«Η ιστορία τού πώς το Λονδίνο έγινε μία από τις «παγκόσμιες πρωτεύουσες της τέχνης» θα ήταν συναρπαστική – αν μπορούσε να ειπωθεί. Αλλά αυτό πιθανότατα δεν θα συμβεί ποτέ, επειδή θα αποκάλυπτε πάρα πολλά καλά κρυμμένα μυστικά», έγραφε το 1966 στο «Times Literary Supplement» ο άγγλος κριτικός τέχνης και συγγραφέας Τζον Μπέρτζερ. Η παρατήρησή του ισχύει στο ακέραιο, βεβαιώνει ο Τζέιμς Στέρτον, ιστορικός της τέχνης και πρόεδρος των Sotheby’s επί τριάντα τρία χρόνια, από το 1979 έως το 2012.

Μαζί με το μίνι της Μέρι Κουάντ, την Κάρναμπι Στριτ, τους Beatles, τους Rolling Stones (και εντός ολίγου τον Ντέιβιντ Μπόουι), τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’60 πράγματι είχαν εδραιώσει το Λονδίνο ως μητροπολιτική αγορά έργων τέχνης χάρη σε έναν εσμό «έξυπνων ερασιτεχνών, ειδικών μελετητών, λαμπρών εμιγκρέδων, ευγενών με κλίση στο εμπόριο, εμπόρων με γνώση του αντικειμένου, κόκνεϊ διαπραγματευτών και ουκ ολίγων καθαρμάτων».

Αυτόν τον πολύχρωμο κόσμο, τις συμμαχίες και τις αντιπαλότητές του, τα επιτεύγματα και τα σκάνδαλά του, τον ανταγωνισμό μεταξύ των κατεστημένων Christie’s και των ανερχόμενων στις δημοπρασίες έργων τέχνης Sotheby’s, την ανοδική πορεία που οδήγησε σε μια σχεδόν τριακονταετή επικράτηση της βρετανικής μητρόπολης επί της Νέας Υόρκης περιγράφει εκ των έσω ο Στέρτον στο βιβλίο του με τίτλο «Rogues and Scholars. Boom and Bust in the London Art Market, 1945-2000» (εκδ. Apollo), το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα στα αγγλικά. Και η εξιστόρησή του φωτίζει έναν μηχανισμό του χώρου της τέχνης που η λειτουργία του είναι γνωστή, αλλά οι λεπτομέρειές του συχνά παραμένουν κρυφές – εκείνον του χρήματος και των οδών της διέλευσής του.

«Η σπηλιά του Αλαντίν» και οι δημοπρασίες με βραδινό ένδυμα

Παραδόξως, η άνοδος του Λονδίνου προήλθε κατά μία έννοια από την πτώση του. Η μεταπολεμική Βρετανία των 50s, η «Βρετανία της λιτότητας» κατά τον ιστορικό Ντέιβιντ Κίναστον, ήταν μια αυτοκρατορία σε υποχώρηση, μια χώρα που έβγαινε νικήτρια από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, περήφανη μεν, σαφώς φτωχότερη δε. Την ανάγκη άμεσης ρευστότητας δήλωνε το κύμα των πωλήσεων επαρχιακών μεγάρων και «200 ετών εμμονικής συλλογής αντικειμένων». Εκείνη τη στιγμή στον χρόνο το Λονδίνο ήταν το ισοδύναμο της «σπηλιάς του Αλαντίν». Βέβαια, δεν αρκούσε μόνο η αφθονία των θησαυρών για να μετασχηματίσει την αγορά της τέχνης. Χρειαζόταν και ο άνθρωπος που θα λάμβανε τα μηνύματα των καιρών. Κατά τον Στέρτον αυτός ήταν ο τότε πρόεδρος των Sotheby’s Πίτερ Γουίλσον. Σε αυτόν πιστώνει τη μετατροπή – και μάλιστα με μία μόνο κίνηση: την έμπνευσή του να διοργανώσει μια βραδινή δημοπρασία στην έδρα της New Bond Street, στις 9.30 το βράδυ της 15ης Οκτωβρίου 1958.

Εως τότε η επικρατούσα πρακτική ήθελε τους πλειστηριασμούς ατέλειωτες ακολουθίες που ξεκινούσαν νωρίς το πρωί με έργα Old Masters και ολοκληρώνονταν, πολλές ώρες (και εκατοντάδες αντικείμενα) αργότερα, με ευτελή μικροπράγματα. Ο Γουίλσον σε εκείνη την περίσταση επέβαλε την πώληση μόλις επτά πινάκων από τη διάσημη συλλογή του αμερικανού τραπεζίτη Τζέικομπ Γκόλντσμιτ, βραδινό ένδυμα για τους παριστάμενους και καταιγιστικούς ρυθμούς – η όλη διαδικασία από την έναρξη με την εμφάνιση της «Αυτοπροσωπογραφίας» του Μανέ έως τη λήξη με την πώληση του «Αγοριού με κόκκινο γιλέκο» του Σεζάν διήρκεσε μόλις 21 λεπτά. Διασημότητες όπως ο Σόμερσετ Μομ, ο Κερκ Ντάγκλας, ο Αντονι Κουίν, η Μάργκο Φοντέιν και η λαίδη Κλημεντίνη Τσόρτσιλ που βρίσκονταν στο ακροατήριο συνέβαλαν στη γέννηση της έννοιας του πλειστηριασμού ως event.

Πίσω από την ιδρυτική αυτή πράξη της λονδρέζικης ηγεμονίας κρύβονται δύο στοιχεία: η προσέλκυση των αμερικανών συλλεκτών και η ραγδαία ανάπτυξη των Sotheby’s. Ο Στέρτον υπογραμμίζει ότι η επιτυχία του Πίτερ Γουίλσον ήταν πως έπεισε τον Εργουιν Γκόλντσμιτ, γιo του Τζέικομπ που είχε πεθάνει το 1955, να επιλέξει, πρώτον, το Ηνωμένο Βασίλειο ως τόπο διεξαγωγής της δημοπρασίας και, δεύτερον, τον δικό του οίκο αντί των Christie’s, οι εκπρόσωποι του οποίου βρίσκονταν στο διπλανό δωμάτιο του ξενοδοχείου Savoy όπου γίνονταν οι σχετικές συζητήσεις. Χωρίς τη ροή των Αμερικανών, σταθερή και διαρκή μετά το πείραμα Γκόλντσμιτ, οι βρετανικοί οίκοι θα παρέμεναν περιφερειακοί στο παιχνίδι της τέχνης. Αδιαφιλονίκητοι ηγέτες στο Ηνωμένο Βασίλειο έως το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν οι ιδρυθέντες το 1766 Christie’s – οι κατά 22 έτη «γηραιότεροι» Sotheby’s των 120 υπαλλήλων και της ειδίκευσης στο εμπόριο σπάνιων βιβλίων ωχριούσαν μπροστά τους.

Ακριβώς η δυναμική αναζήτηση μεριδίου της αγοράς στην οποία υστερούσαν ήταν που τους οδήγησε σε μια στρατηγική επιλογή: αντί των Old Masters της περιόδου από τον 15ο έως τον 18ο αιώνα επικέντρωσαν την προσοχή τους στους ιμπρεσιονιστές. Η στροφή τους αυτή συνέπεσε με την αντίστοιχη ραγδαία αυξανόμενη ζήτηση εκ μέρους του κοινού. Το 1956 ήδη οι Sotheby’s είχαν ξεπεράσει τους Christie’s, με εισπράξεις 2,2 αντί 1,68 εκατομμυρίων λιρών. Τα επόμενα χρόνια και μέχρι τη δεκαετία του ’80 ο λόγος των εσόδων μεταξύ τους θα διατηρούνταν σταθερά στο 2 προς 1, με τα ποσά να αυξάνονται εκθετικά. Ωστόσο, ήδη από το 1969 τα αριθμητικά στοιχεία του Λονδίνου στην παγκόσμια εξίσωση ισοδυναμούσαν με το άθροισμα εκείνων της Νέας Υόρκης και του Παρισιού.

Προσωπικό δύο ταχυτήτων και «προσφορές από τον πολυέλαιο»

Αν κανείς πιστεύει ότι όσοι ηγήθηκαν αυτής της μεγάλης ανατροπής το έκαναν με τον σταυρό στο χέρι, καλύτερα να το ξανασκεφτεί. Κατ’ αρχάς, η οικονομία των οίκων δημοπρασιών ήταν διττή. Στο περιθώριο μιας συνέντευξής της με τον Τζέιμς Στέρτον για τους «Times» του Λονδίνου, η Ρέιτσελ Κάμπελ-Τζόνστον επικαλούνταν τον περασμένο Σεπτέμβριο τον κριτικό τέχνης και πρώην εργαζόμενο των Christie’s, Μπράιαν Σιούελ, ο οποίος με τη σειρά του παρέπεμπε το 2011 σε μια διάκριση upstairs/downstairs, αφεντικών και υπηρετικού προσωπικού – «επάνω το θέατρο της αίθουσας δημοπρασιών με τον γοητευτικό διευθυντή και κάτω η μαύρη οικονομία ενός προσωπικού τόσο κακοπληρωμένου ώστε να εξαρτάται από φιλοδωρήματα και δωροδοκίες». Για μικρές ατασθαλίες, όπως η ένταξη πινάκων σε μια συγκεκριμένη δημοπρασία ή η αλλαγή θέσης στον κατάλογό της, ο ίδιος αμειβόταν με πέντε λίρες.

Και ο Κρίστιαν Χάουζ, γράφοντας στους «Financial Times» της 13ης Οκτωβρίου, παραθέτει ένα ενδεικτικό σημείο της αλληλογραφίας του διάσημου λογοτέχνη, δημοσιογράφου και ταξιδιωτικού συγγραφέα Μπρους Τσάτουιν, όπου διηγείται πώς το 1960, αφού οργάνωσε για τους Sotheby’s τη δημοπρασία μέρους ενός διπτύχου του αναγεννησιακού ζωγράφου Φρα Αντζέλικο, συμβούλευσε τον πελάτη να κανονίσουν μαζί ιδιωτικά την πώληση του άλλου, συμφωνία που προφανώς θα έπληττε τον εργοδότη του, θα εξασφάλιζε όμως στον ίδιο πολύ μεγαλύτερη προμήθεια.

Αλλά και η «επάνω» πολυτελής αίθουσα είχε τις δικές της σκοτεινές πρακτικές. Ο Στέρτον κάνει λόγο για τις λεγόμενες «προσφορές από τον πολυέλαιο», όπου ο πλειστηριαστής υποκρίνεται πως δέχεται ανύπαρκτες δηλώσεις ποσών προκειμένου να θερμάνει το κλίμα μιας δημοπρασίας, όπως και για τις «σπείρες», οργανωμένες ομάδες που συμφωνούν να μην ανταγωνιστούν μεταξύ τους, ορίζουν έναν εκπρόσωπο ο οποίος θα χτυπήσει το αντικείμενο του πόθου εκ μέρους όλων, ενώ η πραγματική πώληση γίνεται αργότερα, «ιδιωτικά, σε κάποια τοπική παμπ». Αυτού του κόσμου προΐσταντο μνημειώδεις μορφές όπως ο Ρίτσαρντ Γκριν, «ο μεγαλοπρεπής ντίλερ όσων δεν είναι μεγαλοπρεπείς αλλά έχουν χρήμα», σεβαστός ιδιοκτήτης αργότερα του δικού του σημαντικού οίκου, ο οποίος στην ερώτηση «ποιος πίνακας σας αρέσει περισσότερο;» απαντούσε «αυτός που έχει ήδη πουληθεί», ή ο Φρανκ Λόιντ, ιδρυτής της Marlborough Gallery, ο οποίος δήλωνε κυνικά: «Εγώ είμαι συλλέκτης χρήματος, όχι έργων τέχνης».

Διόλου παράξενο που ο τελευταίος πρωταγωνίστησε στο μεγαλύτερο σκάνδαλο της περιόδου, την εξαγορά μέρους του τεράστιου όγκου των 800 έργων που κατέλιπε ο Μαρκ Ρόθκο, όταν πέθανε, το 1970. Από κοινού με τον εκτελεστή της διαθήκης του ζωγράφου, ο οποίος όλως τυχαίως ήταν και λογιστής του, ο Λόιντ συνήψε μια συμφωνία που του εξασφάλιζε 100 από αυτά έναντι 1,8 εκατομμυρίων δολαρίων καταβλητέων σε διάστημα 12 ετών και σε άτοκες δόσεις. Η 19χρονη κόρη του Ρόθκο τούς μήνυσε με την πρώτη ευκαιρία. Η περιβόητη «υπόθεση Ρόθκο» χρειάστηκε 10 χρόνια για να τελεσιδικήσει και ο Λόιντ καταδικάστηκε τελικά σε καταβολή 9,2 εκατομμυρίων δολαρίων.

Πίσω από παρόμοιες αφηγήσεις του Στέρτον δεν μπορεί να μη διακρίνει κανείς τη νοσταλγία για ένα παρελθόν που διαφέρει φανερά από το παρόν. Ηδη από τα χρόνια που εκείνος ήταν επικεφαλής των Sotheby’s η Νέα Υόρκη είχε πετύχει να ξεπεράσει το Λονδίνο. Εκτοτε το τοπίο άλλαξε ακόμη περισσότερο. Στις αρχές του περασμένου Οκτωβρίου ο «Guardian» σημείωνε ότι πολλές γκαλερί, ανάμεσα στις οποίες και η Marlborough, ένας θεσμός 80 ετών, έχουν κλείσει· ότι οι πωλήσεις των Christie’s μειώθηκαν κατά 22% το πρώτο εξάμηνο του 2024· ότι τα κύρια έσοδα των Sotheby’s καταβαραθρώθηκαν κατά 88% το ίδιο έτος (παρ’ ότι ο οίκος το αποδίδει κατά βάση σε επενδύσεις στα ανά τον κόσμο υποκαταστήματά του).

Μπορεί ο διευθυντής της Βασιλικής Ακαδημίας Τεχνών του Λονδίνου, Αξελ Ρίγκερ, να διατείνεται ότι η βρετανική πρωτεύουσα «παραμένει μια μείζων παγκόσμια αγορά στον χώρο της τέχνης», όμως η οπισθοχώρησή της σε σύγκριση με τις ΗΠΑ και την Κίνα είναι εμφανής. Οι μεταβολές των τελευταίων ετών στη φορολογία έπαψαν να το κάνουν τόσο ελκυστικό. Και πού ακριβώς οφείλονται αυτές; Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, o Κλεμάν Ντελεπίν, διευθυντής της Art Basel του Παρισιού, ανερχόμενης ξανά μητρόπολης της τέχνης, το λέει ευθέως: το Brexit «επέτρεψε την ανάδυση μιας δεύτερης πρωτεύουσας».

Το θετικό είναι, σημείωνε ο Στέρτον στη συνέντευξή του στους «Times», ότι οι νέες ρυθμίσεις που ισχύουν πανευρωπαϊκά από τον Ιανουάριο του 2020 περιορίζουν το ξέπλυμα χρήματος. Και σε έναν χώρο ριζικά αλλαγμένο από την εισβολή του Διαδικτύου, φαινόμενα όπως οι μαζικές πλαστογραφίες του συμπαθούς παραχαράκτη Τομ Κίτινγκ, ο οποίος δήλωνε το 1979 ότι πολεμούσε το σύστημα της εμπορευματοποιημένης τέχνης, δύσκολα μπορούν να επαναληφθούν.

Δύσκολα όμως μπορούν να επανέλθουν και πρόσωπα που σημάδεψαν τον καιρό τους όπως ο Πίτερ Γουίλσον. Κάποτε, διηγείται ο Στέρτον, ο Γουίλσον βρέθηκε στην pole position προκειμένου να διαπραγματευθεί τη διαχείριση της πώλησης της μείζονος συλλογής του Αλεξάντρ Ρουντινεσκό. Την ημερομηνία της συνάντησης, 21 Μαΐου 1968, ο γαλλικός Μάης βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη, στη Γαλλία είχε κηρυχθεί γενική απεργία και όλες οι πτήσεις είχαν ακυρωθεί.

Ο Γουίλσον δανείστηκε από τον Δούκα του Ρίτσμοντ το προσωπικό του αεροπλάνο, αγνόησε τις προειδοποιήσεις ότι τα αεροδρόμια ήταν κλειστά και οι πύργοι ελέγχου ανενεργοί, προσγειώθηκε μόνος του στο Λε Μπουρζέ και έφτασε στο ραντεβού του στο Παρίσι με μόλις 15 λεπτά καθυστέρηση: «Η έκπληξη του πελάτη ήταν τέτοια ώστε υπέγραψαν τη συμφωνία σε πέντε λεπτά». Ηρωική εποχή δεν ήταν, τις σκιές της τις είχε αναμφίβολα, αλλά σίγουρα αντιπροσώπευε επάξια τη χαρακτηριστική αποστροφή του Τζέιμς Στέρτον στους «Times»: «Η πώληση έργων τέχνης δεν είναι τίποτε άλλο από την πώληση ονείρων».