Tην τέχνη του όλο και κάπου την έχεις δει, κάπου την έχει πάρει το μάτι σου, αν και είναι αμφίβολο να έχεις συγκρατήσει το όνομά του, πέρα από την αίσθηση ότι μάλλον θα πρόκειται για ιάπωνα δημιουργό – είναι αυτή η kawaii, «γλυκούλα» αισθητική για την οποία είναι υπεύθυνη η συγκεκριμένη χώρα. Απεικονίσεις μικρών παιδιών – ή και ζώων – με μεγάλα, ανοιχτά μάτια, ενίοτε κατάπληκτα και φαινομενικά αθώα, που μοιάζουν να ξεπηδούν από καμβάδες με μονόχρωμα, επίπεδα φόντα.
Ο Γιοσιτόμο Νάρα είναι μια εμβληματική μορφή του κινήματος Superflat, που έχει ως βασιλιά τον Τακάσι Μουρακάμι, και επιδίδεται στην παραγωγή πολύχρωμων κοκτέιλ high και low art, με υλικά τη ζωγραφική των κινουμένων σχεδίων anime, των κόμικς manga και τις παραδοσιακές ιαπωνικές ξυλογραφίες. Ομως ο 64χρονος Νάρα ανέκαθεν αναζητούσε και κάποιο βάθος κάτω από την επιφάνεια. Γι’ αυτό και μια λίγο πιο προσεκτική εξέταση αποκαλύπτει ένα βαθύτερο, πιο σύνθετο συναισθηματικό τοπίο των μικρών παιδιών στους πίνακές του, που ξεφεύγει από το επιφανειακό, ανέφελο cuteness.
Από την ένταση της ενδοσκόπησης, στη μελαγχολία, στη θλίψη, στην περιφρόνηση, στη διαβολική αταξία ή στον υφέρποντα θυμό, τα παιδιά στα έργα του Νάρα είναι ελεύθερα να εκφράσουν τα πολύπλοκα, συνήθως μη «αποδεκτά» συναισθήματα που βιώνουν. Ενίοτε δε, κραδαίνουν μαχαίρια, δάδες ή καπνίζουν, κοινώς έχουν ξεπεράσει τη φάση του «Hello Kitty» και εξεγείρονται με τον τρόπο τους ενάντια στον κόσμο που τα περιμένει να υπάρξουν ως ενήλικοι.
Ο πιο διάσημος ιάπωνας καλλιτέχνης
Η ικανότητα του Νάρα να αξιοποιεί αυτά τα καθολικά συναισθήματα είναι ένας καθοριστικός παράγοντας της επιτυχίας που γνωρίζει. Ο προσιτός και οικείος σχεδιασμός των μορφών του βοηθάει να «διαβαστούν» πέρα από όποια πολιτισμικά ή γλωσσικά εμπόδια. Η επικοινωνιακότητα των έργων ενισχύεται από τον πολιτιστικό υβριδισμό που βρίσκεται πίσω από τη δημιουργία τους.
Ο Νάρα δεν αναμειγνύει μόνο στοιχεία της ιαπωνικής ποπ κουλτούρας αλλά και δυτικών επιρροών, με αποτέλεσμα να έχει δημιουργήσει ένα ιδίωμα που είναι μεν καινοτόμο αλλά ταυτόχρονα οικείο. Ισχύει αυτό που παρατήρησε η Ρομπέρτα Σμιθ, κριτικός τέχνης της εφημερίδας «The New York Times», ότι «από την εποχή του Κιθ Χάρινγκ έχει να εμφανιστεί ένας εικαστικός καλλιτέχνης που επιτυγχάνει σε τέτοιον βαθμό την ισότητα στην πρόσληψη ενός έργου τέχνης. Μοιάζει να μην υπάρχει κάποιο πολιτισμικό ή γενεαλογικό χάσμα, κάποιο ρήγμα ανάμεσα σε εικαστικά μέσα ή τρόπους κατανάλωσης που δεν θα ήταν σε θέση να γεφυρώσει ή απλώς να αγνοήσει».
Ενα έργο του Νάρα είναι λοιπόν προσιτό σε ένα παγκόσμιο κοινό, απόλυτα ελκυστικό και βεβαίως εμπορεύσιμο. To 2019 τράβηξε όλα τα βλέμματα πάνω του, όταν το «Knife behind back» (2000) πουλήθηκε για το ποσό-ρεκόρ των 25 εκατομμυρίων δολαρίων σε δημοπρασία του οίκου Sotheby’s στο Χονγκ Κονγκ. Εκτοτε έγινε ένας από τους πιο ακριβοπληρωμένους καλλιτέχνες στην Ασία και τα έργα του εμφανίζονται συχνά-πυκνά σε δημοπρασίες. Οι στρατηγικές του συνεργασίες με brands και η συμμετοχή του σε πολλές εκθέσεις παγκοσμίως έχουν εκτοξεύσει τη δημοφιλία του σε δυσθεώρητα ύψη.
Το πάθος για τη μουσική
Για παράδειγμα, αυτή την περίοδο διοργανώνεται για πρώτη φορά στην Ισπανία αλλά και σε ένα σημαντικό ευρωπαϊκό μουσείο μια αναδρομική έκθεση αφιερωμένη στα σαράντα χρόνια της καριέρας του (1984-2024). Στο Γκουγκενχάιμ του Μπιλμπάο παρουσιάζεται η «Yoshitomo Nara» (ως τις 3/11) σε επιμέλεια Λουθία Αγκίρε, στην οποία αναδεικνύεται η εξέλιξη της δουλειάς αυτού του καλλιτέχνη, που αυτοπροσδιορίζεται πρωτίστως ως ζωγράφος, αλλά έχει δοκιμάσει τις δυνάμεις του και στο σχέδιο, στη γλυπτική, στις εγκαταστάσεις.
Τα έργα παρουσιάζονται χωρίς χρονολογική σειρά, μια και το ζητούμενο για τον Νάρα είναι να εστιάσει σε ζητήματα που αφορούν τη δημιουργική του διαδικασία μέσα από έξι ενότητες που περιλαμβάνουν τις επαναλαμβανόμενες θεματικές, τη φορμαλιστική εξέλιξη και τις ποικίλες τεχνικές του. Για παράδειγμα, ακρυλικά χρώματα σε καμβά σε έργα όπως το πολύ γνωστό «Missing in action» (1999) με το άτακτο βλέμμα του μικρού κοριτσιού (στην ενότητα «Searching for what was missing») ή το γλυπτό-σιντριβάνι «Fountain of life» (στην ενότητα «Thinking in silence»).
H έκθεση συνοδεύεται από ένα soundtrack 25 τραγουδιών με προσωπικές επιλογές από τα ταξίδια του στην Ευρώπη τη δεκαετία του ’80, με τραγούδια από συγκροτήματα και καλλιτέχνες όπως οι The Beatles, David Bowie, T. Rex, The Roosters, The Clash, Nirvana, Skeeter Davis κ.ά. Αλλωστε, το πάθος του για τη μουσική είναι με πολλούς τρόπους παρόν στην έκθεση.
Τα παιδικά χρόνια, μια μελαγχολική πατρίδα
Η μουσική ήταν ανέκαθεν ένα καταφύγιο για τον εσωστρεφή Νάρα, ο οποίος γεννήθηκε στο Χιροσάκι το 1959. Μεγάλωσε στην επαρχιακή πόλη Αομόρι, γνωστή για τις σφοδρές χιονοπτώσεις και τους σκοτεινούς χειμώνες, στερνοπούλι μιας οικογένειας με τρία παιδιά, στην οποία οι γονείς εργάζονταν και έλειπαν από το σπίτι. Ο Νάρα έβρισκε παρηγοριά μιλώντας στα ζώα.
Εννοείται ότι «καταβρόχθιζε» σειρές στην τηλεόραση, διάβαζε παραμύθια των αδελφών Γκριμ ή τους μύθους του Αισώπου, όμως απ’ όταν ανακάλυψε τη δύναμη της μουσικής άλλαξαν πολλά στη ζωή του. Ο Νάρα συντονιζόταν και άκουγε ραδιοφωνικές εκπομπές από μια κοντινή αεροπορική βάση των ΗΠΑ στη Μισάβα, ένα πρώτης τάξεως φροντιστήριο πάνω στη δυτική δημοφιλή μουσική, ιδιαίτερα την ποπ των 60s ή την πανκ των 70s.
Δεδομένου ότι δεν καταλάβαινε τους στίχους, παρατηρούσε με τις ώρες τα εξώφυλλα των δίσκων που αγόραζε και έπλαθε ιστορίες στο μυαλό του. «Ο πόλεμος του Βιετνάμ δεν έμοιαζε με κάτι που συμβαίνει σε μια μακρινή χώρα καθώς αμερικανικά στρατεύματα αποστέλλονταν στο μέτωπο από στρατιωτικές βάσεις στην Ιαπωνία» έχει πει σε συνέντευξή του.
Καθόλου τυχαία, λοιπόν, το έργο «Deepest Puddle II» (1995), στο οποίο έχει ζωγραφίσει ένα κοριτσάκι με επιδέσμους στο κεφάλι με το μισό σώμα του βυθισμένο στο νερό, είναι εμπνευσμένο από το εξώφυλλο του άλμπουμ «Overcoats» (1975) του Αμερικανού Τζον Χάιατ. Αντίστοιχα, στο σκίτσο «Joey» (2008) πρωταγωνιστεί ο frontman των Ramones, Τζόι Ραμόν, στη σκυλίσια εκδοχή του. Ο Νάρα έχει επιμεληθεί και το εξώφυλλο του δίσκου «Happy Hour» (1998) του γιαπωνέζικου ποπ πανκ συγκροτήματος Shonen Knife.
Οι αναμνήσεις του από την παιδική του ηλικία στην Ιαπωνία, αυτή η αίσθηση της μοναξιάς που βίωνε ως παιδί, βρίσκονται στον πυρήνα του έργου του και της ίδιας του της ψυχοσύνθεσης βεβαίως. Παρά την επιτυχία του, ο Νάρα παραμένει μια αινιγματική μορφή, που προτιμά να βρίσκεται μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Οταν ήταν νέος και αποφοιτούσε από το Aichi Prefectural University of Fine Arts and Music το 1987, πίστευε ότι ήταν ο τόπος η αιτία που ένιωθε εκτός και μόνος.
Θα διαψευδόταν όταν πήγε στη Γερμανία το 1988 για να συνεχίσει τις σπουδές του στη σπουδαία Kunstakademie του Ντίσελντορφ, μια ανορθόδοξη επιλογή, μια και η γενιά του προτιμούσε το αγγλόφωνο Λονδίνο και πρωτεύουσα της σύγχρονης τέχνης. Εκεί μαθήτευσε δίπλα στον Α.Ρ. Πενκ (1939-2017), τον νεοεξπρεσιονιστή ζωγράφο, η δουλειά του οποίου απηχούσε τη μεταπολεμική υπαρξιακή διάθεση στη Γερμανία μέσα από ένα ιδίωμα που πάντρευε στοιχεία από τις σπηλαιογραφίες, την ασιατική καλλιγραφία και το γκραφίτι. Η επιρροή του είναι ορατή στα πρώτα έργα του Νάρα από τη δεκαετία του ’80 και τις αρχές ’90 και περιλαμβάνονται στην έκθεση στο Μπιλμπάο στην ενότητα «A lonely place».
Η Γερμανία δεν τον έκανε να αισθανθεί λιγότερο μόνος απ’ ό,τι η Ιαπωνία, οπότε το καταφύγιό του παρέμεινε η μουσική και η τέχνη του έγινε το μέσο έκφρασης της αποξένωσης που νιώθει ένας ενήλικος. Στην Ιαπωνία επέστρεψε το 2000, όπου πραγματοποίησε την πρώτη μεγάλη ατομική έκθεσή του στο Yokohama Museum of Art το 2001. Ηταν η περίοδος όπου πλέον στο έργο του άρχισε να διαφαίνεται ξεκάθαρα η επιρροή από τα γιαπωνέζικα manga αλλά και τις αριστουργηματικές ξυλογραφίες της περιόδου Ukiyo-e της Ιαπωνίας.
Ο Νάρα και o ακτιβισμός
Oταν ο φονικός σεισμός του 2011 τάραξε συθέμελα τη βορειοανατολική Ιαπωνία μαζί με το ακόλουθο τσουνάμι και τα ατυχήματα στους αντιδραστήρες του συγκροτήματος πυρηνικών σταθμών Fukushima Daiichi, ο Νάρα συγκλονίστηκε βαθύτατα. Τότε ζωγράφισε έργα όπως το «Blankey» (2012), που παρουσιάζεται στην έκθεση του Γκουγκενχάιμ στην ενότητα «After the quake», ή το «Miss Spring» (2012), άλλο ένα έργο με το δακρυσμένο κοκκινομάλλικο κορίτσι σε ροζ φόντο, το οποίο έγινε μια εμβληματική εικόνα, καθώς χρησιμοποιήθηκε και σε πλακάτ διαδηλωτών που διαμαρτύρονταν για τη χρήση πυρηνικής ενέργειας.
Αλλο ένα σχέδιο που είχε ζωγραφίσει, το «No nukes» (1998), το οποίο είχε χρησιμοποιηθεί σε αντιπυρηνικές διαδηλώσεις στην Μπανγκόκ της Ταϊλάνδης, άρχισε επίσης να χρησιμοποιείται σε πλακάτ και στην Ιαπωνία – πάντα με τη συναίνεσή του. Ο δε συνθέτης και πιανίστας Ρουίτσι Σακαμότο το χρησιμοποίησε ως εξώφυλλο στο βιβλίο «No nukes 2012. Our future guidebook», με αφορμή το ομώνυμο μουσικό φεστιβάλ που είχε διοργανωθεί εκείνη τη χρονιά. Ηταν η αρχή για τη δημιουργία μιας σειράς έργων με χαρακτηριστικούς «ακτιβιστικούς» τίτλους όπως «Stop the bombs» (2019) ή «Banging the drum» (2020), που παρουσιάζονται στην έκθεση στην ενότητα «Drawing the lines and advocating peace».
INFO
«Yoshitomo Nara» στο Μουσείο Γκουγκενχάιμ στο Μπιλμπάο, ως τις 3/11.