Θα εξομολογηθώ την αμαρτία μου και ελπίζω να με συγχωρήσετε: τις ημέρες του εθνικού πένθους για την απώλεια του Μίκη Θεοδωράκη ένιωσα μια παράξενη αγαλλίαση και καθόλου θλίψη. Μετά την παράξενη αρχική μου έκπληξη στο άκουσμα της είδησης του θανάτου του (ναι, κι εγώ πίστευα πως δεν θα φύγει από τον κόσμο ποτέ, κερδίζοντας τον Θάνατο σε όλες τις παρτίδες σκάκι στο διηνεκές…), απέκτησα τη γλυκιά αίσθηση ότι η καθημερινότητα της χώρας χάρη στον Μίκη ομόρφυνε μοναδικά. Σίγουρα και λόγω της συγκίνησης που προκάλεσε σε όλους η είδηση της αποχώρησής του, η χώρα έβαλε τα καλά της για χάρη του. Λάμπρυνε από το φως της οικουμένης του. Οι εφημερίδες κυκλοφόρησαν με ειδικές εκδόσεις για τη ζωή και το έργο του. Εκατομμύρια Ελληνες ανέβασαν τραγούδια του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και ο όρος «κοινωνική δικτύωση» απέκτησε πραγματικά περιεχόμενο. Πλημύρρησε ξαφνικά η Ελλάδα από τη μουσική του, και όποιον ραδιοφωνικό σταθμό κι αν άνοιγες οι μελωδίες του ήταν εκεί, παρούσες, με μια φρεσκάδα απίστευτη. Εκατοντάδες ιστορίες κυκλοφόρησαν σε χρόνο ρεκόρ με τον ίδιο πρωταγωνιστή: ιστορίες ηρωισμού, θριάμβων, υπέροχων στιγμών – καθόλου καταθλιπτικές και καθόλου στενάχωρες. Δεκάδες άνθρωποι αφηγήθηκαν με συγκίνηση το πώς τον γνώρισαν σε φίλους τους που ένιωσαν μια άγια ζήλια γιατί δεν τον είχαν γνωρίσει και θα ‘θελαν να γυρίσουν τον χρόνο πίσω για να τρέξουν στις συναυλίες του. Ανασύρθηκαν δηλώσεις αγάπης για τον εκλιπόντα από άλλους τεράστιους που έχουν φύγει πριν από αυτόν: από τον Χατζιδάκι, τον Ελύτη, τον Ρίτσο, τον Μπιθικώτση. Αλλά και όποιος διάσημος φίλος του τον αποχαιρέτησε το έκανε αποδίδοντας έναν σπάνιο σεβασμό: κάθε «αντίο» είχε συγκίνηση, αλλά και παιδεία, είχε αυθεντική θλίψη αλλά και ανθρώπινη μεγαλοσύνη. Ενας διαγωνισμός υπέροχων εκφράσεων έκανε τη χώρα να μοιάζει λυρικός παράδεισος. Ενιωθα ότι πιο πολύ κι από θλίψη υπήρξε στις καρδιές μας μια υπόγεια «γιορτή»: περάσαμε ξαφνικά τρεις ημέρες με τον Μίκη μας, τρεις ημέρες κάτω από την υπέροχη σκιά της μεγαλοσύνης του. Τρεις ημέρες που μάλλον τις είχαμε ανάγκη: απλώς, όπως μας συμβαίνει, στο όνομα της υποτιθέμενης σκληράδας μας, κι από τις ανάγκες μας παίζουμε κρυφτό.
Oταν φεύγουν οι δικοί μας άνθρωποι πνιγόμαστε από δάκρυα. Οποια κι αν είναι η ηλικία τους, ποτέ δεν είμαστε έτοιμοι για το «αντίο». Αισθανόμαστε έναν παράξενο κόμπο στον λαιμό και στον θώρακα επί ημέρες. Η εικόνα τους αργεί να γίνει μνήμη και η αποδοχή της απώλειας δεν συμβαίνει χωρίς κόστος: ακόμα και οι σκληροί λυγίζουν, απλώς το κάνουν μακριά από τα μάτια των φίλων τους για να μη φανεί η αδυναμία τους. Ηταν δικός μας άνθρωπος ο Μίκης; Οση οικειότητα και αν μας δημιουργούν τα τραγούδια του, τέτοιος δεν ήταν. Μόνο οι αυστηρά δικοί του άνθρωποι μπορούν να πουν ότι έχασαν έναν δικό τους – για όλους εμάς ο Μίκης ήταν τεράστιοςμ αλλά μακρινός σαν βασιλιάς. Oχι απόμακρος (προς Θεού…), αλλά σπάνιος, όπως όλοι οι ιδιοφυείς. Και όποιος ωστόσο τον λάτρεψε και άντλησε δύναμη από τη μουσική του τον αντιμετώπιζε πάντα με συστολή: το μέγεθός του προκαλούσε δέος, ειδικά στους ανθρώπους της γενιάς μου και στους μικρότερους, που τον έβλεπαν πάντα ως αληθινά μεγάλο. Η φυγή ενός τέτοιου πελώριου ανθρώπου δεν προκαλεί κόμπο στον λαιμό, αλλά ως συνταρακτικό γεγονός σε αναστατώνει. Νιώθεις ότι παρακολουθείς κάτι ιστορικό κι έτσι ακριβώς συμβαίνει. Και για να ζήσεις μια τρομερή ιστορία όπως πρέπει δεν μπορείς παρά να προσαρμοστείς, δηλαδή να αλλάξεις. Ο θάνατος του Μίκη προκάλεσε στη χώρα μια αλλαγή που προσωπικά δεν θυμάμαι. Κι αν κράτησε λίγο, δεν πειράζει: υπήρξε υπέροχη.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος