O Tαγίπ Ερντογάν έχει δύο προσωπικότητες. Η μία ξεδιπλώθηκε τη δεκαετία του ’90 και συγκεκριμένα από τις 27 Μαρτίου του 1994, οπότε και εξελέγη για πρώτη φορά δήμαρχος Κωνσταντινούπολης. Η ταπεινή καταγωγή του από μία φτωχή οικογένεια που μετακόμισε από την επαρχία Ριζούντας της Βορειοανατολικής Τουρκίας στην Πόλη όταν ο ίδιος ήταν μικρός τον ατσάλωσε και γρήγορα αναρριχήθηκε από τα πανεπιστημιακά έδρανα στην πολιτική.
Ως δήμαρχο ο κόσμος τον λάτρεψε. Σε λίγα χρόνια από την ανάληψη των καθηκόντων του έδωσε λύσεις σε μια σειρά χρόνιων προβλημάτων που ταλάνιζαν τους πολίτες της Κωνσταντινούπολης. Ηταν ο πρώτος που επέτρεψε την τοποθέτηση φυσικού αερίου στα σπίτια, έδινε έμφαση στην καθημερινή καθαριότητα των δρόμων και στην ανακύκλωση των σκουπιδιών, βελτίωσε το δίκτυο υδροδότησης, ενώ έχτισε πάνω από 50 γέφυρες και οδικούς άξονες για να περιορίσει το κυκλοφοριακό χάος της ιστορικής μεγαλούπολης. Εφερε επενδύσεις και ευκαιρίες για ανοικοδόμηση ύψους άνω των τεσσάρων δισ. δολαρίων κερδίζοντας την εμπιστοσύνη των κατοίκων, ενώ έγινε και πρότυπο για όλους τους δημάρχους των μεγάλων πόλεων.
Η «μετάλλαξή» του από έναν αφοσιωμένο δημόσιο λειτουργό με πάθος για δημιουργία και προσφορά προς τους συμπατριώτες του σε έναν αυταρχικό ηγέτη και σκληρό Σουλτάνο, που ανοίγει μέτωπα με τη Δύση, άρχισε σταδιακά από το 1997. Ο Ερντογάν, ο οποίος είναι ισλαμιστής – αλλά σε ένα κεμαλικό σύστημα το έκρυβε τεχνηέντως – διάβασε ένα ποίημα, σε δημόσιο χώρο, που τον έστειλε στη φυλακή. Πρόκειται για στίχους από έργο του τούρκου εθνικιστή Ζιγιά Γκιοκάλπ (1876-1924), με αποτέλεσμα να κατηγορηθεί για υποκίνηση θρησκευτικού μίσους και να εκτίσει την ποινή του, που ήταν τέσσερις μήνες φυλακή. Δεν είναι ξεκάθαρο το γιατί ο Ερντογάν άλλαξε από έναν μετριοπαθή και φιλελεύθερο πολιτικό σε έναν απολυταρχικό μεγαλομανή ηγέτη που ζει σε παλάτια. Πάντως και η αγαπημένη του σύζυγος Εμινέ – με την οποία έχουν αποκτήσει τέσσερα παιδιά – έχει ιδιαίτερη αδυναμία στις πολυτελείς τσάντες και στα πανάκριβα ρολόγια διάσημων διεθνών οίκων.
Δύο θεωρούνται τα κομβικά σημεία της ριζικής αυτής της μεταστροφής. Η Αραβική Ανοιξη, το 2010, που οδήγησε και στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας, καθώς και τα αιματηρά γεγονότα στο πάρκο Γκεζί της Κωνσταντινούπολης το 2013. Εναν χρόνο μετά, ξεκινά πογκρόμ εκκαθάρισης σε όλον τον κυβερνητικό μηχανισμό, κλείνει στη φυλακή διανοούμενους και δημοσιογράφους, μέχρι το αμφιλεγόμενο πραξικόπημα του 2016. Οταν όμως στις αρχές του 2022 η λίρα άρχισε να κατρακυλά και το εισόδημα των πολιτών να εξανεμίζεται, οι οπαδοί του άρχισαν να τον εγκαταλείπουν, έπειτα από δύο δεκαετίες στο τιμόνι της χώρας. Η επιθετική ρητορική του εναντίον της Δύσης, της Ευρώπης, των ΗΠΑ, της Ελλάδας και της Κύπρου είναι η μόνη του επιλογή για να κρατηθεί με νύχια και με δόντια στην εξουσία.
«Κεμάλ Γκάντι»
Ο Κεµάλ Κιλιτσντάρογλου ήταν ένα από τα επτά παιδιά µιας φτωχής οικογένειας σε αποµακρυσµένο χωριό της επαρχίας Τούντζελι της Ανατολικής Τουρκίας. Αυτό που τον διέκρινε από τα αδέλφια του ήταν το πείσµα του να διαφέρει από εκείνους που έβοσκαν πρόβατα και πήγαιναν ξυπόλυτοι στο σχολείο. Οταν ο πατέρας του κατάφερε να γίνει δηµόσιος υπάλληλος στο Κτηµατολόγιο και να µεταφέρει την οικογένεια σε µεγαλύτερη πόλη άδραξε την ευκαιρία. Φοίτησε σε πανεπιστήµιο της Αγκυρας, σπούδασε οικονοµικά και έδειξε να γοητεύεται από την πολιτική, καθώς από πολύ νωρίς υπήρξε ενεργός σε διαδηλώσεις που οργάνωναν τα αριστερά κόµµατα.
Αν και κατάφερε να ξεφύγει σχετικά εύκολα από τη ζωή του χωριού, ακολούθησε πιστά το συντηρητικό πρωτόκολλο της οικογένειας και νυµφεύθηκε τη µακρινή εξαδέλφη του Σελβί αποκτώντας µαζί της τρία παιδιά. Το πείσµα του τον ακολουθεί σε όλη του τη ζωή, αν αναλογιστεί κανείς ότι κατά τις δύο δεκαετίες που βρίσκεται ο Ερντογάν στην εξουσία σχεδόν το ίδιο χρονικό διάστηµα είναι και ο Κιλιτσντάρογλου στην αξιωµατική αντιπολίτευση, έχοντας χάσει όλες τις µάχες στις εκλογικές αναµετρήσεις από το 2010 έως σήµερα, αλλά όχι τη φιλοδοξία του.
Για αυτή του την ιώβεια υποµονή (αλλά και για τη φυσιογνωµική του οµοιότητα) τον αποκαλούν τα τουρκικά Μέσα «Γκάντι», κάτι που του αρέσει πολύ – έχει µάλιστα κρατήσει στο γραφείο του ένα απόκοµµα µε µια γελοιογραφία που τον παραλληλίζει µε τον ινδό ηγέτη φορώντας σανδάλια και χιτώνα και προχωρώντας προς τον Ταγίπ Ερντογάν. Αλλος ένας λόγος που ο τουρκικός Τύπος τον αποκαλεί «Κεµάλ Γκάντι» είναι επειδή το 2017 ηγήθηκε ειρηνικής πορείας διαµαρτυρίας («Πορεία Δικαιοσύνης» την αποκάλεσαν), από την Αγκυρα στην Κωνσταντινούπολη, για την άδικη φυλάκιση υπαλλήλων, ακτιβιστών και δηµοσιογράφων που αµφισβήτησαν τον Ερντογάν.
Ο πεισµατάρης Κεµάλ, µε το γκρίζο µουστάκι, τα γυαλιά του δασκάλου και τη λεπτή φιγούρα, δεν έκανε πίσω ούτε τώρα που έχει συµπληρώσει τα 74 του χρόνια και θα µπορούσε να δώσει τα ηνία της διεκδίκησης του προεδρικού θώκου στη νέα γενιά. Εδωσε µάχη και τελικά λύγισε τις αντοχές όλων των αντιπάλων του για να ηγηθεί µιας εξαµελούς αντιπολίτευσης µε το όνοµα Εθνική Συµµαχία. Οι τουρκικές εφηµερίδες λένε πάντως ότι υποσχέθηκε την αντιπροεδρία στον δήµαρχο της Κωνσταντινούπολης Εκρέµ Ιµάµογλου.
Αν και έχει κάνει σηµαία του τη µάχη κατά της διαφθοράς, της µεγάλης πληγής στην Τουρκία, ως ένας από τους, οµολογουµένως, αδέκαστους της Γενικής Διεύθυνσης Εσόδων που – πολύ πρόσφατα – παραδέχθηκε δηµόσια ότι είναι αλεβίτης, πολύ πιο µετριοπαθής µουσουλµάνος δηλαδή, ανεκτικός µε τις άλλες θρησκείες και µε σεβασµό απέναντι στη γυναίκα, δεν µπόρεσε να αντισταθεί στον άκρατο εθνικισµό στον οποίο καλούνται να υποκλιθούν όλοι οι ηγέτες της Τουρκίας. Ετσι η ρητορική του για την Ελλάδα είναι ακόµα πιο ακραία από εκείνη του Ερντογάν, αφού στο παρελθόν έχει πει δηµόσια ότι θα πάρει 18 ελληνικά νησιά.
Η µητέρα όλων των µαχών θα δοθεί την προσεχή Κυριακή 14 Μαΐου, µε τον Ερντογάν να ελέγχει τη Δικαιοσύνη και άλλες κυβερνητικές υπηρεσίες, γεγονός που σηµαίνει ότι ο «Κεµάλ Γκάντι» θα πρέπει να επικρατήσει µε πολύ µεγάλη διαφορά. Αν δεν γίνει αυτό, ο τούρκος πρόεδρος θα µπορούσε να ακυρώσει τις εκλογές και να προκηρύξει καινούργιες, όπως ακριβώς είχε κάνει και µε την επανάληψη των δηµοτικών εκλογών της Κωνσταντινούπολης όταν είδε να ηγείται ο Ιµάµογλου µε µικρή διαφορά.
Στον Ερντογάν, άλλωστε, δεν άρεσε ποτέ να χάνει.