion d’ Exposition (2017) του Ρέντσο Πιάνο.

Στο Château La Coste υπάρχουν πέντε εκθεσιακοί χώροι στους οποίους φιλοξενούνται εκθέσεις κάθε 3-4 μήνες, με αποτέλεσμα ο καλλιτεχνικός διευθυντής του πρότζεκτ, Ντάνιελ Κένεντι, να είναι «από τους πιο πολυάσχολους επαγγελματίες του είδους». Τουλάχιστον ένα νέο έργο και/ή περίπτερο τοποθετείται κάθε χρόνο, με τους καλλιτέχνες να έχουν απόλυτη ελευθερία ως προς τη θεματική αλλά και το σημείο που θα τοποθετηθεί το δημιούργημά τους. Πάντως, οι μπουλντόζες μοιάζουν να αποτελούν μόνιμο αξεσουάρ στον χώρο, καθώς επιπλέον ο Μακ Κίλεν ετοιμάζει άλλο ένα ξενοδοχείο που θα είναι πιο οικονομικό από το ήδη υπάρχον (θα το έχει σχεδιάσει και αυτό ο Ταντάο Αντο). Η δε γαλλική κυβέρνηση τον έχει χρίσει αξιωματικό του Τάγματος ων Τεχνών και των Γραμμάτων για τη συνεισφορά του στον πολιτισμό.

 

Η «Gallery» (2020) του Ρίτσαρντ Ρότζερς είναι ένας πρόβολος.

Οίνος και τέχνες

Γεννημένος στο Μπέλφαστ το 1955, ο Πάντι Μακ Κίλεν διδάχθηκε από νωρίς τι σημαίνει φιλοξενία, καθώς στην οικογενειακή επιχείρηση επισκευών και κατασκευής αυτοκινήτων ο πατέρας του υποδεχόταν τους πελάτες σε δωμάτιο στρωμένο με μοκέτα και με μια καφετιέρα αναμμένη για το απαραίτητο κέρασμα. «Οταν έχεις να κάνεις με κόσμο στη δουλειά σου, τότε σημαίνει ότι ασχολείσαι με τη φιλοξενία. Δεν νομίζω ότι είναι κάτι που περιορίζεται μόνο στην ιδιοκτησία ξενοδοχείων και εστιατορίων» έχει πει. Ξεκινώντας με το Temple Hotel στο Δουβλίνο το 1985, ο Μακ Κίλεν έχτισε μια αυτοκρατορία στον χώρο υιοθετώντας με τη σειρά του μια πιο αντισυμβατική προσέγγιση, με την έννοια ότι δεν υπήρξε στυγνός τεχνοκράτης. Η ανάγκη του να δραπετεύει τα Σαββατοκύριακα και βέβαια η αγάπη του για το κρασί τον οδήγησαν να αγοράσει το 2004 έναν αρχαίο αμπελώνα γνωστό για τον ροζέ οίνο του και να δημιουργήσει εκεί ένα οινοποιείο που παράγει βιολογικό κόκκινο κρασί (Grenache and Syrah) όπως και λευκό (Chardonnay and Sauvignon). Από κοντά και ένα resort, το Villa La Coste, μαζί με τέσσερα εστιατόρια, το ένα εκ των οποίων φέρει τη σφραγίδα του διάσημου αργεντίνου σεφ Φράνσις Μάλμαν. Η μεγάλη πρωτοτυπία του όλου εγχειρήματος είναι βέβαια το πάρκο γλυπτικής. «Είχα ήδη τον Κάλντερ και σκέφτηκα ότι αντί να τον κρατάω σε ένα υπόγειο θα μπορούσα να τον τοποθετήσω στο κτήμα» έχει πει ο Μακ Κίλεν. Εχοντας κατά νου το υπαίθριο μουσείο Storm King Art Center στην κοιλάδα του ποταμού Χάντσον στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης και την τεράστια συλλογή γλυπτών του, άρχισε να αγοράζει έργα για να εμπλουτίσει αυτό που θα αποδεικνυόταν από τα πιο φιλόδοξα πρότζεκτ του. Για παράδειγμα, στην περίπτωση της Λουίζ Μπουρζουά, γοητευμένος από έργα της που είχε δει στο Μουσείο του Σάο Πάολο πριν από περίπου 30 χρόνια, την προσέγγισε, τη γνώρισε και προσπάθησε να την πείσει να του πουλήσει μία από τις μπρούντζινες αράχνες της για το Château La Coste. Εκείνη είχε τις αμφιβολίες της, γιατί ήθελε να πουλάει έργα της μόνο σε μουσεία. Ωστόσο κατάφερε να την πείσει εξηγώντας της ότι η προαναφερθείσα «crouching spider» της θα έμενε εκτεθειμένη σε έναν δημόσιο χώρο (το συγκεκριμένο γλυπτό το βλέπεις δίχως να χρειαστεί να πληρώσεις εισιτήριο), δίπλα σε ένα κτίριο του Ταντάο Αντο και πάνω στο νερό, επιχειρήματα που έκαμψαν τις αντιστάσεις της. Ο Μακ Κίλεν αγόρασε πολλά έργα της προτού εκείνη φύγει από τη ζωή το 2010. Πρόκειται να στεγαστούν σε ένα κτίριο του Ζαν Νουβέλ, έναν χωμάτινο θόλο καλυμμένο με βλάστηση που είναι μια προσέγγιση συναφής με το έργο του για το Μusée du quai Branly στο Παρίσι, άλλη μια συναρπαστική συνάντηση της εικαστικού με γάλλο αρχιτέκτονα που αναμένεται να κλέψει όλες τις εντυπώσεις.