«Αυτή είναι και μόνο αυτή! Γρήγορα, ας αποκαταστήσουμε την τιμή της». Δεν έχουν όλοι και όλες μια αντίστοιχη «σπλαχνική» αντίδραση όταν αντικρίζουν ένα σπίτι που θα γίνει το σπιτικό τους όπως ο βρετανός λογοτέχνης Ράντγιαρντ Κίπλινγκ (1865-1936) όταν πρωτοείδε την κατοικία που έμελλε να στεγάσει τον ίδιο και το έργο του στην κομητεία του Ανατολικού Σάσεξ. Κοινώς, ένα έξοχο δείγμα ιακωβιανής αρχιτεκτονικής (η δεύτερη φάση της αρχιτεκτονικής της Αναγέννησης στην Αγγλία που ακολούθησε το ελισαβετιανό στυλ τον 17ο αιώνα), πλήρες, με όλα τα αρχιτεκτονικά στοιχεία της εποχής. Σκούρες ξύλινες επενδύσεις στους τοίχους, μονολιθικού τύπου τζάκια αλλά και κατ’ επιλογή έπιπλα σε γήινους τόνους που καθιστούσαν το σύνολο αρκούντως φιλόξενο ώστε να εμπνευστεί να γράψει ορισμένα από τα βιβλία του. Oπως τo ποίημά του «The Glory of the Garden».
Η κατοικία του Κίπλινγκ είναι μία από τις πολλές που περιλαμβάνονται στο λεύκωμα με τίτλο «Life Μeets Αrt: Inside the Homes of the World’s Μost Creative People» (εκδ. Phaidon Press), μια πρώτης τάξης αφορμή για να κοιτάξουμε πίσω από τις γρίλιες και να περιηγηθούμε στο προσωπικό περιβάλλον ορισμένων διάσημων δημιουργικών ανθρώπων, από τον χώρο της τέχνης, της αρχιτεκτονικής, της λογοτεχνίας, της μόδας. «Ενας ουσιαστικός τρόπος για να αντιληφθεί κανείς τη δύναμη του έργου και την καλλιτεχνική κληρονομιά των καλλιτεχνών είναι να εξετάσει μία από τις πιο προσωπικές πτυχές τους όπως αποκαλύπτεται μέσα από τα σπίτια τους, τα καταφύγιά τους, τα «ιερά» του εσωτερικού τους κόσμου. Και αυτό γιατί είναι οι χώροι που αντικατοπτρίζουν ξεκάθαρα τα θέλω, τις αξίες και το πνεύμα της προσωπικότητάς τους και είναι σχεδιασμένα μόνο για τους ίδιους και για εκείνους που αγαπούν» σημειώνει ο συγγραφέας του βιβλίου, Σαμ Λούμπελ, στην εισαγωγή του.
Από το château του Λεονάρντο ντα Βίντσι στο Αμπουάζ της Γαλλίας, στο μικρό και λιτό διαμέρισμα του Ρενέ Μαγκρίτ στα προάστια των Βρυξελλών, όπου δημιούργησε και περίπου τα μισά από τα έργα του στην τραπεζαρία του σπιτιού του, «τα σπίτια μοιάζουν με τους ανθρώπους που τα κατοικούν», όπως έλεγε ο Βίκτωρ Ουγκό. Εξού και υπάρχουν οι κατοικίες όπου μπορείς να καταλάβεις μεμιάς τον ιδιοκτήτη τους, όπως το ρετιρέ του Αλεξάντερ Μακ Κουίν στο Λονδίνο όπου κυριαρχεί ένας συνδυασμός «του μαύρου, του κρεμ και του ασημί, χρώματα ενδεικτικά στα σχέδια του μόδιστρου, με την απαραίτητη δόση art deco να έχει παρεισφρήσει στην κατοικία», όπως χαρακτηριστικά γράφει ο συγγραφέας στο βιβλίο του.
Σπίτια που φτιάχνουν τους δρόμους που φτιάχνουν τις συνοικίες
Ορισμένα άλλα σπίτια, όπως εκείνο της βρετανίδας σχεδιάστριας μόδας Ζάντρα Ρόουντς, άλλαξαν ολόκληρη τη γειτονιά στην οποία βρίσκονται. Μπροστά από την εποχή της όσον αφορά το real estate της απρόβλεπτης και διαρκώς μεταβαλλόμενης μητρόπoλης που είναι το Λονδίνο, η σχεδιάστρια είχε αποφασίσει να επενδύσει σε μια περιοχή με ιστορία μεν, μίζερο παρόν δε. Μιλάμε για το Bermondsey του Νοτιοανατολικού Λονδίνου, εκεί όπου κάποτε ήκμαζε το εμπόριο δέρματος χάρη στα βυρσοδεψεία της περιοχής. Το 1995 η Ρόουντς αποφάσισε να πατήσει το πόδι της σε αυτή την περιοχή στην κάτω πλευρά του Τάμεση, συγκεκριμένα στην Bermondsey Street, και να στήσει το σπιτικό της, ένα διώροφο ρετιρέ το οποίο βρίσκεται πλέον στην κορυφή αυτού που έγινε το Fashion and Textile Museum που ίδρυσε η ίδια το 2003 για να δοξάσει, τρόπον τινά, «τη βρετανική παράδοση στον σχεδιασμό υφασμάτων». Ηταν μια απόφαση που άλλαξε δραστικά τον χαρακτήρα της γειτονιάς, η οποία εδώ και χρόνια βρίθει από ζωή, καθώς είναι γεμάτη μπαρ, εστιατόρια και γκαλερί. Ο σχεδιασμός του κτιρίου ανατέθηκε στον μεξικανό αρχιτέκτονα Ρικάρντο Λεγκορέτα (1931-2011), πιστό μαθητή του Λουίς Μπαραγάν (ο οποίος προσπάθησε να συμφιλιώσει την παραδοσιακή μεξικανική αρχιτεκτονική με τον διεθνή μοντερνισμό), καθώς εκτιμήθηκε η μεγάλη του εμπειρία στην ανέγερση κτιρίων με εκρηκτικά χρώματα στη χώρα του όπως και στην Καλιφόρνια. Το «Rainbow Penthouse», όπως λέγεται το σπίτι της Ρόουντς, διότι οι τοίχοι στον επάνω όροφό του είναι διακοσμημένοι με όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου, διαθέτει μια αντίστοιχη πληθωρική όσο και εκκεντρική εσωτερική διακόσμηση. Αρκεί να ειπωθεί ότι υπάρχουν εντός του τα αντίγραφα από τέσσερις ρωμαϊκές κολόνες που υπήρχαν στο σετ της ταινίας «The Rocky Horror Picture Show», βότσαλα από τη Σαρδηνία, κρύσταλλοι από την οροσειρά Ατλας της Βορειοδυτικής Αφρικής, όπως και ένα κομμάτι από το Τείχος του Βερολίνου. Οσον αφορά την τέχνη, που είναι επίσης παρούσα στο σπίτι, πρωταγωνιστούν έργα βρετανών καλλιτεχνών που αγαπούν τα έντονα χρώματα, όπως ο Ντάγκι Φιλντς ή ο Αντριου Σταλ.
Και μια και μιλάμε για χρώμα και για μεξικανούς αρχιτέκτονες, στο λεύκωμα παρουσιάζεται και το σπίτι του Χουάν Ο’Γκόρμαν (1905-1982), ο οποίος φέρεται να είπε το περίφημο: «Oι περισσότεροι θνητοί έχουν το σπίτι τους για κάστρο, αλλά οι αρχιτέκτονες συχνά θεωρούν το δικό τους ως εργαστήριο». Για τον ίδιο τον αρχιτέκτονα, ζωγράφο και μουραλίστα Ο’Γκόρμαν, ο οποίος σχεδίασε το σπίτι και εργαστήριο των Ντιέγκο Ριβέρα και Φρίντα Κάλο (το πρώτο, όχι τη γνωστή Casa Azul στο Κογιοακάν) και ζωγράφισε τους τοίχους της Κεντρικής Βιβλιοθήκης του Εθνικού Αυτόνομου Πανεπιστημίου του Μεξικού (UNAM), το οποίο θεωρείται μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την UNESCO, αυτό το «εργαστήριο» περιελάμβανε μια πολύ ιδιαίτερη κατασκευή που θα ζήλευε κάθε μικρός λάτρης των σπηλαίων αλλά και των ηφαιστείων. Βρισκόταν λίγο έξω από την Πόλη του Μεξικού, στο Πεντρεγκάλ ντε Σαν Ανχελ, σε ένα ηφαιστειογενές σπήλαιο στο οποίο είχε προσθέσει αρχιτεκτονικά μέλη, με αποτέλεσμα να «ορθώνεται σαν ένα βουνό που καταλήγει σε έναν σπειροειδή πύργο». Μέρος της περίφημης «Casa Cueva», όπως ονομάστηκε, καταστράφηκε στην πορεία, αλλά το σπίτι και εργαστήριο του αρχιτέκτονα στην Πόλη του Μεξικού παραμένει να θυμίζει την αγάπη του για τις διδαχές του Φρανκ Λόιντ Ράιτ και την ιστορία των αρχαίων πολιτισμών της χώρας του.
Το σπίτι του Πάμπλο Νερούδα δίπλα στη θάλασσα του Isla Negra στη Χιλή, περίπου 100 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα Σαντιάγο – το ένα από τα τρία που διέθετε ο νομπελίστας ποιητής και το πιο αγαπημένο του -, ήταν διακοσμημένο με τέτοιον τρόπο ώστε να θυμίζει ένα πλοίο. Καθένα από τα δωμάτιά του είχε αντικείμενα που είχαν σχέση με τη θάλασσα, όπως πυξίδες, χάρτες, πλοία σε μπουκάλια, κοχύλια και δόντια φάλαινας, ακόμα και ακρόπρωρα, μαζί με μια μεγάλη σκουριασμένη άγκυρα στον κήπο να μαρτυρά το περιεχόμενό του.
Το βασίλειό τους σε ένα σπίτι
Υπήρξαν οι δημιουργικοί άνθρωποι που έκαναν το σπίτι τους το βασίλειό τους με την κυριολεκτική έννοια, νιώθοντας και οι ίδιοι οι απόλυτοι μονάρχες του σύμπαντός τους. Οπως ο Τσάρλι Τσάπλιν και το νεοκλασικό παλάτι του στην Ελβετία όπου έζησε τα τελευταία 25 χρόνια της ζωής του. Ηταν διακοσμημένο με κολόνες που παρέπεμπαν σε αρχαιοελληνικό διάκοσμο, όπως και με αετώματα στα παράθυρα, ενώ διέθετε 19 δωμάτια, σε μερικά από τα οποία παραμένουν ακόμη τα έπιπλα της οικογένειας.
Και για τη ζωγράφο Τζόρτζια Ο’Κιφ το σπίτι της ήταν το βασίλειό της, αν και είχε κατά νου μια άλλου τύπου επικράτεια. Βρισκόταν στο Νέο Μεξικό, στο χωριό Αμπικιου, μία ώρα απόσταση από τη Σάντα Φε, και το είχε αγοράσει το 1945, έναν χρόνο προτού φύγει από τη ζωή ο σύζυγός της και σπουδαίος φωτογράφος του 20ού αιώνα Αλφρεντ Στίγκλιτζ (1864-1946). Ηταν ένα ερείπιο, αλλά εκείνη ανέλαβε να το φτιάξει από το μηδέν μαζί με τη φίλη της Μαρία Τσάμποτ, φροντίζοντας να διατηρήσει την επαφή του με τη φύση που το περιέβαλλε – εξού και μοιάζει βγαλμένο από τη γη με τις ξύλινες δοκούς του να το στηρίζουν. Ηταν το χειμερινό της καταφύγιο, γιατί είχε άλλο, θερινό σπίτι στο Νέο Μεξικό και η O’Κιφ είχε μετακομίσει εκεί αφήνοντας πίσω της τη Νέα Υόρκη αλλά όχι και όλα τα αντικείμενα που τη συντρόφευαν όσο βρισκόταν στη μεγάλη πόλη. Ετσι στο σπίτι στο Νέο Μεξικό υπάρχουν έπιπλα όπως το κάθισμα Le Corbusier-style lounge ή το Womb chair του αρχιτέκτονα Εερο Σάαρινεν ή τα φωτιστικά Noguchi. Σε αυτό το λιτό, αλλά βαθιά εκλεπτυσμένο περιβάλλον η Τζόρτζια Ο’Κιφ ζωγράφιζε ακόμα και μέσα από την κρεβατοκάμαρά της καθώς ατένιζε την κοιλάδα του Rio Chama έξω από το παράθυρό της. Σε αυτό το σπίτι εμπνεύστηκε και ζωγράφισε τη σειρά πινάκων «Cottonwood» («Λεύκα») και έζησε μέχρι το 1984, δύο χρόνια προτού πεθάνει στα 98 της έχοντας ζήσει μια ζωή σε ένα σπίτι που είχε δημιουργήσει ακριβώς όπως η ίδια επιθυμούσε.