Ορισμένες φορές πρέπει να περάσουν χρόνια για να αντιληφθείς κάποια πράγματα. Εφηβος, κάπου εκεί στις αρχές της δεκαετίας του ’80, άκουσα το «Dear Prudence» από το post punk συγκρότημα Siouxsie and the Banshees. Μεγάλη επιτυχία στη Βρετανία, «ψαγμένος» ήχος για την Ελλάδα. Τους Beatles και τους Rolling Stones σαφώς τους γνώριζα, αλλά όταν ακούς punk στόχος είναι να απομυθοποιήσεις και να αποκαθηλώσεις όλα τα μεγαθήρια. Η μουσική γεννιέται τώρα και την ακούς τώρα. Δεν πέρασε όμως πολύ καιρός και αγόρασα το διπλό LP «Τhe Beatles» ή «The White Album» όπως έμεινε γνωστό. Δεύτερο τραγούδι το «Dear Prudence». Μα, πώς; Το άλμπουμ κυκλοφόρησε το 1968. Διασκευή. Στοιχειώδες…

Η Siouxsie Sioux μαζί με την παρέα της ήταν λοιπόν εκείνη που με τη διασκευή της με ανάγκασε όχι μόνο να ακούσω το «White Album» αλλά και να αντιληφθώ για ποιους λόγους θεωρείται από τότε έως σήμερα ένα από τα πλέον επιδραστικά άλμπουμ στην ιστορία της ποπ-ροκ μουσικής. Η πρόσφατη επανακυκλοφορία του, 50 χρόνια μετά, πέρα από το εμπορικό του θέματος, αλλά και το πάθος των Βρετανών για επετείους, φέρνει στην επιφάνεια και πάλι τη συζήτηση πώς θα ήταν η μουσική χωρίς τους Beatles (και τους Rolling Stones). Τέσσερα παιδιά με διαφορετικές καταβολές και από διαφορετικές κοινωνικές-οικονομικές τάξεις κατόρθωσαν σε 30 τραγούδια συνολικής χρονικής διάρκειας 93′ και 35» να παρουσιάσουν ένα concept άλμπουμ, μία σουίτα που περιελάμβανε ό,τι είχε ακουστεί έως τότε και θα ακουγόταν στο μέλλον. Αναρχία, κομψότητα, ειρωνεία, σάτιρα, χιούμορ. Ηχητικά ήταν μια σειρά συνθέσεων που δεν έμειναν στην ποπ, αγκάλιασαν το ροκ, «έφτιαξαν» το punk μία δεκαετία πριν από την εμφάνισή του, ακούμπησαν τη φολκ, έκλεισαν το μάτι στην κλασική μουσική και στις μπαλάντες. Το διπλό «White Album» διαπερνούν εκρήξεις ήχων και φωνητικών μελωδιών· δεν απουσιάζουν οι πειραματισμοί και χωρίς ίχνος υπερβολής κανένα τραγούδι τους δεν μοιάζει μουσικά με κάποιο άλλο. Αναδύεται ένα πνεύμα ελευθερίας και δημιουργικότητας, αν και έναν χρόνο νωρίτερα τα τέσσερα «Σκαθάρια» είχαν κυκλοφορήσει το «Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band», ίσως το σημαντικότερο άλμπουμ της πορείας τους. Εκατομμύρια πωλήσεις. Εκατομμύρια δολάρια και στερλίνες στα ταμεία του γκρουπ και κυρίως της δισκογραφικής τους εταιρείας, αλλά το «πέρασμά» τους από την Ινδία, στις αρχές του 1968, έμελλε να είναι καθοριστικό.

Από το Ρισικές της Ινδίας στα Abbey Road στούντιο της Βρετανίας… Στην εποχή του το «White Album» υπήρξε αμφιλεγόμενο και δέχθηκε ανάμεικτες κριτικές, με τα ΜΜΕ να κατακρίνουν τον σατιρικό τόνο του. Παρ’ όλα αυτά, «σκαρφάλωσε» στην κορυφή των τσαρτ στις περισσότερες χώρες του κόσμου – στις 7 Δεκεμβρίου στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις 28 Δεκεμβρίου στις ΗΠΑ – και έγινε 19 φορές πλατινένιο στην Αμερική. Αν με το «Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band» το 1967 οι Beatles άλλαξαν τη μουσική για πάντα, έναν χρόνο αργότερα, με το «White Album» έγραφαν το μέλλον του ροκ. Ακούστε το «Helter Skelter», ένα πρώιμο χέβι μέταλ ή το οκτάλεπτο «Revolution 9». Λούπες και πειραματισμοί. Θόρυβος και ένταση στο κόκκινο.

Την εποχή του «White Album» οι Beatles ήταν δεσμώτες της φήμης τους. Τα τέσσερα αγόρια ήταν πανταχού παρόντα. Ολοι ήθελαν να τους ακουμπήσουν, όλοι ήθελαν κάτι να κερδίσουν από αυτούς. Αυτή η «αιχμαλωσία της διασημότητας» έφερε και την κάμψη στις σχέσεις τους. Δεν έφτασαν σε σημείο να μισήσει ή να αντιπαθήσει ο ένας τον άλλον, αλλά σίγουρα να μη θέλει να βλέπει ο ένας τον άλλον. Μικρή η διαφορά αλλά πολύ λεπτή. Αυτή ακριβώς η δυσαρμονία που είχαν μεταξύ τους ήταν εκείνη που τους διευκόλυνε στη δημιουργία της τέλειας ποπ. Αυτή δημιούργησε την ακατέργαστη, αντιφατική μανία του «White Album». Με τα 30 αυτά τραγούδια και έπειτα και από τον θάνατο του μάνατζέρ τους, Μπράιαν Επστάιν, απελευθερώθηκαν. Από ποπ μπάντα μεταμορφώθηκαν σε ροκ γκρουπ. Το «Λευκό» ήταν μια ανάσα φρέσκου. Αποτελεί ένα πρωτοποριακό κολάζ συνθέσεων, ήχων και στίχων. Οι «Υπέροχοι Τέσσερις» άφησαν πίσω τους την ευρωπαϊκή ενορχηστρωτική παράδοση, πέρασαν τον Ατλαντικό και μετέφεραν στην Ευρώπη τις ρίζες της αμερικανικής μουσικής στην κάντρι και τα μπλουζ. Τις παραδοσιακές αξίες της αμερικανικής μουσικής. Το «White Album» είναι ένα στρείδι. Ανοίγει δύσκολα αλλά σε ανταμείβει με το μαργαριτάρι του.

Πώς γράφτηκε το «White Album»

Στις αρχές του 1968 οι Beatles, επηρεασμένοι από την ινδικό διαλογισμό, αποφάσισαν, συλλογικά, να αφήσουν τον υπόλοιπο κόσμο και να «κρυφτούν» στην Ινδία και στις διδαχές του Μαχαρίσι Μαχές Γιόγκι – συγκεκριμένα, από τον Φεβρουάριο έως τον Απρίλιο του 1968. Πέρασαν τρεις μήνες δίπλα στον Δάσκαλο και υπό την επίδραση του υπερβατικού διαλογισμού και χωρίς τη χρήση σκληρών ναρκωτικών – κάπνιζαν μόνο μαριχουάνα (ενώ στο προηγούμενο άλμπουμ τους οι πληροφορίες τούς θέλουν να κατανάλωσαν μεγάλες ποσότητες LSD) -, αποφάσισαν να δουλέψουν πάνω σε ένα νέο άλμπουμ. Ο Τζον Λένον, ίσως ο πιο «εύκολος» από την τετράδα στο να χάνει τη συγκέντρωσή του, έγραψε 14 τραγούδια. Τα περισσότερα από όλους. Ο Πολ Μακ Κάρτνεϊ είχε σημειώσει σπουδαία πρόοδο με το σιτάρ.

Πήγαν όλοι μαζί αλλά δεν έφυγαν όλοι μαζί. Ο Ρίνγκο Σταρ δεν μπόρεσε να αντέξει τα καυτερά ινδικά φαγητά, τον ακολούθησε ο Πολ, ενώ οι Τζον και Τζορτζ ήταν οι τελευταίοι που μπήκαν στο αεροπλάνο για να γυρίσουν στην πατρίδα. Αλλοι λένε ότι ο Δάσκαλος μπορεί να ήταν πνευματικός αλλά δεν ήταν και μόνο αυτό. Παρενόχλησε σεξουαλικά την Προύντενς Φάροου, αδελφή της ηθοποιού Μία, στο άσραμ (ερημητήριο ινδουιστών σοφών). Αν και όλοι πιστεύουν ότι ο Τζον Λένον έγραψε το «Dear Prudence» για τη Φάροου, οι… κουτσομπόληδες Μακ Κάρτνεϊ και Χάρισον που το έψαξαν δεν βρήκαν κάτι που να επιβεβαιώνει αυτές τις υποψίες.

Πρoτού μπουν στα θρυλικά Abbey Road Studios, ξαναβρέθηκαν μαζί για να προβάρουν και να δουλέψουν με την ησυχία τους. Κιθάρες, ντέφια, μαξιλάρες και ο σκελετός ήταν έτοιμος. Μπήκαν στο στούντιο – ο βρετανικός αστικός μύθος θέλει τα «Σκαθάρια» να διατηρούν τρομερή εχθρότητα μεταξύ τους, να ηχογραφούν κατά μόνας ή σε δυάδες, να φέρνουν μαζί παιδιά και γυναίκες ή συντρόφους, τη Γιόκο Ονο να μοιράζεται το μικρόφωνο με τον Λένον και τον παραγωγό Τζόρτζ Μάρτιν να τραβάει τα μαλλιά του με τις χιλιάδες ώρες ηχογραφήσεων. Κάποια στιγμή ο Ρίνγκο Σταρ τα βρόντηξε, γύρισε όμως βαρύς και ασήκωτος για να κλείσει το άλμπουμ. Ακόμη και ο παραγωγός, απαυδισμένος, έφυγε για διακοπές αφήνοντας στο πόδι του τους νεότερους συνεργάτες του.

Και τελικά, ω του θαύματος, το «White Album» κυκλοφόρησε στα τέλη Νοεμβρίου του 1968, σχεδόν αμέσως έγινε Νο 1 σε πολλές χώρες ανά τον πλανήτη και πούλησε τα περισσότερα αντίτυπα στις ΗΠΑ στην ιστορία του γκρουπ. Ο κύβος όμως είχε ριφθεί. Το τέλος της παρέας από το Λίβερπουλ ήταν πολύ κοντά. Ο επίλογος γράφτηκε δύο χρόνια μετά.

Collector’s item

Η επετειακή επανέκδοση περιλαμβάνει τα 30 τραγούδια του original album που μιξαρίστηκαν ξανά από τον παραγωγό Giles Martin και τον mix engineer Sam Okell σε στέρεο και ήχο surround 5.1. Προστέθηκαν 27 ακουστικά ντέμο και 50 ηχογραφήσεις, οι περισσότερες από τις οποίες δεν είχαν κυκλοφορήσει μέχρι σήμερα πουθενά, σε καμία μορφή. Το anniversary άλμπουμ πωλείται σε όλες τις ψηφιακές πλατφόρμες, σε δισκοπωλεία, στο site των Beatles και στην Apple Records. Οι τιμές ποικίλλουν ανάλογα με την έκδοση (Standard, Deluxe και Super Deluxe) και στην ελληνική αγορά κυμαίνονται από €24,99 έως €140.

«The White Album», the original
1η Πλευρά
1. Back in the U.S.S.R.
2. Dear Prudence
3. Glass Onion
4. Ob-La-Di, Ob-La-Da
5. Wild Honey Pie
6. The Continuing Story
of Bungalow Bill
7. While My Guitar Gently Weeps
8. Happiness Is a Warm Gun

2η Πλευρά
1. Martha My Dear
2. I’m So Tired
3. Blackbird
4. Piggies
5. Rocky Raccoon
6. Don’t Pass Me By
7. Why Don’t We Do It in the Road?
8. I Will
9. Julia

3η Πλευρά
1. Birthday
2. Yer Blues
3. Mother Nature’s Son
4. Everybody’s Got Something to Hide Except for Me and My Monkey
5. Sexy Sadie
6. Helter Skelter
7. Long Long Long

4η Πλευρά
1. Revolution 1
2. Honey Pie
3. Savoy Truffle
4. Cry Baby Cry
5. Revolution 9
6. Good Night

Ακουσαν και είπαν…

«Ο χρόνος είναι υπέρ του»
Γιάννης Πετρίδης, ραδιοφωνικός παραγωγός

«Πριν από τρία χρόνια τέτοιες μέρες, τον Δεκέμβριο του 2015, ο Ρίνγκο Σταρ πούλησε το βινύλιο που είχε στην κατοχή του με το “White Album” των Beatles για 900.000 δολάρια σε πλειστηριασμό στο Μπέβερλι Χιλς. Μετά την πρόσφατη επετειακή επανέκδοσή του με αφορμή τα 50 χρόνια από την κυκλοφορία του, το άλμπουμ προκάλεσε πάλι το ενδιαφέρον των φίλων της μουσικής, με αρκετούς από αυτούς να εκθειάζουν την ποικιλία των συνθέσεών του που κάλυπταν αρκετά μελλοντικά μουσικά είδη μέσα από τα συχνά πρωτοποριακά τραγούδια τους. Μπορεί στον μισό αιώνα που μεσολάβησε να μην κατάφερε να ξεπεράσει σε δόξα το “Sgt. Peppers Lonely Hearts Club Band”, όμως ο χρόνος είναι υπέρ του και οι νεότεροι θα το δουν να κερδίζει τη σύγκριση σαν το καλύτερο άλμπουμ των Beatles. Σήμερα, ένα άκουσμά του θα σας αποκαλύψει κρυφούς θησαυρούς, όπως άλλωστε συμβαίνει με τα περισσότερα τραγούδια των Beatles, που όλα είναι ένα προς ένα».

«Αίσθηση άγριας και δημιουργικής ελευθερίας»
Γιώργος Μουχταρίδης, ραδιοφωνικός παραγωγός, διευθυντής του Pepper 96,6

«Το 1968 βρίσκει τους Beatles στην κορυφή – μετά τον απόλυτο θρίαμβο του “Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band” – αλλά και στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Τότε έκαναν αυτό που μόνο οι ιδιοφυΐες μπορούν: επανεφηύραν τον εαυτό τους. Με ένα εξώφυλλο που λέει τα πάντα χωρίς να αποκαλύπτει τίποτα, πιο λευκό και από το λευκό και με το όνομά τους γραμμένο ανάγλυφα, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το “Sgt. Pepper’s”. Στη Φυσική όμως το λευκό σηματοδοτεί την παρουσία όλων των χρωμάτων. Στα 30 τραγούδια που ηχογράφησαν οι Beatles για το “White Album” (ως συνήθως ούτε ένα δεν έμεινε απέξω) ανακαλύπτει κανείς τον θησαυρό της παγκόσμιας μουσικής. Δεν υπάρχει είδος ή στυλ που να μην έχει βρει θέση στα κομμάτια τους: από βαλς, μπαρόκ και σερφ έως πρώιμο χέβι μέταλ και πρωτοπάνκ και από κάντρι, μπλουζ και ψυχεδέλεια μέχρι ηλεκτρονική, τσάρλεστον και τζαζ. Το άλμπουμ ξαφνιάζει ακόμη και σήμερα – έπειτα από 50 χρόνια – με τη φρεσκάδα του, με τον μουσικό πλούτο του, με τον ριζοσπαστισμό του και την έντονα κοινωνικοπολιτική θεματολογία του. Το “Λευκό Αλμπουμ” αποπνέει μια αίσθηση άγριας και δημιουργικής ελευθερίας που ίσως μέχρι τότε να μην είχαν νιώσει ούτε και οι ίδιοι. Για να καταλάβει κανείς στην ολότητά του το πόσο ακραία και πρωτοποριακά ήταν αυτά τα τραγούδια για την εποχή αρκεί να θυμηθεί ότι παίζονταν στις πιο εμπορικές ζώνες του Radio 1 του BBC. Την ώρα δηλαδή που η μέση αγγλίδα νοικοκυρά βρισκόταν στην κουζίνα της και έκανε τις δουλειές της ακουγόταν το “Dear Prudence”! Το “White Album” ήταν η αρχή του τέλους για τους Βeatles, όμως ακούγοντάς το – και ειδικά τα περίφημα “Esher demos” – αναγνωρίζεις ένα συγκρότημα που κάθε φορά που τα μέλη του έπαιζαν μαζί μαγεία ξεπηδούσε από τα όργανά τους. Οι Beatles άλλαξαν τη μουσική, άλλαξαν την ποπ κουλτούρα και ίσως και να άλλαξαν ακόμα και τις δυτικές κοινωνίες. Το 1968, στο “White Album”, άλλαξαν και τον εαυτό τους».

«Ωμή, ιδιοφυής σύλληψη»
Vassilikos, συνθέτης, ερμηνευτής, παραγωγός

«Η μουσική των Beatles για την περίοδο 1966-1970 έχει αποτελέσει για εμένα ίσως την κυριότερη πηγή έμπνευσης και έχει διαμορφώσει το μουσικό μου αισθητήριο περισσότερο ίσως από οτιδήποτε άλλο. Παρ’ όλα αυτά, είχα πάντα μια δυσκολία με το “White Album”. Μου φαινόταν πάντα πολύ ωμό, τίποτε σαν τις τέλεια διακοσμημένες παραγωγές όπως το “Sgt Pepper’s Lonely Hearts Club Band”. Από τα 14 μου το είχα αφήσει κάπως στην άκρη σαν τον δίσκο που μου έδινε μια – κρυφή πάντα – απογοήτευση. Μου πήρε πάρα πολλά χρόνια από τότε για να του δώσω άλλη μία ευκαιρία. Το ξανάκουσα πολύ προσεκτικά, μεγαλύτερος πια, και ήδη μέσα στη συνειδητή μουσική δημιουργία. Αρχισα να δένομαι μαζί του με έναν περίεργο τρόπο, που δεν είχε καθόλου να κάνει με το πώς είχα ήδη από χρόνια δεθεί με όλα τα υπόλοιπα. Κάτι στην ωμότητά του, κάτι στη χορταστική διάρκειά του, κάτι στη βαθύτατα ιδιοφυή σύλληψή του, είναι ο μόνος δίσκος τους που κάνει την μπάντα να ακούγεται σαν μπάντα που παίζει μπροστά στα μάτια και τα αφτιά σου με μια ενέργεια χωρίς προηγούμενο. Αυτή τη στιγμή αποτελεί πια τον αγαπημένο μου Beatles δίσκο, με σαφή διαφορά από τους υπόλοιπους».

«Ενα ταξίδι εντός»
Παυλίνα Βουλγαράκη, τραγουδοποιός

«Στη δική μου καρδιά το “White Album” πήρε την πρωτοκαθεδρία για παράδοξους λόγους. Ο βασικότερος είναι πως εκείνη την εποχή, το 1968, όσο βρίσκονταν στην άλλη άκρη του κόσμου πλάθοντας το μέλλον της παγκόσμιας ροκ σκηνής και οτιδήποτε την περικλείει, οι ίδιοι κατέρρεαν. Χάνονταν σε αχαρτογράφητα σημεία του μουσικού χάρτη κάνοντας την αναμέτρησή τους ο καθένας με τον εαυτό του και παράλληλα με καθέναν από τους υπόλοιπους, επεκτείνοντας ξανά το λεξιλόγιο της ποπ μουσικής. Αν το σκεφτεί κανείς, το “White Album” είναι ένα παράδοξο album από μόνο του. “Αντικονσεπτικό”. Για πρώτη φορά οι Βeatles γράφουν ξεχωριστά, καταφέρνοντας όμως η μουσική και ο στίχος κάθε κομματιού να μεταφέρουν με την ίδια δύναμη το μήνυμά του. Κομμάτια προσωπικά και εξομολογητικά, όπως το “Julia”. Κοινωνικοπολιτικά, όπως το θρυλικό “Revolution” αλλά και το προφητικό μάλλον “Piggies”. Στον συγκεκριμένο δίσκο έχουμε μια μπάντα που αποτελείται από τέσσερα ολόκληρα και όχι από τέσσερα αλληλοσυμπληρούμενα στοιχεία. Η συμμορία των τεσσάρων. Η μισή ανθρωπότητα είναι σταθερά ερωτευμένη μαζί τους. Η υπόλοιπη σταθερά θέλει να ήταν εκείνοι».

Παρακαταθήκη
Eνα άλμπουμ-«influencer»
Από τον Γιώργο Νάστο

Ο κανονικός του τίτλος είναι «The Beatles», όμως το ολόλευκo εξώφυλλό του, το οποίο είχε κάνει τεράστια αίσθηση όταν πρωτοεμφανίστηκε στις βιτρίνες των δισκοπωλείων, μας επέβαλε να το αποκαλούμε έκτοτε «The White Album». Κυκλοφόρησε πριν από 50 χρόνια και, παρότι τότε δίχασε την κοινή γνώμη, θεωρείται σήμερα, πανθομολογουμένως σχεδόν, το καλύτερο άλμπουμ των «Σκαθαριών» (μαζί με το εμβληματικό «Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band») και ένα από τα σημαντικότερα μουσικά έργα του 20ού αιώνα. Το διπλό LP έχει επηρεάσει ποικιλοτρόπως την ποπ κουλτούρα στις δεκαετίες που μεσολάβησαν από το πρώτο λανσάρισμά του και πολλοί θεωρούν πως του χρωστούν πολλά δίσκοι όπως το «The Wall» των Pink Floyd, το «Quadrophenia» των The Who, ακόμη και το «Ok Computer» των Radiohead. Υπάρχουν ωστόσο και πιο άμεσα αναγνωρίσιμοι φόροι τιμής στην επιδραστικότητά του.

Η δημοσιογράφος και συγγραφέας Τζόαν Ντίντιον εξέδωσε το 1979 μια συλλογή δοκιμίων υπό τον τίτλο «White Album» όπου εξέταζε την κατάρρευση στις ΗΠΑ του μεταπολεμικού ιδεαλισμού. Κατά τον Τσαρλς Μάνσον, εγκληματία και αρχηγό αίρεσης που τρομοκράτησε την Αμερική των 60s, ο δίσκος περιείχε κρυφά μηνύματα που προμήνυαν την καταστροφή του κόσμου και τα οποία απευθύνονταν αποκλειστικά σε εκείνον.

Εννοείται πως τον έβαζε συχνά στο πικάπ για να τον ακούσει παρέα με τους ακολούθους του. Ο όγδοος δίσκος του αμερικανού ράπερ Jay-Z που κυκλοφόρησε το 2003 λεγόταν «The Black Album» – γνωρίζοντας πως ο φημισμένος παραγωγός του, Ρικ Ρούμπιν, θεωρεί το «White Album» το απόλυτο αριστούργημα, δεν είναι δύσκολο να συμπεράνουμε πως ο τίτλος ήταν κάτι σαν «κλείσιμο του ματιού» στο εμβληματικό έργο της τετράδας από το Λίβερπουλ. Eναν χρόνο αργότερα ο μουσικός Μπράιαν Τζόζεφ Μπέρτον, γνωστός αλλιώς και ως Danger Mouse, κυκλοφόρησε το «Gray Album», ένα mash-up των φωνητικών του συζύγου της Μπιγιονσέ από το «Black Album» με samples από τις συνθέσεις των Beatles για το «White Album». Το αποτέλεσμα ενθουσίασε τους μουσικοκριτικούς. Εδώ και χρόνια επίσης ο εννοιολογικός καλλιτέχνης Ράδερφορντ Τσανγκ συλλέγει παλιά αντίτυπα του δίσκου (προς το παρόν έχει συγκεντρώσει 2.000) σε ένα εγχείρημα που ονομάζεται «We Buy White Albums».

Ενίοτε εκθέτει ορισμένα από αυτά σε διάφορες γκαλερί της Νέας Υόρκης. Η επανέκδοση, πάντως, που κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό, μπήκε με φόρα στο top 10 του Billboard (στον αριθμό 6 συγκεκριμένα) πουλώντας μέσα σε μία εβδομάδα 63.000 αντίτυπα, με τη συντριπτική πλειονότητα να αφορά πωλήσεις φυσικού προϊόντος (CD και βινυλίων) και όχι streams ή ραδιοφωνικές αναμεταδόσεις. Στην κριτική του «New Yorker» γράφτηκε πως η ψηφιακή αποκατάσταση και επεξεργασία των ηχογραφήσεων επιτρέπει επιτέλους στον σημερινό ακροατή να απολαύσει τα τραγούδια του δίσκου στην πλήρη μεγαλοπρέπειά τους, καθώς οι περιορισμοί της τεχνολογίας των 60s δεν επέτρεπαν να διαμορφωθεί ο ήχος στα επίπεδα που ονειρεύονταν οι «Fab Four».