«Προχώρα» της είπε. «Μα, θείε, δεν είναι και Παπαδιαμάντης…» του απάντησε. «Μα, όποιος θέλει Παπαδιαμάντη θα διαβάσει Παπαδιαμάντη» της ανταπάντησε εκείνος με το γνωστό χιούμορ που τον διακρίνει. Με αυτά ακριβώς τα λόγια η Τίνα Ντάρμα μεταφέρει τον διάλογο που είχε με τον θείο της – ένα διόλου τυχαίο πρόσωπο για τα ελληνικά γράμματα -, τον πολύτροπο συγγραφέα και δημοσιογράφο Γιάννη Ξανθούλη. Ναι, εκείνος ήταν ο πρώτος αναγνώστης του βιβλίου της, εκείνος ήταν ο άνθρωπος που την παρότρυνε να το εκδώσει. Ετσι εγένετο «Δε Μπουκ» (εκδόσεις Floral), με την Τίνα Ντάρμα να βάζει την τελευταία τελεία στις 40 φωτεινές, αυτοτελείς ιστορίες που έπλασε η οργιώδης φαντασία της με τα υλικά της πραγματικότητας, σε εκείνη την πρώτη, σκοτεινή καραντίνα του 2020 σε ένα διαμέρισμα στο Μοναστηράκι με θέα την Ακρόπολη.
Οταν τη συναντώ στο φιλόξενο Νew Hotel στην οδό Φιλελλήνων δεν μπορώ να μη διακρίνω τη ομοιότητά της με το κορίτσι που απεικονίζεται στο εξώφυλλο του βιβλίου της. Χειμαρρώδης, γλαφυρή στον προφορικό λόγο όσο και στον γραπτό, όπως διαπίστωσα, η ίδια είναι μια επαγγελματίας των ΜΜΕ και της διαφήμισης, η οποία κατέχοντας τα μυστικά μιας καταιγιστικής, μοντέρνας γραφής προχώρησε στην έκδοση του πρώτου βιβλίου της. Ετσι, 40 αυτοτελείς ιστορίες συμπτώσεων, γέλιου και μαγείας που ίσως να έχουν συμβεί κάπου στην Αθήνα συνθέτουν το «Δε Μπουκ», το οποίο κυκλοφόρησε τον Μάιο του 2022 γνωρίζοντας εκδοτική επιτυχία, αφουγκραζόμενο τον ρυθμό μιας πόλης που μοιάζει να μην κοιμάται ποτέ.
«Ολα ξεκίνησαν τον Μάρτιο του 2020» περιγράφει. «Ο πρώτος ασθενής με COVID-19 διαγνώσθηκε στην Ελλάδα, τα περιοριστικά μέτρα επιβλήθηκαν και ξαφνικά εκεί που δούλευα 10 ώρες την ημέρα βρέθηκα με άπλετο ελεύθερο χρόνο. Βρισκόμουν στο πατρικό μου στο Χαλάνδρι. Οι εικόνες γύρω μας ήταν σοκαριστικές. Στις ειδήσεις αντίκριζες ατελείωτα φέρετρα στις πόλεις της Ιταλίας την ίδια στιγμή που το Instagram είχε γεμίσει με ανθρώπους οι οποίοι αναρτούσαν μετά μανίας φωτογραφίες με μπανανόψωμα. Αποφάσισα να μείνω εκτός των social media και της τηλεόρασης. Είπα μέσα μου: «Θα κάνεις yoga, θα τρέφεσαι σωστά, θα διαβάζεις και θα γράφεις κάθε ημέρα από ένα κεφάλαιο». Ετσι γεννήθηκε το βιβλίο αυτό. Ακριβώς σε 40 ημέρες».
Eνας ύμνος στην ανάγνωση
Κεντρικός άξονας της πρώτης συγγραφικής της προσπάθειας είναι η ίδια η ανάγνωση, το ίδιο το βιβλίο. Γιατί στις σελίδες τού «Δε Μπουκ» η έννοια του βιβλίου είναι πανταχού παρούσα και εμπλέκεται καθοριστικά στην πλοκή. Μπορεί, για παράδειγμα, να είναι μια ιστορία για μία επίσκεψη στην Εθνική Βιβλιοθήκη στο ΚΠΙΣΝ ή για μία βιβλιοπαρουσίαση όπου το κοινό δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα γέλια του ή ακόμα η ιστορία ενός ευγενούς βιβλιοπώλη κάπου στην Πατησίων. Ουσιαστικά η Τίνα Ντάρμα στο συγγραφικό της ντεμπούτο αποθεώνει το ίδιο το βιβλίο, το προτείνει ως γιατρικό για δύσκολες ώρες, μιλώντας για κοινά μυστικά που συνδέουν αναγνώστες, συγγραφείς, βιβλιοπωλεία, τυπογραφεία και εκδοτικούς οίκους, για σελίδες που δεν είναι φτιαγμένες μόνο από χαρτί και μελάνι αλλά κυρίως από τα υλικά της φαντασίας. Η Τίνα Ντάρμα όταν γράφει ότι «τα βιβλία είναι κολόνιες της ψυχής» το εννοεί.
«Τα βιβλία μπορεί να σου αλλάξουν τη ματιά σου απέναντι στον κόσμο. Η ανάγνωση είναι θεραπευτική» αναφέρει. «Μπορούν να γίνουν η χρονοκάψουλα που θα σε μεταφέρει σε άλλους χρόνους και τόπους. Να σε κάνουν να ζήσεις πρωτόγνωρες καταστάσεις και, έχοντας την ασφάλεια του παρατηρητή και χωρίς να έχεις την ευθύνη της κατάστασης, να καλλιεργήσουν μέσα σου την ενσυναίσθηση. Μπορείς να συναντήσεις έναν αλκοολικό, μία πόρνη, έναν ναύτη χωρίς να χρειαστεί να πας ποτέ στο λιμάνι. Δυστυχώς, βέβαια, υπάρχουν και άνθρωποι που έχουν συνδέσει το βιβλίο με τα σχολικά τους χρόνια και την εξέταση, που δεν το αγαπούν και έτσι χάνουν ολόκληρους κόσμους. Για εμένα η ανάγνωση είναι πάντα σημαντική. Ακόμα και αυτών των βιβλίων που ίσως κάποιοι σνομπάρουν. Μιλάω για την επέλαση των µπεστ-σέλερ της λεγόμενης γυναικείας «ροζ λογοτεχνίας». Γιατί ακόμα και σε αυτά τα βιβλία μπορείς να βρεις ομορφιά. Δυστυχώς, βέβαια, στην Ελλάδα τα πράγματα γενικότερα είναι πολύ δύσκολα για τους συγγραφείς. Πρέπει να κάνουν παράλληλα με τη συγγραφή τρεις-τέσσερις διαφορετικές δουλειές για να επιβιώσουν».
Τη ρωτώ για τον τίτλο του βιβλίου της, «Δε Μπουκ». Γελάει. «Ξεκίνησα πολύ μικρή να μαθαίνω αγγλικά. Για να θυμάμαι τη λέξη «βιβλίο», λοιπόν, δηλαδή «book» αγγλιστί, την είχα συνδέσει με το ελληνικό ρήμα «μπουκάρω». Δημιούργησα έτσι τη δική μου αργκό. Με ρώταγε η μητέρα μου «διάβασες;» και εγώ της απαντούσα «θα μπουκάρω» σε λίγο».
Με οδηγό το χιούμορ
Το χιούμορ είναι βασικό κομμάτι του βιβλίου της. «Μα είναι φάρμακο» παρατηρεί. «Μπορεί να σε βοηθήσει να αντιμετωπίσεις όλες τις δύσκολες στιγμές. Αλλωστε γέλιο και κλάμα είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Δεν ήθελα να γράψω ένα βιβλίο «ακαδημαϊκό», το οποίο θα έκανε κήρυγμα. Το καλύτερο κομπλιμέντο που δέχθηκα για αυτό το βιβλίο ήταν από έναν αναγνώστη που μου είπε ότι γέλασε μέχρι δακρύων. Αυτό με ενδιέφερε κιόλας. Να γράψω ένα βιβλίο που θα έκανε τον άλλον να γελάσει αυθόρμητα. Ηθελα οι άνθρωποι που με ξέρουν να αναγνωρίζουν ότι το «Δε Μπουκ» γράφτηκε από εμένα. Να μη χάσω τον εαυτό μου στην προσπάθεια να είμαι politically correct. Ηθελα αυτό το βιβλίο να σε κάνει να γελάς, να παίρνεις μια ανάσα και την ίδια στιγμή να υπάρχουν κάποια κεφάλαια που καταδύεσαι».
Στο βιβλίο, ακόμα και στους αρνητικούς χαρακτήρες έχει δώσει ονόματα ανθρώπων που αγαπά. Γραμμένο σε α΄ πρόσωπο, ουσιαστικά κάθε ιστορία μοιάζει να την αφηγείται μία γυναίκα. «Το α΄ πρόσωπο βγήκε αυθόρμητα. Kαι ναι, ήταν επιλογή η αφηγήτρια της κάθε ιστορίας να είναι γένους θηλυκού. Ειδικά μετά την COVID-19 είδαμε ένα ξέσπασμα βίας κατά των γυναικών. Ηταν κάτι που το περίμενα. Και εγώ ως γυναίκα ήθελα να θίξω κάποια περιστατικά που έχω βιώσει στον επαγγελματικό μου χώρο λόγω του φύλου μου. Ακόμα και τώρα, όταν ξεκίνησα να αναζητώ εκδοτικό οίκο, υπήρξαν εκδότες που μου είπαν ότι δεν εκδίδουν γυναίκες ή ότι σε κάποια σημεία το βιβλίο μου ήταν αρκετά προκλητικό στη γλώσσα του. Δεν νομίζω να έλεγαν κάτι αντίστοιχο σε έναν άνδρα συγγραφέα».
Πού ξεκινά όμως η μυθοπλασία και πού η πραγματικότητα στο βιβλίο; «Ολοι οι συγγραφείς χρησιμοποιούν και αυτοβιογραφικά στοιχεία στα βιβλία τους» απαντά. «Εμπνέεσαι από την πραγματικότητα, «κλέβεις» από εκείνη, αλλά όταν γράφεις έχεις την απόλυτη ελευθερία να τη διογκώσεις όσο θέλεις, να την τραβήξεις από τα μαλλιά. Ο σωστός συγγραφέας για εμένα δεν πρέπει να γράφει την αυτοβιογραφία του, γιατί απλά μπορεί να μετατρέψει την πραγματικότητά σε ό,τι εκείνος θέλει».
Το ταξίδι στη γραφή
Πώς ξεκινά όμως η σχέση της με τη γραφή; «Ημουν ένα παιδί που στην Α΄ Δημοτικού δυσκολεύτηκε πολύ με την ορθογραφία» εκμυστηρεύεται. «Και αυτή η αδυναμία μου τελικά με έκανε μέχρι τη ΣΤ΄ Δημοτικού να γίνω η καλύτερη μέσα στην τάξη. Από παιδί διάβαζα όλων των ειδών τα βιβλία. Αγαπώ μάλιστα πολύ τα βιβλία επιστημονικής φαντασίας. Ξόδευα όλο το χαρτζιλίκι μου στα βιβλιοπωλεία. Την ίδια στιγμή, στο σπίτι υπήρχε πάντα η παρουσία του βιβλίου. Ο Γιάννης Ξανθούλης είναι πρώτος εξάδελφος του πατέρα μου. Μεγάλωσαν μαζί στην ίδια αυλή στην Αλεξανδρούπολη. Από μικρή διάβαζα τα βιβλία του. Υπήρχε, αν θέλετε, και αυτός ο «μύθος» του θείου συγγραφέα στην οικογένεια. Eτσι ο Γιάννης Ξανθούλης έγινε ο πρώτος αναγνώστης του βιβλίου μου και με τίμησε με το να το παρουσιάσει».
Η ίδια θυμάται τον εαυτό της να γράφει από μικρή: «Κρατούσα ημερολόγια, έγραφα ποιήματα τα οποία μετά κατέστρεφα. Αγαπώ ακόμα την ποίηση. Αλλά γνωρίζω ότι εάν γράφεις ποιήματα σήμερα έχεις ελάχιστες πιθανότητες εκδοτικά. Είναι δραματικό. Μια ολόκληρη γενιά ποιητών χάνεται γιατί δεν βρίσκεται κανείς να τους εκδώσει. Γενικότερα, όμως, είναι πολύ δύσκολο να τυπωθεί σήμερα το βιβλίο ενός νέου συγγραφέα. Προσωπικά, δυσκολεύτηκα πολύ και σκεφτείτε ότι βρίσκομαι στον χώρο των ΜΜΕ πάνω από 20 χρόνια. Οταν τελείωσα το βιβλίο μου έστειλα τα πρώτα κεφάλαια σε όλους τους εκδοτικούς οίκους της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης και χρειάστηκε να περάσουν δύο χρόνια για να κλείσω το πρώτο μου «επίσημο» ραντεβού με εκδοτικό οίκο. Eυτυχώς δώσαμε τα χέρια με τον Νίκο Χατζόπουλο από τις εκδόσεις Floral και τον ευχαριστώ για αυτό».
Υπάρχει στα σκαριά η σκέψη για τη συγγραφή ενός δεύτερου βιβλίου; «Υπάρχει αρκετό υλικό για το «Δε Μπουκ 2″» λέει χαμογελώντας. «Πολύ εύκολα μπορούν να γεννηθούν άλλες 40 τέτοιες ιστορίες. Υπάρχουν ακόμη σκέψεις το «Δε Μπουκ» να μεταφερθεί στο θέατρο ή να γίνει σειρά στην τηλεόραση και έχουν γίνει και κάποια τέτοια ραντεβού. Αυτό που σίγουρα θέλω είναι να γράψω ένα μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας. Υπάρχει ήδη ο σκελετός της ιστορίας. Θα έχει να κάνει πολύ με το κομμάτι των applications σε μία κοινωνία που όλα θα είναι διαφορετικά ρυθμισμένα από την επέλαση της τεχνολογίας. Εχω σκεφτεί ήδη και τον τίτλο. Θα λέγεται «Mπανανάκια». Θα διαδραματίζεται στην Κρήτη και θα αφορά κάποιον που θα έχει φέρει ρίζες μπανανιών από την Αφρική στο νησί. Ο ήρωας θα προσπαθεί να εδραιωθεί στην τοπική κοινωνία που θα έχει εξελιχθεί, παραμένοντας όμως ακόμα κλειστή σε ορισμένα πράγματα. Είναι νομίζω ωραίο να κάνεις σχέδια».
H φωτογράφιση πραγµατοποιήθηκε στo Νew Hotel (Φιλελλήνων 16, Αθήνα).