Ο φιλόδοξος σχεδιασμός του προκαλεί εκείνο το δέος που νιώθει κανείς μπροστά σε θαύματα της φύσης ή σε αρχιτεκτονήματα που μοιάζουν παραμυθένια, απόκοσμα, κι ας είναι εμπνευσμένα 100% από τον δικό μας κόσμο, όπως συμβαίνει με τις δημιουργίες του Αντόνι Γκαουντί και το κτίριο του Εερο Σάαρινεν που ήταν κάποτε ο τερματικός σταθμός της TWA στο αεροδρόμιο της Νέας Υόρκης. Εν προκειμένω αναφερόμαστε στην τελευταία προσθήκη στο δαιδαλώδες Αμερικανικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας στη Νέα Υόρκη, ένα σύμπλεγμα 26 κτιρίων που απλώνονται σε τέσσερα οικοδομικά τετράγωνα στο Upper West Side του Μανχάταν (ναι, πρόκειται για το μεγαλύτερο του είδους του στον κόσμο) στο Πάρκο Ρούζβελτ, απέναντι από το Σέντραλ Παρκ, το οποίο έπασχε διαχρονικά από λειτουργικότητα, καθαρότητα σχεδιασμού και εσωτερικών συνδέσεων.
Και επειδή τίποτα δεν είναι minimal όταν μιλάμε για το συγκεκριμένο μουσείο, στο οποίο μάλιστα «εργαζόταν» και ο Ρος Γκέλερ από τα «Φιλαράκια», το νέο κτίριο, που θυμίζει ένα γεωλογικό γλυπτό, έχει ένα μακροσκελές όνομα – Richard Gilder Center for Science, Education and Innovation – και μόλις άνοιξε για το κοινό. Ομως, χάρη στην εντυπωσιακή αρχιτεκτονική του μάλλον θα αναγκάσει πολύ κόσμο να προσπαθήσει να το θυμάται, αν μη τι άλλο στη σύντομη εκδοχή του, ήτοι Gilder Center, από το όνομα του χρηματοδότη τού πρότζεκτ που ήταν ο επιχειρηματίας και φιλάνθρωπος Ρίτσαρντ Γκίλντερ (1932-2020). Επιπλέον, θα εδραιώσει ευρέως το όνομα της αρχιτεκτόνισσας που βρίσκεται πίσω από τον σχεδιασμό του και δεν είναι άλλη από την Αμερικανίδα Τζιν Γκανγκ, δημιουργό του Studio Gang Architects που ιδρύθηκε το 1997. H 59χρονη αρχιτεκτόνισσα έχει πλούσιο βιογραφικό, μεταξύ άλλων ηγείτο της ομάδας που σχεδίασε τον ουρανοξύστη Aqua (2009) στο Σικάγο των ΗΠΑ, ο οποίος θυμίζει τους κυματισμούς του νερού και επιπλέον στα 262 μέτρα του έχει αποτελέσει «το ψηλότερο κτίριο σχεδιασμένο από γυναίκα», μια πρωτιά που ξεπέρασε και πάλι η ίδια η Γκανγκ. Θα μπορούσε λοιπόν μοιραία να γίνει αμετροεπής ή flashy, όπως συμβαίνει συνήθως με τους starchitects, όμως από ό,τι φαίνεται και – το κυριότερο – λέγεται στον αμερικανικό Τύπο, το αποτέλεσμα μάλλον δικαιώνει τη δημιουργό του και οι φωτογραφίες του νεότευκτου νεοϋορκέζικου κτιρίου ήδη κάνουν τον γύρο του κόσμου.
Τι έκανε λοιπόν η Γκανγκ; Δημιούργησε μια πρόσοψη με μεγάλες επιφάνειες από ροζ γρανίτη Milford (από την ομώνυμη πόλη της Μασαχουσέτης) με γυάλινα ανοίγματα που θυμίζει τελικά γεωλογικές μορφές, μια απότομη πλαγιά ή έναν γκρεμό, σμιλεμένες από τον αέρα και το νερό. Μια απότομη πλαγιά ή έναν γκρεμό με οπές-παράθυρα, που δεν προϊδεάζουν για το ιλιγγιώδες βάραθρο που φιλοξενούν εντός τους. Γιατί η είσοδος στο Gilder Center γίνεται μέσα σε ένα μεγάλο πενταώροφο αίθριο το οποίο λούζεται στο φως χάρη σε φεγγίτες μεγάλης κλίμακας. Η υφή, το χρώμα και οι ρέουσες φόρμες του είναι εμπνευσμένες από φαράγγια των Ηνωμένων Πολιτειών και από τα σχήματα που «χαράζει» το νερό σε μεγάλες επιφάνειες πάγου. Το αίθριο έχει κομβικό χρηστικό ρόλο καθώς συνδέει λειτουργικά απομακρυσμένα μέρη του μουσείου όπου φυλάσσονται συλλογές του. Σημειωτέον, οι συλλογές του ιδρύματος περιλαμβάνουν πάνω από 34 εκατομμύρια δείγματα φυτών, ζώων, απολιθωμάτων και ό,τι τέλος πάντων απαντάται στη φύση. Διότι, όταν πρωτοσχεδιάστηκε, τη δεκαετία του 1870, από τους Κάλβερτ Βο και Τζέικομπ Ρέι Μάουλντ, ήταν ένα βικτωριανό κτίσμα στο οποίο σταδιακά προστέθηκαν και άλλα κτίρια, διαφορετικών αρχιτεκτονικών στυλ, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα «τρελό patchwork», σύμφωνα με τους «New York Times». Η δε μεταξύ τους σύνδεση ήταν λαβυρινθώδης και είχε χαρακτηριστεί μάλιστα μια «Διαγώνιος Αλέα» α λα Χάρι Πότερ.
Οταν μιλούν οι αριθμοί
Πέρα από την αρχιτεκτονική του, είναι και τα νούμερα που το συνοδεύουν και εντυπωσιάζουν. Το Gilder Center απλώνεται σε 21.367 τ.μ. και δημιουργεί περισσότερες από 30 συνδέσεις μεταξύ δέκα κτιρίων του μουσείου, που τελικά φέρνουν σε επαφή ολόκληρο το σύμπλεγμα και διευκολύνουν την περιήγηση των επισκεπτών. Ακόμα πιο εντυπωσιακό και το ποσό που απαιτήθηκε τελικά για την ανέγερσή του, 456 εκατ. δολάρια, περίπου 130 περισσότερα από την αρχική πρόβλεψη των 325 εκατ. όταν ανακοινώνονταν τα σχέδια ανέγερσης πριν από εννέα χρόνια. Στο μεταξύ, ήλθε και παρήλθε μια πανδημία που εκτόξευσε τα κόστη στα ύψη και συνετέλεσε επίσης στις καθυστερήσεις της ολοκλήρωσης του έργου. Διότι το αρχικό πλάνο ήταν να ανεγερθεί το κτίριο για να είναι έτοιμο για την επέτειο των 150 χρόνων από την ίδρυση του μουσείου, ήτοι το 2019, κάτι που βεβαίως δεν επιτεύχθηκε.
Οσον αφορά τη χρήση του, πέρα από το να διευκολύνει τη λειτουργικότητα δηλαδή, δεν διαφοροποιείται από εκείνη του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας, στο οποίο σημειωτέον ήδη από το 2006 έχει ιδρυθεί Σχολή Μεταπτυχιακών Σπουδών Richard Gilder που περιλαμβάνει πρόγραμμα διδακτορικών διατριβών πάνω στη συγκριτική βιολογία. Εστιάζει λοιπόν στην επιστήμη και στην εκπαίδευση μέσα από πρωτοποριακές εκθέσεις, παγκόσμιας κλάσης εγκαταστάσεις για έρευνα, όπως αίθουσες διδασκαλίας νέας κοπής. Και όλα αυτά – εκθέσεις, εκπαίδευση και έρευνα – σε πολύ κοντινή απόσταση ώστε να συνδράμουν ενισχυτικά τις κεντρικές συλλογές του μουσείου. Η ίδια η τεχνική κατασκευής του αιθρίου συνδέεται με την ιστορία του ιδρύματος, καθώς έχει κατασκευαστεί με μια τεχνική γνωστή ως «shotcrete» (εκτοξευόμενο σκυρόδεμα) που ανακαλύφτηκε από τον φυσιοδίφη, βιολόγο και γλύπτη Καρλ Εϊκλι (1864-1926), ο οποίος θεωρείται «ο πατέρας της σύγχρονης ταρίχευσης». Συνίσταται στο ότι το σκυρόδεμα ψεκάζεται απευθείας σε οπλισμούς και μεταλλικό πλέγμα χωρίς τον παραδοσιακό ξυλότυπο και στη συνέχεια σκαλίζεται ή σπατουλάρεται με το χέρι.
Οπως δήλωνε στον αμερικανικό Τύπο η δημιουργός του Gilder Center, Τζιν Γκανγκ: «To κτίριο έχει σχεδιαστεί για να ενεργοποιεί την εξερεύνηση και την ανακάλυψη, στοιχεία που δεν είναι εμβληματικά μόνο όσον αφορά την επιστήμη, αλλά είναι άμεσα συνυφασμένα με την ανθρώπινη φύση. Στόχος του είναι να προσκαλέσει τους πάντες – ανθρώπους ανεξάρτητα από την ηλικία τους, το κοινωνικό ή εκπαιδευτικό υπόβαθρό τους – να μοιραστούν τον ενθουσιασμό που προκαλεί η επαφή με τη γνώση γύρω από τον κόσμο της φύσης. Οταν μπαίνετε στο αίθριο, μπορείτε να έχετε οπτική επαφή και επομένως μια πρώτη εικόνα για τα διαφορετικά εκθέματα που θα συναντήσετε στα διαφορετικά επίπεδα του μουσείου, οπότε έχετε τη δυνατότητα να αφήσετε την περιέργειά σας να σας οδηγήσει».