Με μια Zenit που του έκανε δώρο ο πατέρας του στα 14 του χρόνια ξεκίνησε η περιπέτεια του Αλέξανδρου Λαμπροβασίλη με τη φωτογραφία, μια περιπέτεια που τον οδήγησε σε πολλές αναπάντεχες διαδρομές. Το 2011, για παράδειγμα, γνώρισε την Κάρολιν Ρούσο, μια αμερικανίδα συνάδελφό του. Συμμετείχαν και οι δύο στην έκθεση «Focus in the Depth of America» που διοργάνωσε η επιμελήτρια Γιαν Λι στο πλαίσιο του 14ου φεστιβάλ φωτογραφίας της πόλης Λισούι της Κίνας. Τρία χρόνια αργότερα, η Ρούσο, ως επιμελήτρια πια της Συλλογής Τέχνης του Εθνικού Μουσείου Αεροναυπηγικής και Διαστήματος του Σμιθσόνιαν (Smithsonian National Air and Space Museum) στην Ουάσιγκτον, επέλεξε μια σειρά φωτογραφιών του Λαμπροβασίλη από το εγκαταλελειμμένο αεροδρόμιο στο Ελληνικό για να γίνουν μέρος της μόνιμης συλλογής του Ιδρύματος. Και αυτό το διάστημα συμπεριλαμβάνει έξι πορτρέτα του 52χρονου έλληνα φωτογράφου σε μια σημαντική διεθνή έκθεση που διοργανώνεται εκεί, με τίτλο «Πρόσωπα του πλανήτη μας» («Faces of our Planet»).

Τι μας συνδέει με τον υπόλοιπο κόσμο; «Αυτό το ερώτημα διατρέχει την έκθεση, η οποία εξερευνά την ανθρώπινη εμπειρία της ζωής στον πλανήτη Γη και το πώς η παγκοσμιοποίηση επηρεάζει την πολιτισμική, κοινωνική και ατομική θεώρηση σε διαφορετικές περιοχές του. Μια επίλεκτη ομάδα πρωτοπόρων, σύγχρονων εικαστικών φωτογράφων επισκέφθηκαν διάφορες κοινότητες ανά την υφήλιο με σκοπό να επιστρέψουν με οικεία πορτρέτα και συνεντεύξεις που εκφράζουν τις πολλές και ποικίλες κοινές ανησυχίες, εμπειρίες αλλά και οφέλη της ζωής σε έναν διασυνδεδεμένο πλανήτη», όπως αναφέρεται και στην ιστοσελίδα του Μουσείου.

Η γαλήνια Λήμνος μέσα από τον φακό του Αλέξανδρου Λαμπροβασίλη.

Κύριε Λαµπροβασίλη, ποιο είναι το παρασκήνιο της συµµετοχής σας σε αυτή την έκθεση;

«Επικοινώνησε η Κάρολιν Ρούσο μαζί μου, μου εξήγησε ότι ετοιμάζουν ένα πρότζεκτ με θέμα την παγκοσμιοποίηση και πως ψάχνουν φωτογράφους πορτρέτων για να φωτογραφίσουν και να πάρουν συνεντεύξεις από ανθρώπους του κόσμου. Ο κάθε φωτογράφος θα εκπροσωπούσε έναν τόπο, όχι απαραίτητα την πατρίδα του, αλλά ένα μέρος με το οποίο έχει κάποια στενή σχέση. Εγώ άρχισα να φωτογραφίζω ανθρώπους στην Αθήνα, στη Νέα Υόρκη και στη Λήμνο. Περίπου δύο χρόνια δούλεψα πάνω σε αυτή την ανάθεση και κάποια στιγμή αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθεί υλικό αποκλειστικά από την Ελλάδα».

Πόσα πορτρέτα καταλήξατε να φωτογραφίσετε και πόσα επέλεξε το Σµιθσόνιαν τελικά;

«Συνολικά φωτογράφισα 27 ανθρώπους. Πρόκειται για άτομα που γνώριζα από τον ευρύτερο κοινωνικό μου κύκλο αλλά και κάποιους που τους βρήκα κατόπιν συστάσεων. Το βασικό ζήτημα ήταν να υπάρχει ποικιλομορφία, ηλικιακή και επαγγελματική κυρίως. Το Μουσείο διάλεξε τελικά τον Αλέκο Λιάπη, τον Ερνέστο Αργύρη, τον Ανδρέα Κοντέλλη, τη Δήμητρα Αγγέλου, τον Κωνσταντίνο Πλούμπη και τον Μίριον Γκιόνι. Θα ήθελα να υπογραμμίσω την περίπτωση του τελευταίου, ο οποίος ήρθε στη Λήμνο από την Αλβανία πριν από πολλά χρόνια, έκανε οικοδομικά θαύματα στο νησί, τον αγκάλιασε με θέρμη η τοπική κοινωνία, και πριν από κάποιο καιρό έφυγε μετανάστης στη Γερμανία για να δώσει στις δίδυμες κόρες του το περιθώριο για ακόμα καλύτερη τύχη. Τον αποκαλώ μαχητή των συνόρων, γιατί πέρασε παράνομα στη χώρα μας και τώρα έφυγε από αυτή με καμάρι και με όλα τα επίσημα ταξιδιωτικά έγγραφα που απαιτούνται. Τον έχω φωτογραφίσει ενώ βάφει το εξωτερικό ενός σπιτιού το οποίο ανήκει σε Ελληνα που έχει μεταναστεύσει στην Αμερική».

Ποιοι είναι, αλήθεια, οι αγαπηµένοι σας φωτογράφοι;

«Σίγουρα o Ντάιντο Μοριγιάμα και η Ράνια Ματάρ. Δεν θα αναφέρω τον Κουντέλκα ή τον Μπρεσόν διότι αυτοί είναι εκ των ων ουκ άνευ. Δεν θα ήθελα να παραλείψω τον Γουίλιαμ Εγκλεστον και τον Τζεφ Γουόλ, αποτελούν τεράστια κεφάλαια. Μου αρέσει πολύ ο Γκρέγκορι Κρούντσον, βρίσκω ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα την περίπτωση του Τζέιμς Ντιν Ντάιαμοντ, ο οποίος συνδυάζει τη φωτογραφία με την επιστήμη και την τεχνολογία. Σαφώς και θέλω να αναφερθώ στη Βούλα Παπαϊωάννου. Υπάρχουν πολλοί Ελληνες που κάνουν εξαιρετική δουλειά, ο Παντελής Ζερβός είναι ένα τέτοιο παράδειγμα, όμως βλέπω και από τη νεότερη γενιά να ξεδιπλώνονται πολύ μεγάλα ταλέντα με πολύ ωραία ματιά».

Εσείς έχετε διδάξει φωτογραφία, σωστά;

«Ναι, αλλά όχι συστηματικά. Δίδασκα για κάποια χρόνια στη Νέα Υόρκη σε ένα εξαιρετικό κορεατικό σχολείο, είχα απίστευτη ελευθερία κινήσεων. Με ενδιέφερε να διερευνήσω το πώς προκύπτει αφηγηματική σύνδεση μεταξύ των φωτογραφικών εικόνων, πώς ας πούμε παράγεται αφήγημα. Το να πατήσεις ένα κλικ δεν λέει κάτι, ειδικά με τα κινητά τώρα είναι πολύ εύκολο να αποτυπώσεις μια στιγμή. Το πραγματικά ενδιαφέρον είναι ό,τι συμβαίνει πίσω από τον αμφιβληστροειδή. Αυτή τη λειτουργία προσπαθώ να καταλάβω. Παράλληλα, έκανα guest lecturing στο NYU, αλλά και στο Michigan State University, όπου έχω μια πολύ καλή φίλη, την Τζούντι Γουόλγκρεν, μια πανύψηλη Τεξανή σουηδικής καταγωγής, ένα θηρίο, μια πραγματική μαχήτρια, η οποία είχε πάρει το Πούλιτζερ για τη δουλειά που έκανε τη δεκαετία του ’90 με τις γυναίκες στις ισλαμικές χώρες που υποβάλλονταν σε κλειτοριδεκτομή. Είναι υπεύθυνη για διδακτορικά στο πεδίο του photojournalism και επειδή έχω ξεκινήσει εδώ και καμιά δεκαριά χρόνια το εγχείρημα realities of information (σ.σ.: περισσότερες πληροφορίες στο www.lambrovassilis.com/realities-of-information-research) με τις συνδέσεις που μπορούν να γίνουν μέσω ελεύθερων συνειρμών μεταξύ άσχετων φωτογραφιών, το οποίο της φαίνεται πολύ ενδιαφέρον, βρισκόμαστε σε συνεχή επικοινωνία».

Πείτε µας λίγα λόγια και για τη Λήµνο…

«Η Λήμνος είναι ο τόπος καταγωγής μου από την πλευρά της μητέρας μου. Ο πατέρας μου είναι από την Αρτα. Εχω κρατημένο το πρώτο αεροπορικό εισιτήριο που χρησιμοποίησα για να πάω στο νησί όταν ήμουν οκτώ μηνών, τον Αύγουστο του ’71 – είναι χειρόγραφο μάλιστα. Η Λήμνος ήταν ανέκαθεν πεδίο ελευθερίας, άνοιγε εκεί για εμένα ο ορίζοντας, κέρδισα δύο σωματικές κατακτήσεις πολύ σημαντικές για τη σχέση μου με το περιβάλλον: έμαθα να κάνω ποδήλατο χωρίς βοηθητικές, κατέκτησα την ισορροπία πάνω σε τροχούς δηλαδή, και έμαθα κολύμπι, άρα κέρδισα τη θάλασσα. Πολλές καθοριστικές εμπειρίες συνέβησαν στον τόπο αυτόν. Εκεί ερωτεύτηκα πρώτη φορά, εκεί πήγα φαντάρος, εκεί έμαθα φωτογραφία, χαζεύοντας ως παιδί αρχικά, μετά παρατηρώντας και εστιάζοντας. Εχω πια συγκροτημένο υλικό 30 ετών. Δεν έμεινα ποτέ εκεί χειμώνα, ήταν πάντα μέρος καλοκαιρινής απόδρασης, ξέρω κάθε πέτρα της. Η επιστροφή σε ένα σταθερό σημείο σε βοηθά να δεις πόσο έχει αλλάξει το βλέμμα σου, να πιστοποιήσεις την εξέλιξή σου, κάπως έτσι έχει λειτουργήσει η Λήμνος για εμένα. Μπορώ να πω πως ένας κύκλος που έκανα στις ΗΠΑ έκλεισε πια και θα ήθελα σε μια δεκαετία να έχω φτιάξει έναν δικό μου χώρο στο νησί που να έχει σχέση με τη φωτογραφία».