Υπάρχουν κάποιοι καβγάδες στην Ελλάδα που με διασκεδάζουν διότι επαναλαμβάνονται κάθε χρόνο: είναι κάτι σαν τις εθνικές ή τις θρησκευτικές εορτές. Με τις πρώτες μοιάζουν γιατί γίνονται αφορμή για επαναλαμβανόμενα και κομμάτι βαρετά κηρύγματα. Με τις δεύτερες γιατί βλέπεις σε αυτούς μια παράξενη εμμονή, ιδεοληπτική και όχι τελετουργική – ευτυχώς, όπως και στις θρησκευτικές εορτές, αν και υπάρχει υπερβολή, δεν υπάρχει πάθος.
Ενας τέτοιος καβγάς αφορά κάθε χρόνο το Ηρώδειο και το σε ποιον πρέπει αυτό να παραχωρείται. Είναι ένας καβγάς παράξενος. Οποιος το παραχωρεί σπανίως απαντά στους αλαλάζοντες ξεσηκωμένους: απλώς ελπίζει να μην πιάσουν οι κατάρες τους και το πράγμα να ξεχαστεί γρήγορα. Ποιοι φωνάζουν; Συνήθως ένα κάπως ετερόκλητο πλήθος που συνδέεται με ένα είδος ιερής αγανάκτησης. Συναθροίζονται οπαδοί και καλλιτέχνες του περίφημου έντεχνου τραγουδιού, σκηνοθέτες, παραγωγοί και ηθοποιοί του αρχαίου δράματος, αρχαιολάτρεις που πιστεύουν πως ο χώρος έχει μια ιερότητα και πολλοί που απλώς δεν αγαπούν τα pop θεάματα του καιρού μας.
Ολοι αυτοί δεν έχουν κοινές αντιρρήσεις για τις παραχωρήσεις (είναι άλλοι, π.χ., αυτοί που δεν θέλουν στο Ηρώδειο την Αννα Βίσση αλλά δεν έχουν πρόβλημα με τους Waterboys και άλλοι αυτοί που δεν θέλουν κανέναν από τους δύο), ωστόσο συχνά συνασπίζονται. Ουκ ολίγες φορές το πράγμα οδηγεί όσους παραχωρούν το Ηρώδειο να τρομάζουν στην ιδέα των διαμαρτυριών, με αποτέλεσμα να παίρνουν αποφάσεις κωμικές: να το παραχωρούν, π.χ., στον Ερος Ραματσότι για να τραγουδήσει υπό την προϋπόθεση πως δεν θα τραγουδήσει με τον Αντώνη Ρέμο, με τον οποίο δεν είχαν όμως πρόβλημα όταν παλαιότερα τραγούδησε τα κινηματογραφικά του Μίκη Θεοδωράκη! Ολο αυτό είναι ένα κωμικό χάος.
Νομίζω πως ο περισσότερος κόσμος αγνοεί κάτι πολύ βασικό: πως το καλοκαιρινό θέατρο που βλέπουμε σήμερα, που το αγαπάμε και το επισκεπτόμαστε, έχει ως μοναδική σχέση με το πάλαι ποτέ Ωδείο Ηρώδου Αττικού το ότι συμβαίνει να βρίσκεται στον ίδιο με αυτό χώρο. Το ρωμαϊκό θέατρο δημιουργήθηκε στο συγκεκριμένο σημείο κατά τον 2ο αιώνα μ.Χ. και ήταν στεγασμένο με οροφή από ξύλο κέδρου. Ο Ηρώδης το ανήγειρε στη μνήμη της φιλόμουσης συζύγου του Ασπασίας Αννίας Ρηγίλλης, η οποία πέθανε το 160 μ.Χ. Ξόδεψε τα ωραία του χρήματα και για να καλύψει την ανάγκη της Αθήνας να έχει ένα μεγάλο ωδείο – δηλαδή έναν χώρο εκμάθησης μουσικής στον οποίο να πραγματοποιούνται και «μουσικοί αγώνες»: έτσι αποκαλούσαν τότε τις συναυλίες.
Τα μεγάλα ωδεία της Αθήνας δεν είχαν τύχη. Το μεγαλύτερο που υπήρχε βρισκόταν στο κέντρο της Αρχαίας Αγοράς της πόλης και ανεγέρθηκε από τον στρατηγό του Καίσαρα Αυγούστου, τον Μάρκο Βιψάνιο Αγρίππα, γύρω στο 15 π.Χ. Το ιστορικότερο ωδείο, το περίφημο Ωδείο του Περικλή, το είχε πυρπολήσει ο Σύλλας το 85 π.Χ., όταν επιτέθηκε στις ελληνικές πόλεις προκαλώντας απερίγραπτες καταστροφές: τον Πειραιά, π.χ., τον έκαψε ολόκληρο! Ποιο ήταν το πρόβλημά του με το Ωδείο της Αθήνας; Το θεωρούσε ένα είδος κοιτίδας του ελληνικού πολιτισμού το οποίο κατά τη γνώμη του έπρεπε να εξαφανιστεί: οι συντηρητικές του πεποιθήσεις τον οδηγούσαν στο συμπέρασμα πως η μουσική εκμαύλιζε τους ανθρώπους. Αν ζούσε σήμερα, θα ήταν από τους μεγαλύτερους επικριτές όσων παραχωρούν το Ηρώδειο σε συνθέτες και τραγουδιστές. Αλλά ξεφύγαμε από την ιστορία μας.
Το Ωδείο Ηρώδου Αττικού δεν το πείραξε κανένας για σχεδόν 105 ολόκληρα χρόνια. Το 267 μ.Χ. όμως, και αυτό όπως και πολλά άλλα ιστορικά οικοδομήματα της αρχαίας Αθήνας καταστράφηκαν μερικώς από τους έρουλους επιδρομείς. Με βάση κάποιους ιστορικούς, έπαψε να είναι ωδείο. Ο χώρος του χρησιμοποιήθηκε για μονομαχίες και ταυρομαχίες, που και αυτά ήταν θεάματα, αλλά όχι ιδιαιτέρως ευγενή. Οι επιχώσεις στους επόμενους αιώνες και η σταδιακή του εγκατάλειψη (οι χριστιανοί το μετέτρεψαν κι αυτό σε εκκλησία τα χρόνια του Μεσαίωνα) σχεδόν το εξαφάνισαν: το μόνο ορατό σημείο που θύμιζε την ιστορία του ήταν ο ψηλός τοίχος της σκηνής.
Ηταν μάλιστα τέτοια η φθορά του ώστε τα μεσαιωνικά χρόνια όσοι επισκέπτονταν τα ερείπια του Ηρωδείου δεν ήταν σε θέση να αναγνωρίσουν ποιο κτίριο ήταν αυτό. Αλλοι νόμιζαν πως είναι ένα κομμάτι ανακτόρων που λογικά θα έπρεπε να υπήρχαν κάτω από την Ακρόπολη. Ακόμα πολύ αργότερα και έλληνες ιστοριογράφοι δεν μπορούσαν να εξηγήσουν την παρουσία του: το 1575 ο λόγιος Θεοδόσιος Ζυγομαλάς που είχε ασχοληθεί σοβαρά με την ιστορία της Αθήνας το θεωρούσε κομμάτι «της Ακαδημίας του Αριστοτέλη».
Ο πρώτος που υποστήριξε πως επρόκειτο για το Ωδείο Ηρώδου Αττικού ήταν ο άγγλος αρχαιολόγος Ριχάρδος Τσάντλερ το 1764, γεγονός εντυπωσιακό, διότι όταν έφθασε στην Αθήνα και το αντίκρισε είδε ένα μεγάλο χωράφι σπαρμένο με κριθάρι στο οποίο διακρίνονταν απλώς κάποια κομμάτια του αρχαίου θεάτρου. Από τα τόξα του ο φιλέλληνας γάλλος στρατηγός Κάρολος Φαβιέρος κατάφερε να φθάσει στην Ακρόπολη τον Δεκέμβριο του 1826, όταν την πολιορκούσαν οι Τούρκοι.
Η βοήθειά του στους πολιορκημένους Ελληνες υπήρξε καθοριστική. Η ανάμνηση αυτής της μάχης έδωσε στον χώρο τη χαμένη του σημαντικότητα: οι Γερμανοί του Οθωνα κατάλαβαν πως εκεί που υπήρχαν ερείπια πρέπει να υπήρχε κάτι σπουδαίο και ο ίδιος ο βασιλιάς έδωσε εντολή για ανασκαφές. Η πρώτη δοκιμαστική ανασκαφή έγινε το 1848 από τους Κυριακό Πιττάκη και Αλέξανδρο Ραγκαβή, αλλά η σοβαρή αναστήλωση άρχισε μόλις τη δεκαετία του 1950.Οι προηγούμενες ανασκαφές έφεραν στο φως μέρος του αρχαίου οικοδομήματος, το οποίο όμως ουσιαστικά δημιουργήθηκε από την αρχή: για τις θέσεις των θεατών χρησιμοποιήθηκε πεντελικό μάρμαρο και η σκηνή αναδημιουργήθηκε μεπλάκες από μάρμαρο Υμηττού. Από τα τέλη της ίδιας δεκαετίας του ’50 το Ηρώδειο άρχισε να χρησιμοποιείται όπως το γνωρίζουμε: οι φανατικοί της ιστορίας του υποστηρίζουν πως η κορυφαία του στιγμή είναι η παρουσία της ελληνίδας ντίβας της όπερας Μαρίας Κάλλας το καλοκαίρι του 1957.
Ανακεφαλαιώνω. Ο Ηρώδης ο Αττικός το δημιούργησε για τη γυναίκα του. Το θέατρο καταστράφηκε και αναστηλώθηκε. Πέθανε και αναστήθηκε. Μικρή σχέση έχει το τωρινό με το αρχαίο. Και μόνο κριτήριο για την παραχώρησή του θα έπρεπε να είναι το αν όποιος το χρησιμοποιεί για κάποια καλοκαιρινά βράδια σέβεται τους θεατές που πληρώνουν τα πάντα ακριβά του εισιτήρια για να το γεμίσουν…