Από νωρίς, ο Ανδρέας Παπανδρέου ξεκαθάρισε, συνειδητά και ρητά, τι επιδίωξε στη ζωή του. Στο Κολλέγιο Αθηνών, όπου ο δεκαεπτάχρονος ενεγράφη το φθινόπωρο του 1936, συμπλήρωσε ένα ερωτηματολόγιο το οποίο οι δάσκαλοι έδωσαν σε όλους τους μαθητές. Οταν του ζητήθηκε να αναφέρει, με σειρά προτίμησης, τρία επαγγέλματα που θα τον ενδιέφεραν ν’ ακολουθήσει, ο Παπανδρέου απάντησε: «Πολιτικός. Κοινωνιολόγος. Καπετάνιος σε βαπόρι». Και μετά εξήγησε τις επιλογές και την ιεράρχησή τους. «Το πρώτο εκπροσωπεί τη δράση. Αυτό με τραβάει πιο πολύ» έγραφε. «Το δεύτερο εκφράζει τα επιστημονικά μου ενδιαφέροντα» συνέχιζε. «Αν και τα δύο θα ήταν αδύνατα, τότε δεν θα ήθελα άλλη επιστήμη, αλλά το ταξίδι και τη θάλασσα».

Η μετέπειτα σταδιοδρομία του Παπανδρέου θα δείξει ότι αυτές οι επιλογές δεν ήταν ούτε πρόχειρες ούτε πρόσκαιρες. Κατά την περιπετειώδη ζωή του θα γίνει και πολιτικός και επιστήμονας αλλά, σύμφωνα με τον Τηλέμαχο Χυτήρη (έναν από τους τελευταίους συντρόφους του), και καπετάνιος, έστω μεταφορικά. Ομως, αυτή η δήλωση επαγγελματικών προσδοκιών δεν αποτέλεσε απλώς τους υπολογισμούς ενός μαθητή καθώς ετοιμαζόταν να περάσει το κατώφλι της ενήλικης ζωής. Εξέφραζε τους πόθους ενός ευφυούς νεαρού ο οποίος, την ίδια περίοδο, δημοσίευσε ένα άρθρο – στην αγγλόφωνη σχολική εφημερίδα με τίτλο «My Inner Self» («Ενδομύχως») – που δείχνει την αγωνία του για την κατάκτηση της αυτογνωσίας. Κατά τη γνώμη μου, οι τρεις επιλογές του – η «δράση» που τον «τραβάει πιο πολύ», τα «επιστημονικά» του ενδιαφέροντα και η έσχατη προσφυγή «στο ταξίδι και στη θάλασσα» – υποδηλώνουν τα κύρια συστατικά στοιχεία που συνυπήρχαν στην ψυχοσύνθεσή του. Και πιστεύω ότι οι μεταβολές ταυτότητας που εμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια της ζωής του οφείλονται στις διαδοχικές ανακατατάξεις στη σύνθεση αυτών των στοιχείων στον εσωτερικό του κόσμο.

Βέβαια, είναι πρόδηλο ότι οι δύο πρώτες προτιμήσεις του νεαρού Παπανδρέου εκπληρώθηκαν διεξοδικά στην καριέρα του ως πανεπιστημιακού οικονομολόγου περίπου από το 1944 έως το 1963, και μετά ως πολιτικού από το 1964 μέχρι τον θάνατό του. Η δεύτερη προτίμησή του πάντως, δηλαδή το επιστημονικό επάγγελμα του «κοινωνιολόγου», εκπληρώθηκε χρονολογικά πριν από την πρώτη. Και βέβαια, αυτό οφείλεται στην πραγματικότητα με την οποία έρχεται αντιμέτωπος κάθε ανθρώπινος πόθος – δηλαδή, στις συνθήκες της ζωής ή και στις επικρατούσες περιστάσεις για την εκπλήρωσή του. Και εδώ η περιπέτεια της σύλληψής του κατά τη δικτατορία του Μεταξά και η αποχώρησή του, τελικά, στις Ηνωμένες Πολιτείες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στον αποκλεισμό του από αυτό που τον τράβηξε πιο πολύ – δηλαδή από την ενασχόληση με το επάγγελμα του πολιτικού.

Εξίσου αξιοσημείωτο, όμως, είναι ένα δεύτερο γεγονός. Οπως έγραψε ο ίδιος στη «Δημοκρατία στο Απόσπασμα», κατά τη θητεία του ως πανεπιστημιακού στην Αμερική είχε «επιμελώς κρατήσει στον πάγο» τα έντονα συναισθήματά του γύρω από την πολιτική δράση. Και γι’ αυτό η Μαργαρίτα Παπανδρέου, γνωρίζοντας ότι είχε μια ανάγκη για «πολιτική έκφραση», τον ενθάρρυνε να ασχοληθεί με την προεδρική καμπάνια του Αντλάι Στίβενσον, Δημοκρατικού υποψηφίου για την προεδρία των ΗΠΑ το 1952 και το 1956. Εν τούτοις, η ίδια η πανεπιστημιακή δράση του Παπανδρέου μαρτυρεί, με πολλαπλούς τρόπους, την επιρροή του πάθους του για πολιτική δράση. Εν συντομία, αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι εάν δεν είχε πάρει την απόφαση να κατέβει στην Ελλάδα με σκοπό να πολιτευθεί, το επόμενο βήμα του στον χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης θα ήταν να εγκαταλείψει την επιστημονική έρευνα για να αναλάβει την πρυτανεία σε κάποιο πανεπιστήμιο, μια θέση που θα του έδινε δυνατότητες για δημιουργική δράση – ήδη είχε διατελέσει κοσμήτορας στον οικονομικό κλάδο στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϊ.

Κατά το τέλος της δεκαετίας του 1950, όμως, ελάμβαναν χώρα πολιτικές μεταβολές με σημαντικές εκφάνσεις στην Ελλάδα αλλά και στις ΗΠΑ, που επέτρεπαν τα πολιτικά συναισθήματα του Παπανδρέου να «αναθερμανθούν». Στην Ελλάδα άρχισαν να φαίνονται φιλελεύθερα ανοίγματα στο πέτρινο μετεμφυλιακό σκηνικό με την εντυπωσιακή άνοδο της ΕΔΑ στις εκλογές του 1958 και στη μετέπειτα ενοποίηση του κεντρώου χώρου, με πρωταγωνιστή τον Γεώργιο Παπανδρέου. Στις ΗΠΑ, εν τω μεταξύ, ένα προοδευτικό πολιτικό κύμα εμφανίστηκε με την εκλογή του Τζον Κένεντι στην προεδρία. Και έπειτα από μια επικίνδυνη ψυχροπολεμική ένταση στην Κρίση των Πυραύλων στην Κούβα, ακολούθησε μια περίοδος ύφεσης στις σχέσεις των ΗΠΑ με τη Σοβιετική Ενωση. Αυτές οι αλλαγές στις πολιτικές συνθήκες στην Ελλάδα αλλά και στις ΗΠΑ δημιούργησαν μια μοναδική συγκυρία που επέτρεπε το έως τώρα βυθισμένο πάθος του Ανδρέα Παπανδρέου για πολιτική δράση να λάβει κυρίαρχη θέση. Και το 1963 έκανε το μεγάλο άλμα από τη «θεωρία» στην «πράξη». Γύρισε οριστικά στην Ελλάδα με σκοπό να πολιτευθεί, με επιπτώσεις περίπλοκες αλλά καθοριστικές για την πολιτική πορεία της χώρας. Παρ’ όλα αυτά, η κυριαρχία του πάθους του για την πολιτική δεν τον έκλεψε εντελώς από τα «επιστημονικά» του «ενδιαφέροντα». Η πολιτική δημιουργία, που εκφράστηκε, κατά κύριο λόγο, με την ίδρυση του ΠαΣοΚ, απέκτησε ρίζες στον χώρο τις πολιτικής πρακτικής, αλλά σχεδόν πάντοτε με αναφορές στον χώρο της διανόησης.

Καλά ως εδώ. Παραμένει, όμως, η τρίτη επιλογή, η επιλογή τού «καπετάνιος σε ένα βαπόρι». Οπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, τα επαγγέλματα του πολιτικού και του επιστήμονα δεν κατέστησαν «αδύνατα». Αντιθέτως, τα παρακολουθούσε αμφότερα με αξιοσημείωτη επιτυχία. Αρα πού εμφανίζεται η κυριαρχία της επιλογής «του ταξιδιού και της θάλασσας» στον αγώνα στη ζωή; Πιστεύω ότι εμφανίζεται μεταφορικά στην τελευταία φάση της ζωής του. Σημειώνω ότι ο νεαρός Παπανδρέου δεν παρουσίαζε αυτή την τρίτη επιλογή ως ενασχόληση με υποθέσεις που αφορούν τα κοινά. Αντιθέτως, την παρουσίαζε σαν μια απόδραση, σαν μια ύστατη λύση σε περίπτωση που οι προσδοκίες του αντιμετώπιζαν αδιέξοδα. Και έτσι, πιστεύω, ήταν η κατάσταση που άρχισε να διαμορφώνεται από το 1988 και μετά.

Εκείνη την περίοδο, ο Ανδρέας Παπανδρέου αντιμετώπισε κρίσεις σε πολλά μέτωπα. Στο προσωπικό μέτωπο υπήρχε η κρίση της υγείας του, αλλά και της οικογενειακής του ζωής. Στο εσωτερικό υπήρχε η πολιτική δίωξη με αφορμή το σκάνδαλο Κοσκωτά, ενώ στο εξωτερικό ο συσχετισμός δυνάμεων άλλαξε ριζικά με την κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ και τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Βέβαια, ο Παπανδρέου ποτέ δεν έπαψε να δρα ως υπεύθυνος πολιτικός. Ούτε έπαψε να ενδιαφέρεται για τα κοινά. Ούτε έχασε τις δυνάμεις του ως οξυδερκούς αναλυτή, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη διάλεξη που έδωσε στη Μαδρίτη το 1991 με τίτλο «Τι σημαίνει σοσιαλισμός σήμερα;». Αλλά πιστεύω ότι στα τελευταία χρόνια κυριαρχούσαν τα συναισθήματα του νεαρού εαυτού του που, παραμερίζοντας τις όποιες προσπάθειές του να εμφανίζεται στον κόσμο ως «άνθρωπος με μεγάλες πνευματικές δυνάμεις, ένας φιλόσοφος, ένας μεγάλος συγγραφέας, ένας κοινωνικός μεταρρυθμιστής», αναγνώριζε ότι είναι «ένας κοινός άνθρωπος. Τρώγω, πίνω, απολαμβάνω την ανατολή του ήλιου και τέλος είμαι γεμάτος ανθρώπινα πάθη». Στην πραγματικότητα, βέβαια, ήταν ο άνθρωπος που άλλαξε την Ελλάδα – όχι, όμως, όπως θα το ήθελε. Και στο τέλος της ζωής, βρήκε μια κάποια παρηγοριά στην απέραντη θάλασσα της επιθυμίας…

Ο κ. Σπύρος Δραΐνας είναι ιστορικός, πολιτικός αναλυτής και συγγραφέας της βιογραφίας «Ανδρέας Παπανδρέου – Η γέννηση ενός πολιτικού αντάρτη», εκδ. Ψυχογιός.