Είναι δύσκολο να φανταστείς την Ντέινα Σουτς να έχει υπάρξει το «κουλ κορίτσι» της τάξης. Οπως δηλαδή αυτό νοείται και απεικονίζεται συνήθως μέσα από τη μαζική αμερικανική κουλτούρα, τις ταινίες και τις σειρές.
Απείχε από τον συρμό, όχι μόνο της ποπ κουλτούρας αλλά και της εικαστικής σκηνής της γενιάς της, και αυτός είναι βέβαια και ένας λόγος που ξεχώρισε από αυτόν μέσα από τη δουλειά της: μια νέα εκδοχή της αναπαραστατικής ζωγραφικής βασισμένης σε μια ενεργή, ενίοτε νοσηρή φαντασία, με ζωηρά χρώματα και χειρονομιακή προσέγγιση, σε διαρκή αναζήτηση και εξέλιξη των εκφραστικών της μέσων.
Δεν πρέπει να υπήρξε ποτέ ο τύπος της ντροπαλής κοπέλας που ζωγραφίζει στο έργο της «Daughter» (2000), η οποία με συστολή και αμηχανία φοράει την «Προέλευση του Κόσμου» (1866) – τον πίνακα του Γκιστάβ Κουρμπέ με το γυναικείο αιδοίο σε πρώτο πλάνο – σε στάμπα στο μπλουζάκι της.
Η Σουτς ανήκει στους ανθρώπους που κοιτούν τον κόσμο με ακονισμένο μάτι για τις ανεπαίσθητες λεπτομέρειές του, με ευαισθησία, συμπονετική προδιάθεση και λεπτή ειρωνεία, γι’ αυτό είναι σε θέση να σχολιάζει με τον τρόπο της όσα γίνονται γύρω της, δημιουργώντας μικρούς, συναρπαστικούς ζωγραφικούς γρίφους προς επίλυση.
Eίναι ευτυχής η συγκυρία λοιπόν που στην Αθήνα και στη Συλλογή Οικονόμου (The George Economou Collection) στο Μαρούσι παρουσιάζεται η έκθεση «The Ιsland», στην οποία μέσα από μόλις είκοσι έργα της, ελαιογραφίες και μολύβια σε χαρτί, αναδεικνύεται, στο μέτρο του δυνατού, η καλλιτεχνική της εξέλιξη από τις αρχές των 00s έως και σήμερα.
Δύο από αυτά προέρχονται από τη Συλλογή Οικονόμου, ενώ τα υπόλοιπα είναι δανεισμοί από το εξωτερικό – τον Καναδά, τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη. Η δε επιμέλεια της έκθεσης έγινε από την Κόρτνεϊ Τζ. Μάρτιν, σε στενή συνεργασία με την καλλιτέχνιδα και τη Σκάρλετ Σματάνα, διευθύντρια της Συλλογής Γιώργου Οικονόμου.
Κολυμπώντας και κλαίγοντας
Η έκθεση ξεκινά από το ισόγειο, το οποίο λειτουργεί ως προθάλαμος και περίληψη της πορείας που έχει διανύσει η Σουτς από όταν ήταν ακόμα μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης έως και σήμερα. Από όταν δηλαδή ζωγράφιζε τον προαναφερθέντα πίνακα «Daughter» (2000) και προσπαθούσε να βρει τον προσωπικό τρόπο έκφρασής της σε μια εποχή όπου το ρεύμα πήγαινε πολλούς αμερικανούς καλλιτέχνες προς τον μινιμαλισμό και την αφαιρετική ζωγραφική.
Η «Κόρη» με την ήσυχη παραστατικότητά της στέλνει πολλά μηνύματα προς ανάγνωση χάρη στο ηχηρό statement της στάμπας στην μπλούζα που «τη φοράει» αντί η ίδια να κατοικεί στο ρούχο: μια γυναίκα αμήχανη για τη σεξουαλικότητά της και αιώνια δέσμια της μάνας που της έδωσε πνοή και με την οποία θα πρέπει να αναμετρηθεί, μετρώντας απώλειες και κέρδη, για να ακολουθήσει την προσωπική της πορεία.
Ακριβώς όπως η Σουτς ως καλλιτέχνις γνωρίζει ότι υπάρχει πίσω της ένα συγκλονιστικό παρελθόν αναπαραστατικής ζωγραφικής και έργα όπως το συγκεκριμένο, το οποίο ήταν «μοντέρνο» προτού καν εφευρεθεί ο όρος.
Στο ισόγειο παρουσιάζεται και ο πίνακας «Swimming, Smoking, Crying» (2009), όπου πλέον το ιδίωμα της Σουτς έχει αρχίσει να ξεφεύγει από την αυστηρή κλασική αναπαράσταση, ζωγραφίζοντας το υπερμέγεθες πρόσωπο της γυναίκας που προσπαθεί να κολυμπήσει ενόσω καπνίζει και κλαίει.
Δύσκολο να μην το δεις ως ένα πορτρέτο της γυναίκας-multitasker, που αποτυπώνει την υπαρξιακή της αμφιθυμία – αν και η 48χρονη Σουτς, που έχει τρία ανήλικα παιδιά, δεν είχε γίνει ακόμη μητέρα όταν έκανε τον πίνακα.
Σε κάθε περίπτωση, αρνείται ότι τα έργα της είναι αυτοπροσωπογραφίες ή έστω πορτρέτα συγκεκριμένων ανθρώπων-χαρακτήρων. «Οι πίνακες συχνά λένε περισσότερα για εμάς που τους βλέπουµε από ό,τι για το περιεχόμενό τους.
Εάν αξίζουν ως έργα, προκαλούν διαρκώς νέες αναγνώσεις» έχει πει. Στους πίνακες «Carpool» (2016) και «Mountain Group» (2018) οι διαστάσεις μεγαλώνουν, στη δεύτερη περίπτωση φτάνουν σχεδόν τα 3×4 μέτρα, οι συνθέσεις γίνονται πολυπληθέστερες και οι καταστάσεις εντός τους ακόμα πιο παράδοξες.
Πρόσωπα που θυμίζουν κούκλες ή μαριονέτες εγκολπώνονται «το γκροτέσκο που υπάρχει εκεί έξω στην κοινωνία», όπως δηλώνει η Σουτς, «το οποίο απλώς ρέει και προσκολλάται σε πίνακες που ζωγραφίζω και με έναν τρόπο δίνει μορφή στις φιγούρες και στις συνθέσεις τους».
Τι συμβαίνει όταν τρως τον εαυτό σου;
Η τμηματική εισαγωγή στο έργο της Σουτς συνεχίζεται και στους επόμενους δύο ορόφους του κτιρίου της Συλλογής Οικονόμου, όπου τα έργα δεν παρουσιάζονται με χρονολογική σειρά αλλά βάσει της εξέλιξης της καλλιτεχνικής της φωνής. Αρχικά δίνεται έμφαση στα πορτρέτα της για να αναδειχθεί η προσοχή που δίνει στα πρόσωπα.
Οπως όταν προσπαθεί να αποτυπώσει τη φευγαλέα και εκρηκτική φύση του φταρνίσματος («Sneeze», 2001), μεταφράζοντας σε ζωγραφική την αίσθηση και την ενέργεια της ακούσιας αυτής δράσης. Ή όταν ζωγραφίζει ένα πρόσωπο προσπαθώντας να δώσει απάντηση σε ένα απίθανο ερώτημά της: «Τι θα συνέβαινε αν μπορούσες κυριολεκτικά να φας τον εαυτό σου; Θα μπορούσες να τον χωνέψεις, θα εξακολουθούσες να υπάρχεις;» («Face Eater», 2004).
Η Σουτς χρησιμοποιεί αυτό το παράλογο, όσο και κωμικό, premise για να εξερευνήσει «την ιδέα της επανεφεύρεσης του εαυτού που αντανακλά ευρύτερες ιδέες για την αμερικανική ταυτότητα και τη συνεχή αυτο-ανανέωση», σύμφωνα με την ίδια.
Και το κάνει με τρόπο που δείχνει ότι ανατρέχει ακόμα στη σύγχρονη αμερικανική παράδοση της αναπαράστασης, όπως στο έργο του Τζορτζ Κόντο. Βέβαια η εκλεκτική συγγένεια είναι παροδική, καθώς στο έργο της Σουτς θα παραμείνουν κυρίως οι επιρροές των σύγχρονων great masters.
Ο κατακερματισμός της εικόνας στην κυβιστική προσέγγιση, για παράδειγμα, θα της δώσει τη δυνατότητα να ζωγραφίσει το κορίτσι που φοράει όλα του τα ρούχα ταυτόχρονα («Getting Dressed All at Once», 2012), ενώ ο γερμανικός εξπρεσιονισμός θα τη βοηθήσει να δώσει υπόσταση στον πίνακα «Dear Painter» (2023), ένα από τα πιο πρόσφατα έργα της συλλογής, το σημείο όπου βρίσκεται η δουλειά της στην παρούσα χρονική στιγμή.
Μια πιο σωματική ζωγραφική, με έντονα χρώματα, πολλαπλές δράσεις εντός του κάδρου και φιγούρες-μοχθηρές καρικατούρες, βγαλμένες από έναν δυσάρεστο αλλά παραδόξως ελκυστικό εφιάλτη.
Eνα από τα δομικά στοιχεία της δουλειάς της που υπήρξαν σταθερά παρόντα είναι το χιούμορ, υποδόριο αλλά σαρκαστικό και καίριο. «O τρόπος που λειτουργεί για εμένα είναι ότι φέρνει μια αιφνίδια αναστάτωση σε ένα οικοδόμημα λογικής, σε μια ροή συνειρμών. Σε αυτόν τον καθρέφτη που γίνεται για λίγο το έργο, όταν το κοιτάς και μπαίνεις μέσα του, δημιουργεί μια ρωγμή που προσφέρει μια εκτόνωση» σύμφωνα με τη Σουτς.
Σε αυτόν τον όροφο παρουσιάζονται και τα έργα της που είναι φιλοτεχνημένα με κάρβουνο σε χαρτί, με πιο πρόσφατο από αυτά, όπως και σε όλη την έκθεση, το «Sleeping Head» (2024). Δεν πρόκειται για προσχέδια – που κάνει συνήθως η Σουτς προτού περάσει στον καμβά –, αλλά βοηθούν στη βαθύτερη κατανόηση του έργου της και ιδίως στην ιδιαίτερη ικανότητα που έχει να αποδίδει συναισθήματα με βάθος.
Στον τελευταίο όροφο παρουσιάζονται μόνο μεγάλες συνθέσεις με ομαδικές σκηνές. Oπως ο πίνακας «Fanatics» (2005), όπου απεικονίζεται ένα ανσάμπλ διαδηλωτών άκριτης πίστης και τυφλού πάθους, όταν ακόμα έβγαιναν στους δρόμους και δεν κρύβονταν πίσω από την ανωνυμία των social media.
Παιδί της αμερικανικής επαρχίας, γεννημένη στην πόλη Λιβόνια του Μίσιγκαν, η Σουτς είχε εντυπωσιαστεί όταν, άρτι αφιχθείσα από το Οχάιο (αφότου είχε ολοκληρώσει τις σπουδές της στο Cleveland Institute of Art το 2000) στη Νέα Υόρκη, έβλεπε στη μεγαλούπολη φανατικούς από διαφορετικές κάστες να βγάζουν πύρινους λόγους στα λεγόμενα Free Speech Zones, τις αυστηρά καθορισμένες περιοχές όπου επιτρεπόταν να εκφράζονται. Από τους «Fanatics» στη μάζα σωμάτων του «Sea Group» (2021) μεσολάβησε βέβαια μια τεχνολογική επανάσταση.
Τα χαρακτηριστικά των προσώπων εξαφανίστηκαν πίσω από έναν πολτό φανατισμού και μίσους και το γκροτέσκο στη ζωή, όπως και στους πίνακες της Σουτς, αγρίεψε για τα καλά και απώλεσε την κωμική του φλέβα.
INFO
«Dana Schutz: The Ιsland»: Συλλογή Γιώργου Οικονόμου (Λεωφ. Κηφισίας 80, Μαρούσι), έως τον Μάρτιο του 2025.