Η νεαρή ρεπόρτερ του τηλεοπτικού σταθμού ρωτούσε αυτούς που ήταν έτοιμοι να μπουν στο πλοίο με μια αγωνία στα μάτια που θα ζήλευαν και οι μεγάλοι έλληνες ηθοποιοί. «Πού πάτε;». «Πόσες μέρες θα λείψετε;». «Σκεφτήκατε να ματαιώσετε το ταξίδι σας;». Οσοι τηρούσαν ευλαβικά τις αποστάσεις στην ουρά απαντούσαν όπως τα παιδάκια που έχουν διαβάσει το μάθημά τους και δεν φοβούνται τη δασκάλα. «Πάρο για Παρασκευοσαββατοκύριακο». «Σαντορίνη για μία εβδομάδα». «Τήνο. Βρήκαμε φέτος ένα σπίτι και θα μείνουμε όλο το καλοκαίρι εκεί». Ηταν όλοι Ελληνες. Και ήταν όλοι κανονικοί τουρίστες. Κι ας μη φορούσαν σανδάλια, όπως οι Γερμανοί, ας μη φώναζαν κυνηγώντας τα παιδιά τους, όπως οι Ιταλοί, ας μην έπιναν μπίρες, όπως οι Εγγλέζοι. Είχαν το χαμόγελο και τη ματιά του ανθρώπου που ξέρει από καλοκαίρια.
Σκεφτόμουν πριν από λίγες μέρες τι θα είχε συμβεί αν η πανδημία μάς έβρισκε καλοκαιριάτικα. Η κυβέρνηση θα άκουγε τους λοιμωξιολόγους και θα έκλεινε τα πάντα. Θα μέναμε στα σπίτια μας και για να βγούμε θα στέλναμε sms. Δεν θα πηγαίναμε στη δουλειά, θα εργαζόμασταν από το σπίτι και θα παρακολουθούσαμε τρομαγμένοι τα δελτία ειδήσεων. Ο Τσιόδρας και ο Χαρδαλιάς θα έκαναν κάθε απόγευμα την ενημέρωση. Θα πηγαίναμε για ψώνια με μάσκες. Και θα αυτοκτονούσαμε ομαδικά γιατί το ελληνικό καλοκαίρι σπίτι δεν μπορείς να μείνεις ακόμα κι όταν είσαι υποχρεωμένος από επιστήμονες και κυβερνήτες.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.