Σκηνοθέτης, πρωτίστως, και ηθοποιός, ο Θάνος Παπακωνσταντίνου επιλέγει να βυθίζεται σε σκοτεινούς, συχνά αιματηρούς κόσμους, και να τους μετατρέπει σε θεατρική περιπέτεια. Γι’ αυτό και οι «Βάκχες» του Ευριπίδη έρχονται ως φυσική συνέχεια των έργων που σκηνοθετεί. Μαζί τους ετοιμάζεται να κατέβει στην Επίδαυρος, υπογράφοντας την παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου, σε μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά, με τους Κωνσταντίνο Αβαρικιώτη, Αργύρη Πανταζάρα, Αλεξία Καλτσίκη κ.ά.
Γιατί τις «Βάκχες»;
«Καταλήξαμε από κοινού με τον Γιάννη Μόσχο στις «Βάκχες«. Είναι ένα αγαπημένο μου έργο, ένα έργο στο οποίο με θυμάμαι πάντα να αναφέρομαι για κάποιον λόγο σε κάποια στιγμή. Βέβαια, τώρα μέσα στη διαδικασία της έρευνας δυσκολεύτηκα πάρα πολύ. Γιατί ξέρεις ότι μπαίνεις σε κάποια βαθιά νερά, αλλά δεν καταλαβαίνεις το βάθος του βυθού. Και δεν το λέω καθόλου με αρνητικό πρόσημο, αλλά είναι τρομακτικό, μια άβυσσος».
Οπότε από πού πιάνετε το νήµα αυτού του λαβυρίνθου;
«Πώς είναι οι πίνακες του Εσερ, που έχουν κάτι λαβυρινθώδες, αλλά και ένα πράγμα σαν καθρέφτη, που σε οδηγεί όλο και πιο μέσα. Και την ίδια στιγμή που εγκλωβίζεσαι μέσα σ’ αυτό, το χάνεις. Αυτό ακριβώς είναι. Αλλά από κάπου πρέπει να πιαστείς. Στην παράσταση ένας άξονας που με βοήθησε, με απελευθέρωσε και κάπως άρχισε να γεννάει υλικό για να δώσει μια κατεύθυνση, ήταν ο άξονας του θέατρο.
Προφανώς υπάρχει ο μύθος, η τελετουργία, η πλοκή, υπάρχει η περιβάλλουσα ατμόσφαιρα μιας Αθηναϊκής Δημοκρατίας, που είναι σε πλήρη κατάρρευση και σε δύο χρόνια θα διαλυθεί. Υπάρχουν όλα αυτά. Και με έναν τρόπο τα εντάσσει αυτός ο υπέροχος ποιητής, σαν έναν αποχαιρετισμό και στο θέατρο και στην πολιτική και στη δημοκρατία.
Αλλά για εμένα το ότι έχουμε τον θεό του θεάτρου επί σκηνής εγκαθιδρύει από την αρχή μια συνωμοσία με το κοινό. Οτι αυτοί τώρα πιστεύουν πως εγώ είμαι ένας άλλος, αλλά εσείς ξέρετε. Αυτό σε πάει κατευθείαν στον Σαίξπηρ, στον Μπρεχτ. Κάνει άλματα. Αυτή η συνωμοσία που εγκαθιδρύεται, μια πλάνη, μια παγίδα, για ποιον είναι τελικά; Γι’ αυτούς που είναι μέσα στη σκηνή, για εμάς που μιλάμε για θεούς – τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά».
Και πώς σας βοήθησε αυτό;
«Στο να στηθεί ο μηχανισμός της παράστασης με έναν θεό, τον Διόνυσο, που ξεκινάει ξεκάθαρα σαν ηθοποιός – ένας θηριοδαμαστής που κάνει τρικ σε όλους. Για να αποκαλύψει στην παράσταση ότι όλα αυτά είναι κατασκευές του ανθρώπου για τον άνθρωπο. Και εξαρτώνται από τη χρήση που θα τους κάνουμε εμείς. Δεν υπάρχει ηθική, η ηθική είναι για τον άνθρωπο. Οι θεοί είναι σαν φυσικά φαινόμενα, σαν φυσικές δυνάμεις».
Το έργο εµπεριέχει τη σύγκρουση παλιού/καινούργιου, λογικού /ά-λογου;
«Εγώ θα έλεγα με το Αλλο, το διαφορετικό. Και την ίδια στιγμή το Αλλο μπορεί να μορφοποιηθεί σε κάτι έξω από εμάς, όπως ο Διόνυσος είναι ξεκάθαρα ο θεός της ετερότητας, το Αλλο, προσωποποιημένο. Θεωρώ ότι την ίδια στιγμή είναι μια προβολή για το Αλλο που κουβαλάμε μέσα μας και φοβόμαστε να το δούμε, να το διαχειριστούμε, ώστε να ανοίξουμε προς κάτι διαφορετικό και άρα να μετακινηθούμε. Μας είναι πολύ πιο εύκολο να ακολουθούμε τις ρουτίνες μας, να στηριζόμαστε γύρω από τοίχους, από πανοπλίες, από όρια».
«Βία, ωμότητα, ακρότητα… Εγώ γενικά αντιλαμβάνομαι τον κόσμο σαν βία. Επειδή μάλλον αντιλαμβάνομαι πιο πολύ και τη βία μέσα μου. Ισως γι’ αυτό κάνω παραστάσεις, για να καταφέρω να το καταλάβω, να το διαχειριστώ, να προσπαθήσω να λυτρωθώ».
Σας ελκύει η βία και παράλληλα µια ποιητική-ροµαντική διάσταση…
«Βία, ωμότητα, ακρότητα… Εγώ γενικά αντιλαμβάνομαι τον κόσμο σαν βία. Επειδή μάλλον αντιλαμβάνομαι πιο πολύ και τη βία μέσα μου. Ισως γι’ αυτό κάνω παραστάσεις, για να καταφέρω να το καταλάβω, να το διαχειριστώ, να προσπαθήσω να λυτρωθώ. Παλεύω με το πώς θα καταλάβουμε τον κόσμο γύρω μας, τον εαυτό μας, τους άλλους. Αυτή η πάλη, για να μιλήσω και για το έργο, ανάμεσα στη λογική και στο Αλλο, δεν τελειώνει. Απλά βρίσκει στην πραγματικότητα βαλβίδες, όπου εκτονώνεται, είτε σε μια παράσταση είτε σε μια γιορτή, σε μια μουσική».
Γι’ αυτό στραφήκατε στο θέατρο;
«Ναι, σίγουρα, ξεκάθαρα. Αλλιώς σε πνίγει. Ηταν τελείως πρακτικό για εμένα – ευτυχώς βρήκα το θέατρο».
Ποια αίσθηση σας προκαλεί η Επίδαυρος;
«Είναι ένα υπέροχο θέατρο. Χαίρομαι πάρα πολύ που μου το εμπιστεύθηκαν παλαιότερα ο Στάθης Λιβαθινός (σ.σ.: «Ηλέκτρα») και τώρα ο Γιάννης Μόσχος, επειδή επικοινωνώ και αισθητικά με τη μεγάλη κλίμακα και με ενδιαφέρει αυτή η άλλου τύπου κλίμακα, ο ανοιχτός χώρος.
Απ’ την άλλη, όμως, αυτό που θολώνει τον διάλογό μας με τα κείμενα και τα έργα, για να μιλήσω τελείως προσωπικά, είναι το βάρος που έχει τοποθετηθεί σε αυτόν τον χώρο σε σχέση με μια ιερότητα. Θεωρώ ότι η ιερότητα ή η βεβήλωση του χώρου είναι κάτι που προκύπτει. Γιατί αλλιώς φτάνουμε να φερόμαστε στα κείμενα αυτά σαν να είναι η Βίβλος.
Αλλά το θέατρο είναι ένας ζωντανός χώρος και τα κείμενα πρέπει να είναι ζωντανά και να παραμένουν ζωντανά. Κάθε δημιουργός θα κάνει τις επιλογές του σύμφωνα με αυτό που πιστεύει και σύμφωνα με τα πράγματα που ωφελούν τη σκηνική πράξη, τη λειτουργία της οποίας έχει επιλέξει. Δεν πιστεύω ότι πρέπει κανείς να λογοδοτεί ούτε στην αρχαιολογία ούτε στη θεωρία ούτε στους θεωρητικούς της θεατρολογίας. Η σκηνή είναι ένα άλλο πράγμα, έχει άλλους κώδικες, άλλους μηχανισμούς. Το αν εν τέλει αυτό στέκει ή όχι, θα φανεί».
Η παράσταση δεν λογοδοτεί στο κοινό;
«Δεν θέλω να το σκέφτομαι αυτό και θα εξηγήσω τι εννοώ. Οχι επειδή δεν με ενδιαφέρει αλλά επειδή ακριβώς το θέατρο και ειδικά τέτοιου τύπου θέατρο είναι ένας διάλογος. Θες να κάνεις διάλογο. Θεωρώ πολύ προβληματικό κάτι στο οποίο ο άλλος δεν θα έχει ένσταση αφού το δει.
Προσωπικά, γοητεύομαι πάρα πολύ και ελπίζω να εξακολουθήσει να μου συμβαίνει και στο μέλλον με πράγματα που δεν καταλαβαίνω, που δεν κατανοώ. Θεωρώ ότι, αν έχω προχωρήσει, έχω προχωρήσει από τέτοιου τύπου διαλόγους που σε μετακινούν – ιδανικά αν μετακινούνται και οι δύο. Αλλωστε, πιο πολύ θυμάμαι παραστάσεις που με μετακίνησαν».
Αισθάνεστε ότι έχετε ενσωµατωθεί από τον χώρο σας;
«Είμαι λίγο απροσάρμοστος ως ψυχισμός. Είμαι και λίγο της οικογένειας, με τον τρόπο μου. Θέλω να κάνω τα πράγματα που θέλω με τους ανθρώπους που θέλω. Δεν νιώθω και πολύ επαγγελματίας, με την έννοια να κάνω κάτι για να είμαι στα πράγματα…
Μου είναι δύσκολο να νιώσω εύκολα άνετα με εναλλασσόμενους συνεργάτες. Και αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, ουσιαστικό διάλογο δεν μπορείς να έχεις με όλους. Θέλει χρόνο. Και με τους συνεργάτες μου νιώθω ότι έχουμε έναν διάλογο που από παράσταση σε παράσταση εξελίσσεται. Και χαίρομαι που έχω πολύ ικανούς και άξιους συνεργάτες-συνομιλητές, με τους οποίους θέλω να συνεχίσω να μιλάω. Θέλω βέβαια να ανοίγω διαλόγους και με νέους ανθρώπους».
Πιστεύετε ότι οι δουλειές σας κάνουν ένα σύνολο;
«Ή αυτό ή ότι σαν να κάνεις κάπως ένα θέμα με τις παραλλαγές του. Σαν να προσπαθείς κάθε φορά να βρεις το κέντρο σου, να αποτυπώσεις πάνω στη σκηνή το κέντρο, τον πυρήνα σου».
INFO «Βάκχες» του Ευριπίδη: Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, στις 2 & 3 Αυγούστου.