«Σε αντίθεση με τους περισσότερους πίνακες αφηρημένης τέχνης, αυτά τα έργα δεν είναι τόσο αντικείμενα προς εξέταση όσο γενεσιουργές αιτίες για αντιληπτικές αποκρίσεις, για χρώματα και σχέσεις που ενυπάρχουν μόνο στην όραση, για φόρμες που είναι συχνά ριζικά διαφορετικές από τα στατικά ερεθίσματα του καλλιτέχνη. Αυτές οι υποκειμενικές εμπειρίες οι οποίες προκύπτουν από ταυτόχρονες αντιστίξεις, αντιθέσεις, ψευδαισθήσεις είναι απολύτως αληθινές στο μάτι, παρότι ο κάθε παρατηρητής αντιδρά σε αυτές με διαφορετικό τρόπο». Αυτά σημείωνε ο Γουίλιαμ Σ. Σάιτς στο επιμελητικό του κείμενο για την έκθεση Οπτικής Τέχνης με τίτλο «The Responsive Eye» (Η ανταπόκριση του ματιού) στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης το 1965. Ακόμη και αν θεωρήσει κανείς το κείμενο λίγο «στρυφνό», θα επικοινωνήσει αμέσως με την τέχνη που περιγράφει. Αρκεί να ρίξει μια ματιά στο έργο του Βικτόρ Βαζαρελί (1906-1997), ο οποίος βεβαίως συμμετείχε στην εν λόγω έκθεση.

Δεν θα μπορούσε να γίνει και αλλιώς, καθώς είχε ήδη πιστωθεί την πατρότητα της οπτικής τέχνης, γνωστής και ως «Οπ Αρτ», του κινήματος δηλαδή που βασίστηκε σε οπτικές θεωρίες και μαθηματικά του ματιού που είχαν μελετηθεί από επιστήμονες ήδη από τον 19ο αιώνα και τα συνδύασε με εφαρμογές της πειραματικής ψυχολογίας και της οπτικής, όπως η διφορούμενη προοπτική και το μουαρέ, και χρησιμοποίησε γεωμετρικές φόρμες και την παλέτα του μαύρου, γκρι και άσπρου, ως επί το πλείστον, για να δημιουργήσει οπτικές ψευδαισθήσεις καλώντας κάθε φορά τον θεατή να τις ανακαλύψει. Ωστόσο, παρά την κομβική θέση του στην Ιστορία της Τέχνης και παρά το γεγονός ότι υπήρξε ένας από τους διασημότερους μεταπολεμικούς ζωγράφους, ιδίως τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, το έργο του Βικτόρ Βαζαρελί είχε περιπέσει σε αφάνεια. Αν και πρέπει να σημειωθεί ότι στο Μουσείο Ηρακλειδών στο Θησείο έγινε μια προσπάθεια ανάδειξης του έργου του σε τοπική κλίμακα, καθώς ο ιδιοκτήτης του, Παύλος Φυρός, είναι συλλέκτης έργων του καλλιτέχνη.

Πάντως, σύντομα πρόκειται να εγκαινιαστεί για πρώτη φορά μια μεγάλη αναδρομική αφιερωμένη στο έργο του στη δεύτερη πατρίδα του, Γαλλία, όπου έζησε από το 1930 έως τον θάνατό του. Η έκθεση με τίτλο «Le partage des formes» (6/2-6/5), στο Πολιτιστικό Κέντρο Ζορζ Πομπιντού, θα περιλαμβάνει περισσότερα από 300 έργα, αντικείμενα και αρχεία, τα οποία θα παρουσιαστούν για να αναπαραστήσουν όλο το εύρος της παραγωγής και των ενδιαφερόντων του γεννημένου στην Ουγγαρία καλλιτέχνη: πίνακες, γλυπτά, πολλαπλά, αρχιτεκτονικές εφαρμογές που διαγράφουν την πορεία του και τις εικαστικές του αναζητήσεις από τα διδάγματα του Μπάουχαους έως τον κονστρουκτιβισμό και τελικά την οπτική τέχνη.

Ο Βαζαρελί είχε γεννηθεί στο Πεκς της Ουγγαρίας και δεν ανήκε στις περιπτώσεις ανθρώπων που βρήκαν νωρίς τον δρόμο τους στη ζωή. Στη Βουδαπέστη είχε ξεκινήσει σπουδές Ιατρικής, τις οποίες ωστόσο σύντομα παράτησε για να στραφεί στην τέχνη. Χωρίς να εγκαταλείψει το ενδιαφέρον του για τις επιστημονικές μεθόδους, η ενασχόλησή του με την τέχνη τον έφερε σε επαφή με τις γραφικές τέχνες, την τυπογραφία και τη λειτουργικότητα του Μπάουχαους, δεδομένου ότι ο δάσκαλός του, Σάντορ Μπόρτνικ (1893-1976), ήταν εκφραστής του κινήματος στην Ουγγαρία. Εξ ου και στο Παρίσι της δεκαετίας του ’30 όπου μετοίκησε εργάστηκε στη διαφήμιση ως γραφίστας. Από τότε τον ενδιέφεραν τα οπτικά εφέ. Μάλιστα εκείνα τα χρόνια δημιούργησε τα έργα με τις ζέβρες. Μία τέτοια ζέβρα, που φιλοτέχνησε το 1938 και έχει σχεδιαστεί αποκλειστικά με άσπρες και μαύρες διαγώνιες ρίγες οι οποίες καμπυλώνουν με τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση τρισδιάστατης εικόνας, θεωρείται ένα από τα πρώτα έργα της οπτικής τέχνης. Και ας προέκυψε ο χαρακτηρισμός χρόνια αργότερα, μόλις το 1964, χάρη σε ένα άρθρο στο περιοδικό «Time».

Η στροφή του Βαζαρελί στον «κινητισμό» της τέχνης του με τις γεωμετρικές απεικονίσεις και τις λείες χρωματικές επιφάνειες ήταν αργή αλλά σταθερή, μέχρι που έφτασε να σχεδιάζει πίνακες οι οποίοι γίνονταν αντιληπτοί μόνο μέσα από την κίνηση του θεατή. Επιπλέον, από νωρίς επιδίωκε τη δημιουργία μιας τέχνης που θα ήταν κατανοητή από όλους, δίχως να αποκαλύπτει την ιδιαιτερότητα του δημιουργού της. Για αυτόν τον λόγο στα μέσα της δεκαετίας του ’50 κυκλοφόρησε το λεγόμενο «Κίτρινο Μανιφέστο» του. Σε αυτό εισήγαγε την έννοια του «εικαστικού ψηφίου», ενός τετραγώνου συγκεκριμένων διαστάσεων στο οποίο εικονιζόταν ένα άλλο έγχρωμο γεωμετρικό σχήμα και μπορούσε να αναπαράγεται σε έναν απεριόριστο αριθμό παραλλαγών. Αυτό θα αποτελούσε την πρώτη ύλη για μια γλώσσα προγραμματισμού που θα οδηγούσε σε μια μαζική παραγωγή έργων τέχνης, κάτι που τελικά ο Βαζαρελί δεν έζησε για να δει να συμβαίνει. Πέθανε στα 90 του από καρκίνο του προστάτη αφήνοντας πίσω του ένα έργο γεμάτο οπτικές ψευδαισθήσεις που εξακολουθεί να κλείνει το μάτι παιχνιδιάρικα στον θεατή του.

INFO

«Le partage des formes»: Πολιτιστικό Κέντρο Ζορζ Πομπιντού, από
τις 6 Φεβρουαρίου
έως τις 6 Μαΐου.