Οι εικόνες από τις καταστροφικές φωτιές που έπληξαν διάφορα σημεία της χώρας μας, με αποκορύφωμα τις πυρκαγιές στην Αττική με τραγικό απολογισμό τον θάνατο μίας γυναίκας και εκατοντάδων ζώων σε περισσότερα από 100.000 στρέμματα καμένης γης, καθώς και την καταστροφή περισσότερων από 100 οικιών και επιχειρήσεων σε Πεντέλη, Πάτημα Βριλησσίων, Βαρνάβα, Μαραθώνα, Χαλάνδρι κ.α. αμαύρωσαν, όπως είναι φυσιολογικό, και το εφετινό καλοκαίρι.
Εκτός από τη θλίψη που μας προκαλεί ο ανθρώπινος πόνος και οι άδικες απώλειες, μεγάλος είναι ο θυμός και η ανησυχία μας για ένα δυστοπικό μέλλον με εξαφανισμένους ακόμη και τους τελευταίους πνεύμονες πρασίνου στην πρωτεύουσα.
Καταφύγιό μας και απόλυτο μέσο ψυχικής ανάτασης σε τέτοιες τραγικές στιγμές αποτελεί, όπως πάντα, η τέχνη. Μέσω αυτής μπορούν να εκφραστούν και να αποδοθούν όλα τα συναισθήματα, ακόμη και τα πιο μύχια, τόσο τα αρνητικά όσο και τα θετικά.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ως προς το πρώτο είναι η φωτογραφία του Κωνσταντίνου Τσακαλίδη από τις φωτιές της Εύβοιας το 2021 που απεικόνιζε μια πυρόπληκτη γυναίκα σε απόγνωση. Η σπαρακτική έκφραση στο πρόσωπό της έφερε αμέσως στον νου την «Κραυγή», το διασημότερο έργο ζωγραφικής του Εντβαρτ Μουνκ (1863-1944).
Από την άλλη, όταν θέλεις να ξεφύγεις λίγο από την πραγματικότητα, πίνακες που δείχνουν τη φύση έτσι όπως την ονειρευόμαστε ή όπως τη ζούσαμε ως παιδιά, εικόνες που μας κάνουν να οραματιζόμαστε έναν πιο όμορφο, ξέγνοιαστο και ιδανικό κόσμο, είναι εκείνες που μπορούν ίσως να γαληνέψουν για λίγο την ψυχή μας και να μας ταξιδέψουν νοερά σε ένα ειδυλλιακό, σχεδόν θεραπευτικό, τοπίο.
Με την κλιματική κρίση να επιδεινώνει την κατάσταση, έντονη είναι η αίσθηση απώλειας και θρήνου για τη φυσική ομορφιά που χάνεται γύρω μας. Ωστόσο, μέσα από τις τοπιογραφίες, αυτή η ομορφιά μπορεί να ξαναβρεί τον δρόμο της στη συλλογική μας μνήμη και να μας εμπνεύσει να προστατέψουμε ό,τι απομένει.
Από το Shan shui στην Αναγέννηση
Αν και απεικονίσεις του φυσικού περιβάλλοντος υπήρχαν ανέκαθεν στην τέχνη, από την αρχαιότητα έως σήμερα, ο επίσημος όρος τοπιογραφία, υπό την έννοια ότι η φύση είναι το κυρίως θέμα ενός έργου, ξεκίνησε, τουλάχιστον για τη Δύση, στην εποχή της Αναγέννησης, τον 16ο αιώνα.
Πριν από τότε τα τοπία αποτελούσαν το παρασκήνιο, το φόντο για τα πορτρέτα ή τον χώρο στον οποίο διαδραματιζόταν η δράση. Παρ’ όλα αυτά, ίσως η παλαιότερη σωζόμενη τοπιογραφία του δυτικού πολιτισμού να είναι η λεγόμενη «Τοιχογραφία της άνοιξης» στο Ακρωτήρι της Σαντορίνης από την Υστερη Εποχή του Χαλκού.
Ανακαλύφθηκε πριν από περίπου 50 χρόνια, πολύ καλά διατηρημένη μέσα σε ηφαιστειακά υλικά, χρονολογείται περίπου από το 1600 π.Χ. και απεικονίζει κόκκινα κρίνα που ξεφυτρώνουν μέσα από το πολύχρωμο βραχώδες ηφαιστειακό τοπίο με χελιδόνια να πετούν ανάμεσά τους.
Στην Κίνα, από την άλλη, ήδη από τον 5ο µε 6ο µ.Χ. αιώνα, η τέχνη του τοπίου ήταν πολύ καλά εδραιωµένη, με το εμπνευσμένο από τα μοτίβα του Ταοϊσμού «Shan shui», τη μορφή ζωγραφικής η οποία γινόταν με μελάνι και πινέλο.
Η ιδέα ότι οι άνθρωποι και τα ζώα πρέπει να ζουν σε ισορροπία και αρμονία με τον φυσικό κόσμο – γιν και γιανγκ – αποδίδεται μέσα από την απεικόνιση της αντίθεσης ανάμεσα σε τεράστια, συμπαγή βουνά, που θεωρούνται από καιρό ιερά στην κινεζική κουλτούρα, και απαλά τρεχούμενα νερά, όπως είναι τα ποτάμια ή οι καταρράκτες.
Το συγκεκριμένο στυλ ζωγραφικής βασίζεται κυρίως σε τρία στοιχεία: πρώτον, το «μονοπάτι» (πάντα είναι ένα σώμα νερού), το οποίο δεν πρέπει ποτέ να είναι μια ευθεία, αλλά να καταλήγει στο δεύτερο στοιχείο, το «κατώφλι» (ένα βουνό), που σε καλωσορίζει, και όλα μαζί να καταλήγουν στην «καρδιά», το κομβικό σημείο, το κυρίως δηλαδή θέμα του πίνακα (ένα ηλιοβασίλεμα ίσως, κάποια δέντρα ή ζώα), που είναι και το τρίτο στοιχείο.
Για να επιστρέψουμε όμως στη δυτική τέχνη, η ανακάλυψη ενός νέου τρόπου δημιουργίας της «προοπτικής» επέτρεψε να αναπαρασταθούν πειστικά οι φυσικές αποστάσεις και οι διαστάσεις των αντικειμένων.
Από τους πρώτους που αγκάλιασαν με ενθουσιασμό την τοπιογραφία ως υψηλή τέχνη ήταν οι Ολλανδοί (ο όρος «landscape» – τοπίο –, που χρησιμοποιείται για να ορίσει αυτή τη μορφή τέχνης, προέρχεται από την ολλανδική λέξη «landschap», που αρχικά σήμαινε «περιοχή», «έκταση γης», αλλά απέκτησε καλλιτεχνική χροιά). Τοπία εθνικής υπερηφάνειας για τη ναυτική τους δύναμη απεικόνιζαν τα ολλανδικά λιμάνια, αλλά και το εμπόριο στο εξωτερικό.
Εδιναν επίσης ιδιαίτερη έμφαση στον ουρανό, τα σύννεφα και τον ήλιο που έλαμπε ανάμεσά τους. Οι oλλανδοί ζωγράφοι απέκτησαν ιδιαίτερη τεχνική στην απόδοση του φωτός και των καιρικών συνθηκών. Αυτό είναι απολύτως εμφανές στον πίνακα «Moonlit Landscape with Bridge» (Φεγγαρόλουστο τοπίο με γέφυρα, 1648/1650) του Αρτ φαν ντερ Νιρ (1603-1677), ο οποίος βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη της Ουάσιγκτον, της πρωτεύουσας των ΗΠΑ.
Ο ολλανδός καλλιτέχνης ξεκίνησε την καριέρα του ζωγραφίζοντας χιονισμένα χειμερινά τοπία, αναπτύσσοντας αργότερα ειδικότητα στις νυχτερινές σκηνές με τις μυστηριώδεις, σκοτεινές, φεγγαρόλουστες εικόνες. Στο συγκεκριμένο έργο, η λάμψη μέσα στη νύχτα δημιουργείται από πολλαπλά στρώματα και εναλλαγές ανοιχτόχρωμης και σκούρας μπογιάς.
Στην υπόλοιπη Ευρώπη, ωστόσο, η τοπιογραφία – όπως τα πορτρέτα, οι σκηνές της καθημερινής ζωής και η νεκρή φύση – δεν είχε γίνει ευρέως αποδεκτή από τις μεγάλες ακαδημίες τέχνης της Ιταλίας και της Γαλλίας.
Η ζωγραφική με κλασικά, θρησκευτικά, μυθολογικά και αλληγορικά θέματα εξακολουθούσε να θεωρείται πιο αξιοθαύμαστη και σεβαστή. Αυτό άλλαξε στα τέλη του 18ου αιώνα με τον Πιερ-Ανρί ντε Βαλανσιέν (1750-1819) στη Γαλλία, ο οποίος καθιέρωσε και την πρακτική της υπαίθριας ζωγραφικής (en plein air), όπου ο καλλιτέχνης αποτυπώνει αυτό που παρατηρεί να εκτυλίσσεται στην ύπαιθρο, μπροστά στα μάτια και τον καμβά του.
Το 1799 μάλιστα εξέδωσε ένα πρωτοποριακό για την εποχή του βιβλίο – με τίτλο «Élémens de perspective pratique: à l’usage des artistes» –, που είχε ως θέμα του τη ζωγραφική απόδοση των τοπίων. Η επιτυχία του ανάγκασε την Ακαδημία να δημιουργήσει ένα βραβείο για το «ιστορικό τοπίο» το 1817 και βοήθησε αισθητά την επόμενη γενιά γάλλων τοπιογράφων.
Ενα αντιπροσωπευτικό δείγμα της τέχνης του Πιερ-Ανρί ντε Βαλανσιέν βρίσκεται επίσης στην Εθνική Πινακοθήκη της Ουάσιγκτον και, όπως συνέβαινε συχνά, έχει ως θέμα του ένα ιταλικό τοπίο
– η Ιταλία αποτελούσε κύρια πηγή έμπνευσης για τους τοπιογράφους της εποχής, του Ντε Βαλανσιέν συμπεριλαμβανομένου, ο οποίος ταξίδεψε εκτενώς στη χώρα.
Το έργο έχει τον τίτλο «Study of Clouds over the Roman Campagna» (Μελέτη των σύννεφων πάνω από τη Ρωμαϊκή Καμπανία, 1782/1785) και απεικονίζει έναν νεφελώδη ουρανό με γκρι και λευκά σύννεφα, πάνω από μια λωρίδα γης.
Από τον Ρομαντισμό στον Ντέιβιντ Χόκνεϊ
Ο 19ος αιώνας έφερε την άνοδο του Ρομαντισμού, όπου το τοπίο έγινε ένα σημαντικό εκφραστικό μέσο για καλλιτέχνες όπως ο Κάσπαρ Ντάβιντ Φρίντριχ (1774-1840) στη Γερμανία και ο Ουίλιαμ Τέρνερ (1775-1851) στην Αγγλία, οι οποίοι δημιούργησαν έργα γεμάτα μελαγχολία, μυστηριώδες φως και απόκοσμες σκηνές, προσδίδοντας στη φύση μια συμβολική διάσταση.
Ενα από τα έργα του Τέρνερ που ξεχωρίζουν, το «Modern Rome – Campo Vaccino» (Σύγχρονη Ρώμη – Κάμπο Βατσίνο, 1839), εκτίθεται σήμερα στο μουσείο του Getty Center στο Λος Αντζελες. Στον πίνακα, τον οποίο δημιούργησε από μνήμης, δέκα χρόνια μετά την επίσκεψή του στη Ρώμη, ξεχωρίζει η χαρακτηριστική χρωματική παλέτα του βρετανού καλλιτέχνη.
Επιπλέον, τον 19ο αιώνα είχαμε και τη δημιουργία της «φωτογραφίας τοπίου», η οποία επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τους τοπιογράφους.
Στη Γαλλία, το κίνημα του ιμπρεσιονισμού έφερε μια νέα αντίληψη για το τοπίο. Καλλιτέχνες όπως ο Κλοντ Μονέ (1840-1926) και ο Καμίλ Πισαρό (1830-1903) απεικόνισαν την ύπαιθρο με έντονα χρώματα και ελαφριές πινελιές, εστιάζοντας στο φως και τις στιγμιαίες εντυπώσεις που δημιουργούσε. Το τοπίο έγινε ένα πεδίο πειραματισμού για την αποτύπωση της ατμόσφαιρας και της κίνησης.
Στο «Autumn on the Seine, Argenteuil» (Φθινόπωρο στον Σηκουάνα, Αρζεντέιγ, 1873), του Κλοντ Μονέ, οι «μικρές, λεπτές πινελιές προσδιορίζουν ότι αυτό το έργο ανήκει στην «υψηλή» φάση του ιμπρεσιονισμού.
Τα λαμπερά χρώματα του τοπίου του Μονέ αντικατοπτρίζονται στο νερό κάτω, με αποτέλεσμα μια αξιοσημείωτη συμμετρία που καθιστά δύσκολη τη διάκριση μεταξύ των αντανακλάσεων και των πηγών τους», όπως διαβάζουμε στον ιστότοπο του High Museum of Art στην Ατλάντα των ΗΠΑ, όπου ανήκει το έργο, στη μόνιμη συλλογή του οποίου υπάρχει ειδική κατηγορία με τίτλο «Τοπία του 19ου αιώνα».
Αλλο ένα υπέροχο τοπίο του ιμπρεσιονισμού είναι το «Mont Sainte-Victoire and the Viaduct of the Arc River Valley» (To όρος Σεν Βικτουάρ και η οδογέφυρα της κοιλάδας του ποταμού Αρκ, 1882-1885) από τον Πολ Σεζάν (1839-1906). Αποτελεί μέρος της συλλογής του Metropolitan Museum of Art στη Νέα Υόρκη και απεικονίζει το όρος Σεν Βικτουάρ, που δεσπόζει πάνω από την κοιλάδα του ποταμού Αρκ στην Προβηγκία (το συγκεκριμένο βουνό αποτέλεσε σημαντική πηγή έμπνευσης για τον γάλλο καλλιτέχνη και εμφανίζεται σε δεκάδες δημιουργίες του).
Η σύνθεση του έργου χαρακτηρίζεται από την ιδιαίτερη δομή και γεωμετρία που προσδίδει ο Σεζάν στα στοιχεία της φύσης, κάτι που είναι χαρακτηριστικό της προσέγγισής του στην τοπιογραφία.
Οι μορφές και τα αντικείμενα είναι δομημένα σε επίπεδα, με τα χρώματα να παίζουν σημαντικό ρόλο στη δημιουργία βάθους και κίνησης στο τοπίο. Ο Σεζάν θεωρείται πρόδρομος του Κυβισμού, και αυτό το έργο αναδεικνύει τη χαρακτηριστική του ικανότητα να αναλύει τη φύση σε απλές γεωμετρικές μορφές.
Πίσω στην Ατλάντα, ένα από τα πιο όμορφα έργα που εκτίθενται στο High Museum of Art τιτλοφορείται «View Near Rutland, Vermont» (1837) και απεικονίζει μια ήσυχη σκηνή πικνίκ. Φέρει την υπογραφή του Ασερ Μπράουν Ντουράντ (1796-1886), ενός από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της «Σχολής του Ποταμού Χάντσον», ενός καλλιτεχνικού κινήματος που διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στην ανάπτυξη της τοπιογραφίας στις Ηνωμένες Πολιτείες κατά τον 19ο αιώνα.
Το κίνημα ξεκίνησε από καλλιτέχνες που εμπνεύστηκαν από την αμερικανική φύση και την ανάγκη να αποτυπώσουν με ρομαντισμό τη μεγαλοπρέπειά της μέσα από τη ζωγραφική, εστιάζοντας περισσότερο στη φυσική ομορφιά και την επιβλητικότητα των τοπίων. Στον πίνακα «View Near Rutland, Vermont», ο Ντουράντ αποτυπώνει ένα τοπίο από την περιοχή γύρω από το Ράτλαντ στην Πολιτεία του Βερμόντ και αποδίδει με λεπτομέρεια την υφή των φύλλων, τη ροή του ποταμού και το απαλό φως που διαχέεται, δημιουργώντας μια αίσθηση ηρεμίας και αρμονίας.
Τέλος, με την άφιξη του 20ού αιώνα μέχρι και σήμερα το τοπίο συνέχισε να εξελίσσεται. Ενας από τους σημαντικότερους σύγχρονους τοπιογράφους είναι ο Ντέιβιντ Χόκνεϊ, με κύρια έμπνευσή του να είναι το Μαλιμπού και η Σάντα Μόνικα των 60s και 70s, μαζί με το Γκραν Κάνιον, τη Νότια Γαλλία και τον τόπο καταγωγής του, το Γιόρκσαϊρ.
Ο βρετανός καλλιτέχνης έχει συνδεθεί στενά με τα κινήματα της ποπ αρτ και του ζωγραφικού εξπρεσιονισμού, ενώ για τα τοπία του έχει πειραματιστεί με ακουαρέλες, κολάζ φωτογραφιών, μέχρι και με την ψηφιακή τεχνολογία και τα τάμπλετ. Μία από τις πιο όμορφες τοπιογραφίες του είναι το «Going Up Garrowby Hill» (2000) που ανήκει σε ιδιωτική συλλογή.