Το µεσηµέρι δεν έφαγες για να… έχεις χώρο για το βράδυ, που το περιµένεις πώς και πώς. Επιστροφή, έπειτα από καιρό, στο αγαπηµένο σου εστιατόριο. Πόση ευτυχία! Ρίχνεις όµως µια πρώτη µατιά στον κατάλογό του και αντί να σου ανοίξει ακόµη περισσότερο η όρεξη, σου κόβεται. Το µενού παραµένει το ίδιο, οι τιµές όµως έχουν πάρει την ανηφόρα. Μεγάλη ανηφόρα, σαν την Αµφείας στα Τουρκοβούνια ένα πράγµα. Από 5 έως 10 ευρώ επάνω το κάθε πιάτο, ακόµη και οι σαλάτες. Το αρνάκι που το λιγουρευόσουν, στα 16 ευρώ το είχες αφήσει, στα 25 το ξαναβρίσκεις. Χωρίς να έχει προστεθεί τρούφα στη συνταγή, λεµονάτο εξακολουθεί να είναι.
Τόσα χρόνια πελάτης, από εκείνους που το «έχτισαν» το μαγαζί με τις παραγγελιές τους, θεωρείς πως το έχεις το δικαίωμα να ρωτήσεις. «Τι πάθατε, ωρέ παιδιά, και χρεώνετε το παϊδάκι για φιλέτο;». Σε κοιτάζουν σαν να έχουν απέναντί τους τον τρελό του χωριού. «Πάντα τόσο το χρεώναμε». Δεν έχουν υπολογίσει την ελεφάντινη μνήμη σου: «Επιμένω, πέρυσι το αρνάκι το είχατε 16 ευρώ, το θυμάμαι πολύ καλά». «Ααααα, για το αρνάκι μιλάς!». «Για το αρνάκι, ντε!». «Επρεπε να αντιμετωπίσουμε τη δραματική ανατίμηση των υλικών και για να μη ρίξουμε την ποιότητά μας αναγκαστήκαμε, ειδικά στο αρνάκι, να ανεβάσουμε τις τιμές». Ετσι, χρησιμοποιώντας ως άλλοθι την ανατίμηση, εξακολουθούν να υποτιμούν τη νοημοσύνη σου.
Το τρως σχεδόν με προσπάθεια το αρνάκι (που… στον λαιμό σού έχει καθίσει) για τελευταία φορά, για να το αποχαιρετήσεις, το πληρώνεις τιμολογημένο ως χρυσόμαλλο δέρας και αποφασίζεις να μην ξαναπατήσεις. Δεν θα τους στοιχίσει η απουσία σου, το γνωρίζεις. Ετσι κι αλλιώς, τώρα που έγιναν «in», στοχεύουν σε πιο διάσημους θαμώνες (για να φωτογραφηθούν μαζί τους και να κρεμάσουν τις φωτογραφίες στον τοίχο), με πιο χοντρά πορτοφόλια. Ομως, ακούς και από άλλους φίλους (ανθρώπους των δικών σου «κυβικών») που το αγαπούσαν, το τιμούσαν και το διαφήμιζαν το εστιατοριάκι, πως δεν πρόκειται να ξαναπατήσουν επειδή και εκείνοι διαπίστωσαν ότι και το αρνάκι ανατιμήθηκε, και τα μακαρόνια ανατιμήθηκαν, ακόμη και το ψωμάκι της υποδοχής ανατιμήθηκε. Και πως οι μερίδες μίκρυναν – ή τα πιάτα μεγάλωσαν και μέσα τους μοιάζει το φαγητό πιο λίγο;
Ούτε αυτοί θα τους λείψουν. Οταν όμως, ο ένας μετά τον άλλον, θα απομακρυνθούν οι μόνιμοι πελάτες, δεν μπορεί, κάποια στιγμή μια μοναξιά θα τη νιώσουν. Τότε θα είναι αργά. Πιθανώς θα τους έχουν γυρίσει την πλάτη και όλοι όσοι τους επιλέγουν τώρα λόγω μόδας, γιατί θα προτιμήσουν από τη δική τους εκπνέουσα γκλαμουριά τη φρέσκια γκλαμουριά του μοδάτου εστιατορίου που θα έχει ανοίξει στον παραπάνω δρόμο. Εμείς, οι μόνιμοι πελάτες που έδιωξαν, πάντα θα βρίσκουμε εστιατόρια που θα κάνουν τίμιο φαγητό και που θα μας σέβονται, δεν θα μας ζητούν να πληρώσουμε τη μαρίδα για σφυρίδα. Εκείνοι θα τρέχουν για να (ξανα)βρούν πελάτες σαν εμάς.