Στο πρώτο lockdown μού είχαν λείψει πολύ τα café. Πολύ αργότερα κατάλαβα το γιατί. Ανέκαθεν στο μυαλό μου το café εκπροσωπούσε στιγμές ανεμελιάς: το έχω συνδέσει με τον ελεύθερο χρόνο. Oταν ξεκίνησε η περιπέτεια με τον ιό ήταν σαν η ανεμελιά να χάθηκε: όλα όσα είχαμε ταυτίσει με αυτή (αγκαλιές, φιλιά, βόλτες, παιχνίδια, πάρτι κ.τ.λ.) ξαφνικά έγιναν επικίνδυνα. Σε έναν τέτοιον επικίνδυνο κόσμο έμοιαζαν να μην έχουν λόγο ύπαρξης – περισσότερο και από την αγωνία με είχε πιάσει μια μάλλον μεγάλη φοβία για τη μετάλλαξή τους. Εφταιγε και ότι πολλά ήταν ανοιχτά απλώς για να παίρνουν κάτι γρήγορα οι περαστικοί: σε αυτή τους τη λειτουργία έβλεπα μια απειλή – την απειλή της μετάλλαξής τους σε κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που εγώ αγαπάω. Οταν σταμάτησαν οι περιορισμοί και ξαναβγήκαν τα τραπεζάκια έξω είδα σε αυτή την εξέλιξη το πιο μεγάλο σημάδι επιστροφής σε ένα είδος κανονικής ζωής: τα café άντεξαν.
Εχοντας πλέον τη βεβαιότητα ότι τα café θα λειτουργούν όπως πάντα και για πάντα, στο δεύτερο lockdown μού έλειψαν τα εστιατόρια. Το φαγητό, αλλά και οι χώροι. Οι άνθρωποι, οι εργαζόμενοι και οι πελάτες. Αισθανόμουν την έλλειψή τους όχι απλώς σαν πελάτης, αλλά σαν ιδιοκτήτης τους. Σαν να μου ανήκαν όλα τα εστιατόρια και να ήταν όλα κλειστά γιατί κάτι δεν έκανα σωστά. Ετσι ένιωθα.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.