Δευτέρα πρωί στην Εθνική Πινακοθήκη Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου µε τα προεόρτια του καύσωνα να πλανώνται στον ασφυκτικό ορίζοντα της πόλης και την κίνηση του κόσµου στις αίθουσες όπου φιλοξενείται η έκθεση «Αστυγραφία / Urbanography. Η ζωή της πόλης τις δεκαετίες 1950-1970» (έως τις 3 Μαρτίου 2024) να είναι µεν αραιή αλλά συνεχής, µε ροή. Η επιμελήτρια της έκθεσης και διευθύντρια του κορυφαίου θεσμού Συραγώ Τσιάρα θα έρθει στο ραντεβού μας με χαμόγελο και συνέπεια, δύο χαρακτηριστικά που δεν την εγκαταλείπουν ποτέ και την καθιστούν διαχρονικά αγαπητή και αποτελεσματική γιατί βέβαια συνοδεύονται από βάθος και ουσία, όπως και από σεβασμό για τους ανθρώπους με τους οποίους συνεργάζεται.
Ανέλαβε τα καθήκοντά της το περασµένο καλοκαίρι σε έναν οργανισμό που αν μη τι άλλο χρειαζόταν μια αναζωογόνηση για να συμβαδίσει με την εποχή του και ήδη έχει συζητήσει με διευθυντές και υπευθύνους από τα μουσεία της ευρύτερης περιοχής, «ενός από τους σημαντικότερους πολιτιστικούς πυρήνες της πόλης» για πιθανές συνέργειες. Από την Ταινιοθήκη της Ελλάδας που συνεισέφερε κινηματογραφικό υλικό στην παρούσα έκθεση και θα έχει παρουσία στο δημόσιο πρόγραμμά της από Σεπτέμβριο στο Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών, το Ωδείο, το Μέγαρο Μουσικής, το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, το Μουσείο Μπενάκη, η Τσιάρα και οι συνεργάτες της επιδίδονται σε έναν δημιουργικό διάλογο είτε για «την ανταλλαγή τεχνογνωσίας, όπως για το ενεργειακό ζήτημα και την εξοικονόμηση ενέργειας, είτε για την ένωση δυνάμεων και τη δημιουργία εκδηλώσεων είτε για την ανάδειξη των κοινών τόπων και συνδέσεων, ακόμα και με το γειτονικό Χίλτον όπου κάποτε λειτουργούσε γκαλερί.
Παράλληλα γράφει το κείμενο του καταλόγου της «Αστυγραφίας» που θα κυκλοφορήσει τον Οκτώβριο ως ένα πολυσυλλεκτικό πρότζεκτ, ενώ ετοιμάζει τις πρώτες δράσεις του φθινοπώρου που θα έχουν και χαρακτήρα ξενάγησης. «Εχω ήδη μιλήσει με κάποιους καλλιτέχνες της έκθεσης που είναι εν ζωή και ορισμένες από αυτέςθα τις κάνουμε μαζί» θα πει η Τσιάρα η οποία αγαπά ιδιαίτερα να έρχεται σε επαφή με το κοινό, κάτι που έκανε τουλάχιστον είκοσι φορές τη χρονιά που πέρασε, όπως θα πει.
Δεν σας κουράζει αυτή η επαναληπτικότητα των ξεναγήσεων;
«Το αντίθετο, με ευχαριστεί πάρα πολύ. Για μένα έτσι ολοκληρώνονται και η δουλειά και η έκθεση, όταν τη μοιράζομαι με τους επισκέπτες. Μου αρέσει αυτή η διασταύρωση και ο πλουραλισμός των βλεμμάτων, γι’ αυτό δεν μου αρέσει τόσο και η λέξη «ξενάγηση». Πάντα θα υπάρξουν εκπλήξεις στον τρόπο πρόσληψης, δεν ξέρεις πώς θα αντιδράσει ο κόσμος. Για παράδειγμα, στη δεύτερη ξενάγηση που έκανα, στον τοίχο όπου βρίσκεται το έργο της ζωγράφου Γιούλικας Λακερίδου με πλησίασε μια μεγάλη κυρία και μου είπε: «Ξέρετε, εγώ είμαι η δημιουργός του έργου, το είχα χαρίσει στην Πινακοθήκη πριν από 42 χρόνια και είμαι πολύ χαρούμενη που το βλέπω για πρώτη φορά να παρουσιάζεται…». Ηταν η ίδια η Γιούλικα Λακερίδου την οποία ανακάλυψα μέσα από την έρευνα που έκανα στη μόνιμη συλλογή και συμπεριέλαβα έργο της στην «Αστυγραφία». Δεν την ήξερα, την αναζήτησα και είδα ότι είχε κάνει μεγάλη καριέρα στο εξωτερικό».
Είναι µόνο θετικές οι αντιδράσεις;
«Κοιτάξτε, κάποιος έγραψε στο Facebook ότι δεν μπορούμε να εκθέτουμε έργα ζωγραφικής τόσο υψηλής ποιότητας μαζί με τέχνη στρατευμένη και φωτογραφίες. Διαπίστωσα ότι σε κάποια μερίδα του κοινού επιβιώνουν αυτά τα στερεότυπα περί «υψηλής» και «χαμηλής» τέχνης και ότι με δυσκολία μπορούν να δεχτούν την ανάμειξη των διαφορετικών καλλιτεχνικών ειδών. Αυτή η έκθεση ήταν ένα άνοιγμα για το παραδοσιακό κοινό της Εθνικής Πινακοθήκης και ήθελα να δω πώς θα πάει. Στο μεγαλύτερο ποσοστό η απόκριση είναι πάρα πολύ θετική. Η έκθεση δεν προσλαμβάνεται μόνο γνωστικά αλλά λειτουργεί και ως ανάκληση βιώματος κυρίως για ανθρώπους μέσης ηλικίας και πάνω».
Εγώ πάντως βλέπω και πολλά παιδιά όσες φορές έχω έρθει.
«Είναι ανάμεικτο, δεν υπάρχει ένα και ενιαίο κοινό. Υπάρχει ένας πυρήνας που παρακολουθεί τα πάντα, οι επισκέπτες του Σαββατοκύριακου, οι άνθρωποι της περιφέρειας που επιλέγουν να κάνουν 2-3 πράγματα στην Αθήνα και μέσα σε αυτά είναι και η Πινακοθήκη, πολλοί τουρίστες τώρα το καλοκαίρι. Το κοινό δεν έχει έναν χαρακτήρα συγκεκριμένο, είναι από όλες τις ηλικιακές ομάδες, τώρα τελευταία με χαρά βλέπω ότι έρχονται περισσότεροι νέοι, ιδιαίτερα στις μουσικές εκδηλώσεις ή στη θεατρική περφόρμανς που κάναμε με αφορμή την έκθεση του Παρθένη. Θα ήθελα να διευρύνουμε τις κατηγορίες αλλά και να εμβαθύνουμε τη σχέση τους με τα έργα. Να καλλιεργήσουμε την ανάπτυξη του κριτικού βλέμματος και – γιατί όχι; -να καταλάβουμε περισσότερο τον εαυτό μας μέσα από την τέχνη».
«Μετά από τόσα χρόνια που δουλεύω σε μουσεία δεν πιστεύω πια ότι μια διευθύντρια πρέπει να κάνει αμιγές καλλιτεχνικό έργο. Πρέπει να έχεις εικόνα σε βάθος, να ξέρεις τι είναι ένα ίδρυμα σε όλα τα επίπεδα»
Τα νούµερα της επισκεψιµότητας τα «κυνηγάτε»;
«Σίγουρα τα παρακολουθώ. Παίρνω τηλέφωνο, ρωτάω: «Πώς πήγαμε χθες;». Συνήθως είναι πάρα πολύ καλά. Θέλω όμως να δω και ποιες χρονικές ζώνες θέλουν ενίσχυση. Για παράδειγμα, κάναμε διευρυμένο ωράριο κάθε Τετάρτη, ήθελα να δω πώς πάει. Στην αρχή όχι τόσο καλά, όσο γινόταν γνωστό όλο και καλύτερα. Θα ήθελα ιδανικά να είναι 10-12 ώρες ανοιχτή η Πινακοθήκη, όμως με το προσωπικό φύλαξης που έχουμε αυτό δεν είναι εφικτό. Ωστόσο από το φθινόπωρο θα διευρύνουμε το ωράριο. Παρατήρησα, και είναι φυσιολογικό, ότι τους δύο μήνες που δεν είχαμε περιοδική έκθεση μειώθηκε η επισκεψιμότητα και στη μόνιμη συλλογή, πράγμα που σημαίνει ότι οι επισκέπτες θέλουν να κάνουν μια συνδυαστική επίσκεψη. Να πω βέβαια ότι ο πυρήνας της αγάπης και της αποδοχής της συλλογής αυτής στην Ελλάδα είναι ήδη σημαντικός και ισχυρός. Η Πινακοθήκη έχει κοινό, δεν ήρθα σε ένα μουσείο που έπρεπε να το χτίσω. Οπότε είναι μεν κάτι που με απασχολεί, αλλά όχι το βασικό ζητούμενο σε αυτό το μουσείο».
Ποιο είναι το βασικό ζητούµενο;
«Η ολοκληρωμένη εμπειρία του επισκέπτη. Η καλή λειτουργία των υπηρεσιών σε όλα τα επίπεδα, στο πώς σε υποδέχεται το προσωπικό, στην προσβασιμότητα των χώρων, το περιεχόμενο των συλλογών, τον τρόπο παρουσίασης των εκθέσεων, το εποπτικό υλικό, τα φυλλάδια. Είναι σχεδόν έτοιμος ο ακουστικός οδηγός περιήγησης σε επτά γλώσσες, τον επόμενο μήνα θα τεθεί σε λειτουργία. Βγήκαν στον αέρα τα podcasts που κάναμε με το δεύτερο πρόγραμμα της ΕΡΑ έπειτα από πρόταση δική τους, 22 ιστορίες τέχνης με αφορμή ισάριθμα έργα της συλλογής που τις δουλέψαμε ομαδικά με τους συναδέλφους στην Πινακοθήκη, όπως ονειρεύομαι να δουλεύουμε. Θέλω η Πινακοθήκη να υπάρχει με διάφορους τρόπους σε διάφορα σημεία και να αναπτύσσεται μια σχέση με τους ανθρώπους – δεν θα τους πω επισκέπτες γιατί δεν είναι -, με τον τρόπο που εκείνοι επιθυμούν».
Μιλήσατε για το προσωπικό φύλαξης νωρίτερα. Είναι πλέον επαρκές; Είναι ασφαλή τα έργα;
«Δεν έχουμε ακόμη εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας και δεν μπορούμε να εγκρίνουμε προσλήψεις. Δουλεύουμε με το προσωπικό που υπήρχε, με συμβασιούχους οκτώ μηνών, και με τη συνδρομή ιδιωτικής εταιρείας, οπότε η κατάσταση είναι ικανοποιητική. Για να λυθεί το πρόβλημα πρέπει να γίνουν νέες προσλήψεις. Ωστόσο, η σημερινή Πινακοθήκη δεν έχει καμία σχέση με εκείνη του παρελθόντος, διότι φύλαξη δεν είναι μόνο η ανθρώπινη δύναμη αλλά και η τεχνολογία. Σε αυτόν τον τομέα είμαστε σε ικανοποιητικό επίπεδο, αν και πάντα υπάρχουν δυνατότητες βελτίωσης. Υπάρχουν όλα τα μέτρα ασφαλείας και νόμιμα μέτρα παρακολούθησης που εξασφαλίζουν την ορατότητα και τον έλεγχο της κίνησης ώστε να νιώθουμε όλοι ασφαλείς για τα έργα μας και για τους ανθρώπους. Ο δικός μου στόχος είναι να δημιουργηθεί μια νέα κατηγορία προσωπικού που δεν θα είναι φύλακες με την παραδοσιακή έννοια. Νέοι άνθρωποι με γνώσεις, με σπουδές στην Ιστορία της τέχνης που θα δουλεύουν και για τις μόνιμες συλλογές και για τις περιοδικές εκθέσεις, όχι ως βουβά πρόσωπα που θα προσέχουν τα έργα και την κίνηση του κοινού αλλά ως πολιτιστικοί διαμεσολαβητές που θα μπορούν να συζητήσουν με τους επισκέπτες να τους δώσουν πληροφορίες για τα έργα και για τη συλλογή. Αυτό δεν υπάρχει στην Πινακοθήκη και πιστεύω ότι είναι το μέλλον».
Οι πόροι που έχετε στη διάθεσή σας αρκούν τελικά για την υλοποίηση των σχεδίων σας;
«Υπάρχει μια καλή βάση για την παρουσίαση ενός αξιοπρεπούς προγράμματος. Ο τακτικός προϋπολογισμός έχει υπερδιπλασιαστεί, ήταν 1,5 εκατ. ευρώ, έγινε 3,3 εκατ. ευρώ, πήραμε και δύο έκτακτους έφτασε τα 4,5 εκατ. Η Πινακοθήκη είχε χρέη και ένα μέρος τους έχει πλέον αποπληρωθεί. Από την άλλη πλευρά οφείλουμε να δημιουργούμε πόρους. Με τα εισιτήρια, με το café, το πωλητήριο, το εστιατόριο, το οποίο άρχισε να λειτουργεί εδώ και έναν μήνα. Συμπαθητικά τα πάμε, μπορούμε και καλύτερα. Το πωλητήριο είναι ένας στόχος που δεν έχει επιτευχθεί, έχουν γίνει κάποια πράγματα αλλά έχει πάρα πολλή δουλειά, αυτός είναι ένας στόχος για την επόμενη χρονιά».
«Οι επιμελητικές πρακτικές της σύγχρονης τέχνης μπορούν να τροφοδοτήσουν τον τρόπο που βλέπουμε παλαιότερα έργα»
Η στοχοθεσία για τη διεύρυνση της συλλογής ποια είναι;
«Ο πρώτος στόχος είναι να δούμε αυτά τα κενά της συλλογής όσον αφορά τον 20ό αιώνα. Για παράδειγμα, όταν έκανα την έρευνα για την «Αστυγραφία» διαπίστωσα ότι δεν υπήρχαν πολλά έργα που αποτύπωναν τη συγκρουσιακή διάθεση της αστικής πραγματικότητας ή ότι αρκετοί σημαντικοί καλλιτέχνες υποεκπροσωπούνται, όπως ο Βλάσης Κανιάρης, ο Τσαρούχης και ο Διαμαντής Διαμαντόπουλος. Ο δεύτερος στόχος είναι να υπηρετήσει η Πινακοθήκη τον διαχρονικά ιστορικό ρόλο της. Αυτό που βλέπουμε να γίνεται γύρω μας είναι η σύγχρονη τέχνη τού σήμερα, όμως σε κάποιες δεκαετίες θα είναι κομμάτι της ιστορίας. Οταν ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου αγόραζε το 1919 την «Πλαγιά» του Παρθένη ήταν σύγχρονη τέχνη και μάλιστα σύμφωνα με τα μέτρα της εποχής ένα έργο αιρετικό. Το πίστευε όμως και σήμερα είναι κομμάτι της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Αρα διαχρονικά η Πινακοθήκη έχει και αυτόν τον ρόλο, να παρακολουθεί το σύγχρονο και να επιλέγει πώς να εμπλουτίσει τις συλλογές της από αυτό. Δεν το κάνω μόνη μου, υπάρχει καλλιτεχνική επιτροπή η οποία αποτελείται και από συναδέλφους αλλά και από ανθρώπους που έχουν δουλέψει στην Πινακοθήκη και έχουν τεράστια εμπειρία, όπως η Ολγα Μεντζαφού-Πολύζου. Συζητάμε για τη συλλεκτική πολιτική για την οποία βέβαια την αρμοδιότητα έχει η εκάστοτε διευθύντρια».
Υπάρχει όµως πρόβλεψη για αγορά έργων στον προϋπολογισµό;
«Σκέφτομαι σοβαρά την τροποποίηση του προϋπολογισμού για την επόμενη χρονιά ώστε να ενταχθεί σχετικό κονδύλι. Υπάρχουν κάποια κληροδοτήματα, όπως του Αλέξανδρου Σούτσου από το οποίο μπορούμε να αντλήσουμε πόρους, όμως μόνο για αγορά έργων τέχνης καλλιτεχνών που έχουν πεθάνει πριν από 70 χρόνια, υπάρχει αυτός ο όρος».
Ποιο «αιρετικό έργο» µπορείτε να δείτε στη συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης σήµερα;
«Δεν το έχω σκεφτεί. Ας πούμε εκδοχές της μονοχρωματικότητας στη ζωγραφική ή έργα που συνδυάζουν διαφορετικές τεχνικές και μέσα, όπως η χαρακτική που ζωντανεύει μέσω του βίντεο. Δείγματα κοινοτικής τέχνης, εκείνης δηλαδή που δημιουργείται από έναν καλλιτέχνη ενορχηστρωτή και στην οποία συμμετέχουν και άλλα υποκείμενα. Τέχνη αρχείου που χρησιμοποιεί τα ιστορικά ντοκουμέντα ως οργανικά στοιχεία της εικαστικής φόρμας. Ο χειροτεχνοακτιβισμός, η επιστροφή στη χειρωναξία και σε παραδοσιακές μεθόδους, όπως είναι η υφαντική. Αυτές είναι ορισμένες περιοχές που μπορεί να ακούγονται κάπως έκκεντρες σε σχέση με τη στόχευση που έχει η Πινακοθήκη στη συλλεκτική της πολιτική αλλά είναι τάσεις υπαρκτές που πρέπει να ενταχθούν στη συλλογή».
Μιλήσατε στην αρχή για τις συνέργειες µε µουσεία της Ελλάδας, θα γίνουν αντίστοιχες κινήσεις στο εξωτερικό;
«Από το φθινόπωρο ετοιμάζουμε δύο δημόσιες συζητήσεις με διευθυντές ή επιμελητές μουσείων από την Ευρώπη οι οποίοι έχουν δουλέψει στις μόνιμες συλλογές των μουσείων τους και τις έχουν παρουσιάσει με πολύ ενδιαφέροντα τρόπο για το σύγχρονο κοινό, γιατί είναι κάτι που με ενδιαφέρει και για την Πινακοθήκη. Οπως ο Mανουέλ Μπόρχα Bιλέλ, πρώην διευθυντής του Reina Sofia στη Μαδρίτη, ένα μουσείο με το οποίο θα συνεργαστούμε και για την επόμενη περιοδική έκθεση για «τη Δημοκρατία και την Τέχνη στην Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία» μαζί με το Μουσείο Αντίστασης στη Λισαβόνα. Ενα άλλο μουσείο που με ενδιαφέρει και είχα επικοινωνία είναι με το Van Abbemuseum στο Αϊντχόβεν, οπότε ο διευθυντής του, Τσαρλς Εσε, θα έρθει επίσης στην Αθήνα. Μπαίνοντας σε αυτά τα μουσεία πολλές φορές είχα την αίσθηση ότι βρίσκομαι πιο κοντά στο να βλέπω μια Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης απ’ ό,τι μια συλλογή μουσείου εκατό χρόνων. Οι επιμελητικές πρακτικές της σύγχρονης τέχνης μπορούν να τροφοδοτήσουν τον τρόπο που βλέπουμε παλαιότερα έργα».
Σας ακούω τόση ώρα να µιλάτε για όλες τις παραµέτρους λειτουργίας του µουσείου και αναρωτιέµαι κατά πόσο σας επιβαρύνει να ασχολείστε µε θέµατα που δεν άπτονται του καλλιτεχνικού σχεδιασµού.
«Μετά από τόσα χρόνια που δουλεύω σε μουσεία δεν το πιστεύω πια αυτό, ότι δηλαδή μια διευθύντρια πρέπει να κάνει αμιγές καλλιτεχνικό έργο. Πρέπει να έχεις εικόνα σε βάθος, να ξέρεις τι είναι ένα ίδρυμα σε όλα τα επίπεδα, πώς κατανέμεται ο προϋπολογισμός, με ποιες διαδικασίες εξασφαλίζεις τις υπηρεσίες που θέλεις, πώς συμπεριφέρεσαι και πώς διαχειρίζεσαι τους εργαζομένους κ.ο.κ. Δεν εννοώ ότι ένας άνθρωπος πρέπει να τα κάνει όλα, εννοείται ότι είναι ομαδική δουλειά και ο καθένας έχει τον τομέα της ευθύνης του, αλλά κατά τη γνώμη μου η διευθύντρια πρέπει να έχει την εικόνα του συνόλου και την επίβλεψη για να κάνει σωστά τη δουλειά της. Οταν ήρθα στην Πινακοθήκη υπήρχε μόνο διευθύντρια συλλογών και μουσειακού σχεδιασμού, η συνάδελφος Εφη Αγαθονίκου. Οι άλλες δύο θέσεις προϊσταμένων, η Διεύθυνση Διοικητικού-Οικονομικού και εκείνη της Συντήρησης Εργων Τέχνης, ήταν ακέφαλες και αυτό για μένα ήταν ένα τεράστιο πρόβλημα. Μέσα σε λίγους μήνες κάλεσα τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν υποψηφιότητα, αξιολογήσαμε τους φακέλους μαζί με το διοικητικό συμβούλιο, εισηγήθηκα τις προτάσεις μου, έγιναν δεκτές και αποκτήσαμε προϊστάμενες διεύθυνσης την Κατερίνα Αρβανιτάκη στο Διοικητικό-Οικονομικό και την Αγνή Τερλιξή στη Συντήρηση. Σε κάθε θέση πρέπει να υπάρχει ο κατάλληλος άνθρωπος που θα κάνει τις εισηγήσεις, τη δουλειά του και να συντονιζόμαστε όλοι μαζί. Τη στοχοθεσία τη βάζει αναγκαστικά ο διευθυντής».
Αλήθεια, ο κύκλος στο MOMus έχει κλείσει για τα καλά;
«Οχι. Εχω παρατηρήσει ότι στη ζωή μου τους ανθρώπους με τους οποίους συνδέομαι τους έχω μέσα μου με διάφορους τρόπους. Νιώθω ότι η σκέψη μου τροφοδοτείται και αναφορικά με τον παρόντα καλλιτεχνικό σχεδιασμό όταν σκέφτομαι τη συλλογή Κωστάκη και τη δουλειά που κάναμε στο Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης με τη Μαρία Τσαντσάνογλου, ή αργότερα στο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης. Ταυτόχρονα, σκέφτομαι με ποιους τρόπους μπορούμε να συνεργαστούμε και να συνεχίσουμε κάποιες πρωτοβουλίες. Οπως, για παράδειγμα, την Πολιτιστική Συνταγογράφηση που απευθύνεται σε ασθενείς διαφόρων κατηγοριών και ξεκινήσαμε πιλοτικά στο Momus και τη Μονή Λαζαριστών. Απ’ ό,τι μου είπαν συνάδελφοι στο τμήμα εκπαιδευτικών προγραμμάτων σε πρόσφατο ταξίδι μου στη Θεσσαλονίκη τα αποτελέσματα ήταν πάρα πολύ θετικά. Αυτό το πρόγραμμα για μένα είναι περιουσία».