Η μικρή λεκάνη του παλιού λιμανιού της Μασσαλίας είναι διάσπαρτη από κατάρτια, μια εικόνα ιδιαίτερα όμορφη και γραφική αλλά αναμενόμενη σε μια πόλη που είναι το μεγαλύτερο λιμάνι της Γαλλίας. Καθώς όμως περνάς το Φρούριο του Αγίου Ιωάννη και έρχεσαι σε επαφή από μακριά με τον επιβλητικό καθεδρικό ναό, η άπλα της εσπλανάδας έρχεται να ελευθερώσει το βάθος στο οποίο μπορεί να φτάσει ένα φιλοπερίεργο βλέμμα. Εκεί αποκαλύπτεται το Mucem (Musée des civilisations de l’ Europe et de la Méditerranée, Μουσείο Πολιτισμών της Ευρώπης και της Μεσογείου) σε όλο το μεγαλείο του, ένα κτίριο τυλιγμένο με ένα «δίχτυ» ή αν θέλετε μια «δαντέλα» και με μια «δοκό» σε 19 μέτρα ύψος να ακουμπά επάνω του, αμφότερα από τσιμέντο. Είναι μια γέφυρα που το ενώνει με τον πιο απλό τρόπο με το προαναφερθέν οχυρό, όπως συμβαίνειι και με την αντίστοιχη κατασκευή που φέρνει κοντά σε αυτό τη συνοικία Le Panier όπου κάποτε οι έλληνες άποικοι είχαν χτίσει τους ναούς τους. Καθώς προσεγγίζεις το κτίριο από την κεντρική του είσοδο, στη γνωστή παλιά ως προβλήτα J4 του λιμανιού, περνάς το εντυπωσιακό κτίριο «Villa Méditerranée» του αρχιτέκτονα Στέφανο Μποέρι, το οποίο αν και κρύβει το Mucem όταν το κοιτάζεις από συγκεκριμένες οπτικές γωνίες, δεν έχει καταφέρει με κανέναν τρόπο να το επισκιάσει στα σχεδόν δέκα χρόνια συνύπαρξής τους. Ο κόσμος συρρέει σε αυτό το κτίριο που φέρνει τη σφραγίδα ενός γάλλου αρχιτέκτονα, του Ρούντι Ριτσιότι (σε συνεργασία με τον Ρολάν Καρτά) για πολλούς λόγους. Για τις εκδηλώσεις του, τις ομιλίες, τις προβολές, τα πολιτιστικά προγράμματα και βεβαίως για τις εκθέσεις του. H «Pharaoh Superstars» (ως τις 17/10), για παράδειγμα, απευθύνεται σε ένα ευρύ κοινό, καθώς φέρνει κοντά τα αιγυπτιακά ιερογλυφικά, ιστορικά ντοκουμέντα, ακόμα και τηλεοπτικές διαφημίσεις ιχνηλατώντας το celebrity status των αρχαίων ηγεμόνων της Βορειοανατολικής Αφρικής ανά τους αιώνες. Η δε έκθεση «The Grand Meze» (ως τις 31/12/23) ανατρέχει σε διατροφικές συνήθειες των λαών της Μεσογείου. Και το κοινό ανταποκρίνεται, ενώ σπεύδει στο μουσείο και μετά το πέρας του ωραρίου του, καθότι η πρόσβαση είναι ελεύθερη και δωρεάν στο κτίριο, για να ανέβει στην ταράτσα του μέσα από μια μαιανδρική διαδρομή, να διασχίσει την τσιμεντένια γέφυρα και να οδηγηθεί στο παρακείμενο Φρούριο του Αγίου Ιωάννη και τους κήπους του ή απλώς να χαρεί τη θέα στη θάλασσα που προσφέρει αυτή η γωνιά της πόλης. Δεν χρειάζεται να στο πουν για να το καταλάβεις: Το Mucem έχει καταφέρει να γίνει όχι μόνο ένα αξιόλογο τοπόσημο της Μασσαλίας αλλά και κάτι παραπάνω: ένα εφαλτήριο για να αρχίσει να επανεφευρίσκει τον εαυτό της μια μέχρι πρότινος πλήρως παρηκμασμένη πόλη, η δεύτερη σε μέγεθος στη Γαλλία με τους 900.000 κατοίκους και από τις πρώτες σε επίπεδο ανέχειας, καθώς τέσσερα τοπικά της διαμερίσματα είναι ανάμεσα στις πιο φτωχές κοινότητες της χώρας. «Είμαστε ένα εθνικό μουσείο, το πρώτο στη χώρα που βρίσκεται εκτός Παρισιού, και η αποστολή μας δεν είναι να βγάλουμε χρήματα αλλά να αναδείξουμε τους πολιτισμούς της Μεσογείου και να καλλιεργήσουμε σχέσεις μεταξύ των χωρών της» θα εξηγήσει τη στοχοπροσήλωση του Mucem o Μίκαελ Μοχάμεντ, υπεύθυνος διεθνών σχέσεων και συνεργασιών του μουσείου από όταν αυτό άνοιξε τις πύλες του το 2013.

Ευρωμεσογειακές σχέσεις

Οι συλλογές του Mucem είναι πολιτιστικά αγαθά αντιπροσωπευτικά των πολιτισμών και των τεχνών της Ευρώπης και της Μεσογείου και προέρχονται από το Μουσείο Εθνογραφίας του Palais de Trocadéro στο Παρίσι (1878-1936) και τα δύο μουσεία που το διαδέχθηκαν, δηλαδή το «Musée de l’ Homme» και το «Musée national des Arts et Τraditions populaires» (MNATP). Περιλαμβάνουν περί το ένα εκατομμύριο αντικείμενα (φωτογραφίες, έργα τέχνης, αφίσες, καρτ ποστάλ, αρχαιολογικά ευρήματα) από τη Νεολιθική μέχρι τη σύγχρονη εποχή και η έμφαση δίνεται σε ό,τι έχει σχέση με τη Μεσόγειο και τη διερεύνηση των δεσμών μεταξύ των χωρών της όσο και με την Ευρώπη, κάτι που μάλλον θα πρέπει να θεωρείται αυτονόητο σε μια πολυπολιτισμική πόλη. Υπήρχε βέβαια και το παράδειγμα της Βαρκελώνης με το ευρωπαϊκό πρότζεκτ «Barcelona process», το οποίο ξεκίνησε το 2005 για να οδηγήσει στην ενδυνάμωση των σχέσεων μεταξύ των μεσογειακών χωρών μέσα από την περιφερειακή πολιτική, οπότε οι Γάλλοι αντιλήφθηκαν ότι δεν έπρεπε να έχουν το βλέμμα τους στραμμένο μόνο προς τη Βόρεια Ευρώπη αλλά και προς το γνώριμό τους Μαγκρέμπ, όπως και ότι χρειάζονταν ένα μουσείο για να αναδείξει περαιτέρω αυτό το στίγμα.

Οι εκθέσεις στο Mucem, δέκα ετησίως, είναι ιστορικές ή θεματικές, διαρθρώνονται ως αφηγήματα και points of views που διαρκούν έως δύο χρόνια (εν είδει προσωρινής «μονιμότητας») και όχι ως μονοθεματικές παρουσιάσεις ενός πολιτισμού της Μεσογείου. Παράλληλα παρουσιάζονται και εκθέσεις σύγχρονης τέχνης σε αντιπαράθεση με εκθέματα του Μουσείου, όπως για παράδειγμα τα έργα του Τζεφ Κουνς από τη συλλογή Πινό σε αντιδιαστολή με αντικείμενα από τη συλλογή του Mucem («Jeff Koons at the Mucem. Works from the Pinault Collection», 2021). Η πιο επιτυχημένη από άποψη επισκεψιμότητας έκθεση ήταν εκείνη του Πικάσο («Imaginary Voyages: Picasso and the Ballets Russes», 2018) που ανέτρεχε στις επιρροές του από τη λαϊκή τέχνη και παράδοση όσον αφορά τη συνεργασία του με τον ιμπρεσάριο Σεργκέι Ντιαγκίλεφ. «Οι εκθέσεις μας είναι συνεπιμέλειες και συμπράξεις με άλλα μουσεία κυρίως του εξωτερικού ενώ συνεργαζόμαστε και με όλα τα πολιτιστικά ιδρύματα της πόλης, κάτι που είναι πολύ σημαντικό για ένα εθνικό μουσείο» θα πει ο Μίκαελ Μοχάμεντ. Στις συνεργασίες με μουσεία του εξωτερικού περιλαμβάνεται βέβαια και εκείνη με το Αρχαιολογικό Μουσείο Χανίων, στο νέο κτίριο του οποίου στη Χαλέπα παρουσιάστηκε η περιοδική έκθεση με τίτλο «Bath Time! Σώμα – Νερό – Διάλογοι» (23/5 – 5/9/22) με πλείστα έργα από το Mucem στο πλαίσιο της προγραμματικής πολιτιστικής συμφωνίας της Περιφέρειας Κρήτης με το γαλλικό μουσείο. Αντίστοιχα, το Μουσείο της Μασσαλίας είχε φιλοξενήσει αφιέρωμα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Χανίων (20/10/21 – 7/2/22) στον ειδικό εκθεσιακό χώρο «la Chambre d’ amis» (Η Αίθουσα των φίλων) που εγκαινιάστηκε με τα 13 αρχαιολογικά αντικείμενα που έστειλαν τα Χανιά στη Μασσαλία. «Μας ενδιαφέρουν τα αρχαιολογικά μουσεία και ιδίως ένα σαν των Χανίων, το άνοιγμα του οποίου συνδέεται με την πολιτιστική πολιτική μιας Περιφέρειας, εν προκειμένω της Κρήτης. Ηταν τιμή για εμάς που ήμασταν συνεργάτες στην πρώτη περιοδική τους έκθεση και συνιστά και μια έμπρακτη απόδειξη εμπιστοσύνης» θα πει ο Μίκαελ Μοχάμεντ ο οποίος είχε το οργανωτικό, διοικητικό κομμάτι και τον συντονισμό της συνεργασίας μαζί με την Αγκάθ Γκιγιού, υπεύθυνη ευρωπαϊκών πρότζεκτ του μουσείου. Από την ελληνική πλευρά, τις αντίστοιχες αρμοδιότητες είχαν η Ελένη Παπαδοπούλου, προϊσταμένη Εφορείας Αρχαιοτήτων Χανίων και διευθύντρια του μουσείου, και ο Δημήτρης Μιχελογιάννης, ειδικός σύμβουλος της Περιφέρειας Κρήτης σε θέματα Ανάπτυξης.

Παραλίγο στο Παρίσι

To Μucem βρέθηκε περίπου από τύχη στην εσπλανάδα της Μασσαλίας, στη ζώνη της πόλης που άλλαξε άρδην χάρη στο έργο αστικής ανάπλασης Euroméditerranée, ένα από τα μεγαλύτερα του είδους που έχει γίνει στην Ευρώπη, το οποίο ξεκίνησε το 1995 για να υλοποιηθεί σε δύο φάσεις. Κατά «τύχη», από την άποψη ότι αναζητείτο μεν ένα μουσείο για να προικοδοτηθεί το υπό ανάπλαση παραλιακό μέτωπο όπου μέχρι τότε υπήρχαν αποβάθρες και παλιές λιμεναποθήκες, αλλά δεν είχε βρεθεί ποια θα ήταν η στόχευσή του. Γιατί τότε που γίνονταν οι σχετικές διαβουλεύσεις, γύρω στο 1998, η περιοχή μπροστά από τον καθεδρικό ναό της πόλης ήταν ένας μεταβιομηχανικός χώρος «όπως η Ελευσίνα» και δεν υπήρχε πρόσβαση στη θάλασσα για τους κατοίκους. Στην ατζέντα της αστικής ανάπλασης, εκτός από τα εμπορικά κέντρα, τα κτίρια γραφείων και τις κατοικίες, υπήρχε και η ανάγκη για ένα κέντρο πολιτισμού. Η ευτυχής συγκυρία ήταν ότι το Mucem με τη σειρά του αναζητούσε έναν χώρο για να μεταφέρει τις συλλογές του. Αρχικά προοριζόταν να στεγαστεί σε αυτό που είναι σήμερα το Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Palais de Tokyo στο Παρίσι και να δημιουργήσει ένα τρίγωνο με τα ήδη υπάρχοντα Musée de l’ Homme και Musée du quai Branly (το οποίο με μια διαδικασία αντίστοιχη με του Mucem είχε κληρονομήσει τις εθνογραφικές συλλογές των υπόλοιπων ηπείρων), όμως το υπουργείο Πολιτισμού θεώρησε ότι η ανακαίνιση και η ανακατασκευή του θα ήταν ιδιαίτερα κοστοβόρες. Στο τραπέζι είχαν πέσει τοποθεσίες όπως τα προάστια του Παρισιού, η Λυών ή το Μπορντό, αλλά τελικά κέρδισε η Μασσαλία, η οποία ετοιμαζόταν τότε να γίνει η Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης για το 2013.

Το Mucem effect και η Μασσαλία του 21ου αιώνα

Γιατί βέβαια δεν θα υπήρχε Mucem χωρίς την ανακήρυξη της Μασσαλίας σε Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης για το 2013. «Το Μουσείο συνδέεται με αυτόν τον θεσμό που είχε τεράστιο αντίκτυπο στον τουρισμό, την καταπολέμηση της ανεργίας όπως και τη συντήρηση και αναβίωση του ιστορικού κέντρου. Η κληρονομιά της πολιτιστικής πρωτεύουσας είναι ότι έδωσε ένα κέντρο στην πόλη της Μασσαλίας αλλά και δομές πολιτισμού, μία από τις οποίες είναι το Mucem» θα πει ο Μίκαελ Μοχάμεντ. Δεν ήταν κάτι αυτονόητο για τους ίδιους τους Γάλλους που βλέπουν την πόλη του Νότου ως το άσωτο, ατημέλητο, παραβατικό παιδί της οικογένειας όπου στις υποβαθμισμενες περιοχές με τις θηριώδεις πολυκατοικίες και το «néobanditisme» το εμπόριο των ναρκωτικών οργιάζει. Οι δε Μασσαλοί, που κάποτε τραγουδούσαν τη «Μασσαλιώτιδα» στους δρόμους του Παρισιού δίνοντας έτσι στη χώρα τον εθνικό ύμνο της, είχαν μόνο τις επιτυχίες της ποδοσφαιρικής ομάδας Ολιμπίκ Μαρσέιγ ή ποδοσφαιριστές όπως o Ερίκ Καντονά και ο Ζινεντίν Ζιντάν για να αντλούν υπερηφάνεια για τη σύγχρονη ταυτότητά τους. Για τη δε τουριστική της δυναμική αρκεί να πούμε ότι πριν από το 2013 δεν υπήρχε τουριστικός οδηγός για την πόλη, η οποία απλώνεται κατά μήκος των δεκάδων χιλιομέτρων του παραλιακού της μετώπου. Αυτό το πλούσιο λιμάνι, το επίκεντρο των μεταφορών και μετακινήσεων στην περίοδο της Αποικιοκρατίας που εγκαταλείφθηκε στην τύχη του καθώς έμεινε να θυμίζει την αποτυχία της, έθεσε υποψηφιότητα για την ανάληψη της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης ως το μεγάλο outsider. «Οι άλλες δύο πόλεις ήταν η Λυών και το Μπορντό, αμφότερες πλουσιότερες και εφοδιασμένες με υποδομές πολιτισμού. Αυτό το μειονέκτημα το θέσαμε ως επιχείρημα: «Είμαστε οι πιο φτωχοί, έχουμε τα λιγότερα εφόδια και γι’ αυτό χρειαζόμαστε τη βοήθειά σας». Ηταν μια έξυπνη προσέγγιση γιατί υπήρχε πολύ μικρό ποσοστό κρατικών επενδύσεων στη δεύτερη μεγαλύτερη σε πληθυσμό πόλη της Γαλλίας (τρίτη αν συνυπολογίσουμε τα προάστια και τη μητροπολιτική περιοχή), στην οποία μόλις το 40% των κατοίκων είναι σε θέση να πληρώνει φόρους» θα εξηγήσει ο Μίκαελ Μοχάμεντ. H Μασσαλία κέρδισε την κούρσα και άρχισε να χτίζεται το μουσείο, το οποίο κόστισε 191 εκατ. ευρώ. «Πρώτα έγιναν οι κρατικές επενδύσεις, ύστερα υλοποιήθηκαν οι δομές πολιτισμού και μετά ακολούθησε ο κόσμος της οικονομίας» εξηγεί. Μαζί και οι star architects όπως ο Ζαν Νουβέλ με τον ουρανοξύστη-συγκρότημα γραφείων ναυτιλιακής «La Marseillaise» (2018). Ο πύργος CMA CGM Tower της Ζάχα Χαντίντ για έτερη ναυτιλιακή είχε κατασκευαστεί το 2011, και αυτός στη ζώνη ανάπλασης Euroméditerranée και στην πρώτη φάση του πρότζεκτ που περιλάμβανε τη διαμόρφωση του λιμανιού και του σταθμού των τρένων. «Το Mucem επωφελείται αλλά και συμβολίζει αυτή τη νέα περίοδο στην οποία έχει μπει η Μασσαλία και είναι ένα τοπόσημο πολιτισμού που κάνει τους κατοίκους της να νιώθουν περήφανοι για την πόλη τους». Πλέον η Μασσαλία είναι και τουριστικός προορισμός, έχει μάλιστα δει τη δημοφιλία της να ανεβαίνει ακόμα περισσότερο εντός Γαλλίας, ιδίως στην περίοδο της πανδημίας όταν περιορίστηκαν οι μετακινήσεις προς τις χώρες του Μαγκρέμπ, αν και τα θηριώδη κρουαζιερόπλοια στο λιμάνι της δεν είναι η πιο επιθυμητή έκφανση αυτής της αναπτυξιακής κατεύθυνσης. Το Mucem από την πλευρά του είναι ένα από τα πιο δημοφιλή της Γαλλίας, ενώ το Συμβούλιο της Ευρώπης το είχε αναδείξει ως «Ευρωπαϊκό Μουσείο της Χρονιάς» για το 2015.

Η απαραίτητη εξοικείωση

Οι τουρίστες φεύγουν και έρχονται, όμως το θέμα είναι πώς μια τέτοια μουσειακή υποδομή μπορεί να αλλάξει, όσο γίνεται, τη ζωή των κατοίκων της πόλης. Των απλών, «ταπεινών» ανθρώπων όλων των φυλών και των εθνοτήτων, καθώς μιλάμε για την πόλη με το μεγαλύτερο ποσοστό αλλοδαπών μεταναστών στη Γαλλία, κάτι που είχε ήδη ξεκινήσει από τον 18ο αιώνα. Αλλωστε οι λευκοί, κομψοί, εύποροι Γάλλοι προτιμούν τους πιο λαμπερούς προορισμούς ως μόνιμη κατοικία τους, όπως οι γειτονικές Εξ-αν-Προβάνς, Αρλ, Νιμ και Κυανή Ακτή. Για παράδειγμα, το δημοτικό διαμέρισμα όπου βρίσκεται το κτίριο που στεγάζει τις συλλογές του μουσείου (Center de conservation et de ressources – CCR) στην περιοχή Belle de Mai είναι από τα φτωχότερα της Γαλλίας. Κι όμως τον τόνο δίνει η παρουσία του Friche la Belle de Mai, ενός παλιού εργοστασίου που έχει γίνει τώρα τεράστιος πολιτιστικός πολυχώρος, μία ολόκληρη πολιτιστική κοινότητα μέσα στην πόλη.

«Οταν επρόκειτο να ανοίξει το μουσείο είχαμε διεξαγάγει μια έρευνα στο κέντρο και στις γύρω γειτονιές ανιχνεύοντας τα συναισθήματα των κατοίκων για το υπό ανέγερση κτίριο» διηγείται ο Μίκαελ Μοχάμεντ. «Οι περισσότεροι/ες θεωρούσαν ότι το μουσείο δεν ήταν γι’ αυτούς. Ανοίξαμε με ελεύθερη πρόσβαση για το κοινό και δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα στο να γίνει το μουσείο ένας δημόσιος χώρος προσβάσιμος σε όλους. Το μήνυμα ήταν ότι ακόμα και αν δεν σου αρέσει η τέχνη και ο πολιτισμός ή νιώθεις ότι δεν είναι για εσένα, έλα να περάσεις όμορφα σε ένα μέρος που σε υποδέχεται όποιος και αν είσαι. Είχαμε ένα εκατομμύριο επισκέπτες μέσα σε έξι μήνες γιατί ο κόσμος ήταν περίεργος να έρθει και γιατί ήταν καλή και η επικοινωνιακή καμπάνια μας. Οι ντόπιοι όμως έρχονταν για τη θέα και για το κτίριο και όχι για τις εκθέσεις. Ο κόσμος πρέπει να περάσει χρόνο μέσα σε ένα μουσείο για να εξοικειωθεί μαζί του. Κρατήσαμε λοιπόν ανοιχτό τον χαρακτήρα και την πρόσβασή του στο κτίριο και μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις (στη χώρα) το ’15 και το ’16 και ας ζητούσε η κυβέρνηση περισσότερη ασφάλεια στους δημόσιους χώρους. Το Mucem έγινε τελικά ένα μέρος όπου έρχονται οικογένειες, άνθρωποι για να περάσουν όμορφα τον χρόνο τους και – όπως τελικά διαπιστώσαμε – για να μπουν και στις αίθουσες και να δουν εκθέσεις από την τρίτη επίσκεψή τους και μετά. Πλέον 1,2 εκατ. επισκέπτες θα περάσουν χρόνο στο μουσείο, οι μισοί από αυτούς θα αγοράσουν εισιτήριο. Είναι στην πλειονότητά τους Γάλλοι». O δε προϋπολογισμός του μουσείου, που περιλαμβάνει και το Οχυρό του Αγίου Ιωάννη και το κτίριο όπου φυλάσσονται οι συλλογές, ανέρχεται σε 25 εκατ. ευρώ ετησίως (16 προέρχονται από το υπουργείο Πολιτισμού και τα υπόλοιπα κυρίως από ευρωπαϊκά προγράμματα, χορηγίες ή από την ενοικίαση χώρων του μουσείου), ενώ μόλις το 3% προέρχεται από τα εισιτήρια. «Δεν βγάζουμε χρήματα, κοστίζουμε, αλλά έχουμε μια αποστολή που αξίζει και με το παραπάνω».