«Je ne compte pas dans la littérature française», «δεν μετρώ στα γαλλικά γράμματα». Ο άνθρωπος που τον Ιανουάριο του 1894 εξέφραζε το παράπονο για την έλλειψη αναγνώρισής του εκ μέρους των επίσημων θεσμών δεν ήταν κάποιος συγγραφέας του συρμού, επαγγελματίας της δυσαρέσκειας ή λάτρης της διαφήμισης του ονόματός του. Στην ηλικία των 66 ετών, έχοντας ολοκληρώσει ήδη 66 τόμους («και αν ο Θεός μού δώσει χρόνια, θα φτάσω τους ογδόντα»), ο Ιούλιος Βερν ήταν ένας από τους σημαντικότερους λογοτέχνες της εποχής του τόσο σε απήχηση όσο και σε πωλήσεις. Ωστόσο, ήταν γεγονός ότι η Γαλλική Ακαδημία, παρά τον έπαινο που είχε χορηγήσει στα βιβλία του και ο οποίος τυπωνόταν στο εξώφυλλο όλων των εξαιρετικά καλαίσθητων εκδόσεων του οίκου Hetzel, δεν τον είχε εκλέξει μέλος της, ενώ για κάθε Εκτορα Μαλό που τον επευφημούσε, υπήρχε και ένας Εμίλ Ζολά που θεωρούσε τα έργα του εμπορική τέχνη χωρίς λογοτεχνική αξία: «Αν τα «Παράξενα Ταξίδια» κάνουν καλές πωλήσεις, το ίδιο ισχύει και για τα αλφαβητάρια και τα προσευχητάρια. Και δεν έχουν καμία σημασία για τη σύγχρονη λογοτεχνική κίνηση» έγραφε το 1878 στις λογοτεχνικές σελίδες της εφημερίδας «Le Figaro». Στην πραγματικότητα, ο Βερν όταν διατύπωνε τα παραπάνω σε μια συνέντευξή του στον Ρόμπερτ Σέραρντ του «McClure’s Magazine» δεν ενδιαφερόταν τόσο για τη συμπερίληψή του στη χορεία των ομοτέχνων του. Παρά την πίεση από τον εκδότη του, Πιερ-Ζιλ Ετσέλ, δεν είχε κυνηγήσει συστηματικά την εκλογή. Ισως γιατί φοβόταν την ευθεία απόρριψη. Ισως γιατί δεν τον απασχολούσε η ένταξη σε ένα σώμα που πορευόταν σε εμφανώς διαφορετική κατεύθυνση από τη δική του. Το βέβαιo είναι ότι το 1894 ο Ιούλιος Βερν θεωρούσε τον εαυτό του τόσο ξεχωριστό όσο και το καλοκαίρι του 1850, όταν εμφανιζόταν για πρώτη φορά στη γαλλική λογοτεχνία με ένα θεατρικό έργο γραμμένο από κοινού με τον επιστήθιο φίλο του, Αλέξανδρο Δουμά Υιό.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.