Η αμερικανική πολιτική αποστρέφεται τις δυναστείες. Στη θεωρία αντιβαίνουν στη σύλληψή της ως ανοιχτής σε όλους διαδικασίας που επιτρέπει στον κάθε πολίτη να δοκιμαστεί σε ποικίλες ακολουθίες αξιωμάτων, να καταστεί γνωστός και να εκλεγεί χωρίς τη μεσολάβηση διεφθαρμένων μηχανισμών κληρονομικής διαδοχής. Στην πράξη, οι μηχανισμοί υπήρξαν η θεμελιώδης βάση του κομματικού συστήματος σε ολόκληρο τον 19ο αιώνα και κληροδότησαν στο παρόν τη συνήθη πρακτική βουλευτών και γερουσιαστών, σε τοπικό και ομοσπονδιακό επίπεδο, να προωθούν τέκνα ή άλλα μέλη της οικογένειάς τους ώστε να καρπωθούν την πολιτική τους πελατεία. Εστω κι έτσι όμως, οι πραγματικοί πατρίκιοι των Ηνωμένων Πολιτειών δεν είναι πολλοί. Τέσσερις γενιές Ρεπουμπλικανών Μπους ανταγωνίζονται τρεις γενιές Δημοκρατικών Κένεντι – αλλά ο όρος «δυναστεία» χαρακτηρίζει ουσιαστικά στους τελευταίους. Η οικογένεια Μπους, παρά την πιο «αριστοκρατική» της καταγωγή, δεν απέκτησε ποτέ τον μύθο της άλλης, ίσως γιατί δεν αναγκάστηκε να βιώσει τους θριάμβους και τις τραγωδίες της. Στοιχεία για τον αναστοχασμό ακριβώς αυτού του μύθου δίνει η πρόσφατη πρωτοβουλία της Προεδρικής Βιβλιοθήκης Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι να ψηφιοποιήσει και να καταστήσει ελεύθερα προσβάσιμες στον δικτυακό της τόπο 1.700 οικογενειακές φωτογραφίες των Κένεντι.
Οι νέες προσθήκες ουσιαστικά συμπληρώνουν ένα σύνολο περίπου 12.000 φωτογραφιών που απαρτίζουν το πλήρες αρχείο της οικογενειακής συλλογής, η οποία καλύπτει έκταση ενός αιώνα, από το 1878 ως το 1980. Εστιάζουν στα παιδικά και νεανικά χρόνια των Τζον και Ρόμπερτ Κένεντι και των αδελφών τους και παρουσιάζουν στιγμιότυπα από εκδρομές, διακοπές, συναντήσεις με φίλους, έως τις αρχές της δεκαετίας του 1950. Σε μία από αυτές ο τρίχρονος Τζόζεφ ο Νεότερος απεικονίζεται στην παραλία με τον μονοετή Τζον, σε μία άλλη πέντε από τα αδέλφια φωτογραφίζονται να κάνουν μπάνιο στη θάλασσα, σε μία τρίτη ο Τζόζεφ, ο Ρόμπερτ και ο Τεντ ετοιμάζονται να βουτήξουν σε μια πισίνα. Αλλού, ο Ρόμπερτ, η Τζιν και ο Τεντ Κένεντι κάνουν κούνια, ο Τζον απαθανατίζεται με φίλους μπροστά σε ένα αυτοκίνητο στην ηλικία των 25 ετών. Και τα εννέα αδέλφια, Τζόζεφ τζούνιορ, Τζον, Ρόζμαρι, Κάθλιν, Γιούνις, Πατρίσια, Ρόμπερτ, Τζιν και Τεντ, εμφανίζονται μαζί με τους γονείς, Ρόουζ και Τζόζεφ. Πρόκειται για κλασικές αναμνηστικές φωτογραφίες που πέρα από τη συναισθηματική τους αξία για τα ίδια τα πρόσωπα υποδεικνύουν πολιτισμικές συνήθειες και καταναλωτικά πρότυπα: η κάμερα εκδημοκρατίζεται, η δυτική κοινωνία περνάει ήδη τον ελεύθερο χρόνο της στις παραλίες, το αυτοκίνητο διαδίδεται.
Ωστόσο, είναι η παρουσία των γονέων στις εικόνες αυτές που φέρνει στο προσκήνιο μια διάσταση η οποία συχνά επικαλύπτεται από το απαστράπτον πολιτικό βιογραφικό των Κένεντι: την καθοδήγηση της νεότερης γενιάς από την παλαιότερη. Στα παιδικά τους χρόνια αυτό μεταφραζόταν στο στρατιωτικό πρόγραμμα, την τήρηση του οποίου επέβλεπε η μητέρα Ρόουζ: στρώσιμο των κρεβατιών, δουλειές στο σπίτι, δείπνο στις 18.45 ακριβώς και ανάκριση για τη γνώση τους επί των παγκόσμιων γεγονότων της ημέρας. Η Τζιν Κένεντι Σμιθ περιγράφει στα απομνημονεύματα της νεανικής της ηλικίας που εκδόθηκαν το 2016 με τίτλο «The Nine of Us» (εκδ. HarperCollins) μια σπαρταριστή σκηνή τιμωρίας όπου το τίμημα της κλοπής ενός μπισκότου είναι η 11χρονη να κλειδωθεί στην ντουλάπα. Υστερα από αρκετή ώρα η ντουλάπα ανοίγει, όχι όμως για την απελευθέρωση της ίδιας, αλλά για τον εγκλεισμό ενός άλλου παράνομου, του 9χρονου αδελφού της, Τεντ. Η Τζιν βλέπει τη μητέρα της να αιφνιδιάζεται και αντιλαμβάνεται ότι είχε ξεχάσει τη δική της ποινή. Αυτό όμως δεν συνεπάγεται και αποφυλάκιση. Η ντουλάπα ξανακλείνει και θα ανοίξει μόνο όταν λήξει η τιμωρία του Τεντ. «Η μητέρα», γράφει η Τζιν, «δεν είχε την πρόθεση να παραδεχθεί ότι έκανε λάθος».
Αργότερα, στα νεανικά τους χρόνια, η επιτήρηση περιήλθε κυρίως στη δικαιοδοσία του πατέρα, Τζόζεφ. Ο πατριάρχης της δυναστείας των Κένεντι ήταν ένας χαϊδεμένος γιος που εξελίχθηκε σε ικανότατο, αδίστακτο επιχειρηματία: στην επιβλητική βιογραφία του με τίτλο «The Patriarch: The Remarkable Life and Turbulent Times of Joseph P. Kennedy» (εκδ. Penguin Press) o ιστορικός Ντέιβιντ Νάσοου περιγράφει έναν ενεργητικό, οργανωτικό, ασταμάτητο χαρακτήρα ο οποίος στα 25 του έγινε πρόεδρος τράπεζας, αρίστευσε στη συνέχεια στις επενδύσεις στη Γουόλ Στριτ, ίδρυσε το στούντιο της RKO στο Χόλιγουντ, πόνταρε στην κατάρρευση του 1929, διηύθυνε επί Φράνκλιν Ρούζβελτ την ανεξάρτητη αρχή που μεταρρύθμισε το χρηματιστηριακό και τραπεζικό σύστημα και στη συνέχεια άρχισε να τρέφει βλέψεις για την προεδρία. Απαισιόδοξος ως χαρακτήρας, τάχθηκε υπέρ του απομονωτισμού και του κατευνασμού του Χίτλερ, με αποτέλεσμα η θέση του ως πρεσβευτή στη Μεγάλη Βρετανία, στην οποία τον διόρισε το 1938 ο Ρούζβελτ ως ανταμοιβή για τη διασφάλιση της ψήφου των ιρλανδών καθολικών στις εκλογές του 1936, να αποβεί τελικά πολιτικός όλεθρος αντί πολιτικού βατήρα προς το μέλλον.
Αυτός ο τραχύς και άκαμπτος διαπραγματευτής υπήρξε παράλληλα «δραστήριος, στοργικός, προσεκτικός, ενίοτε παρεμβατικός πατέρας» που ώθησε τα παιδιά του προς τα ιδανικά της αισιοδοξίας, της επιτυχίας και της αλληλεξάρτησης. Εχοντας πρώτα εξασφαλίσει το οικονομικό τους μέλλον ώστε να μπορούν να αφοσιωθούν στα κοινά, ο Τζόζεφ Κένεντι είδε τους γιους του ως προέκταση των δικών του πολιτικών φιλοδοξιών. Το 1957 ο πρώτος κατάλογος των αμερικανών πλουσίων που δημοσίευσε το περιοδικό «Fortune» τού απέδιδε μια περιουσία της τάξης των 200-400 εκατ. δολαρίων, κάτι που τον έφερνε κάπου μεταξύ της ένατης και της δέκατης έκτης θέσης των ευπορότερων ανθρώπων στις Ηνωμένες Πολιτείες. Χάρη σε εκείνον οι νεότεροι Κένεντι διέθεταν τον ιδανικό συνδυασμό χρήματος και διασυνδέσεων για να πραγματώσουν το πατρικό όραμα: υψηλά αξιώματα για τα αγόρια, επιφανείς γάμοι για τα κορίτσια.
Στο κυνήγι του οράματος αυτού η πολιτική καινοτομία των Κένεντι ήταν η νεότητά τους. Σε μια εποχή που κυρίαρχες πολιτικές φιγούρες όπως αυτή του 70χρονου προέδρου Ντουάιτ Αϊζενχάουερ αποτελούσαν επιβιώματα των ένδοξων χρόνων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και επιβίωναν με το επιχείρημα της εμπειρίας που απαιτούσαν οι λεπτοί χειρισμοί του Ψυχρού Πολέμου, ο 43χρονος το 1960 Τζον και ο 35χρονος Ρόμπερτ έφερναν στο προσκήνιο το πλεονέκτημα του νεανικού δυναμισμού, μιας σφριγηλής αρρενωπότητας που αποτυπωνόταν ξεκάθαρα στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Μπορεί ο πολιτικός λόγος του JFK να εδραζόταν σε σχήματα υψιπετούς ρητορικής («μη ρωτάτε τι μπορεί να κάνει η χώρα σας για εσάς, ρωτάτε τι μπορείτε να κάνετε εσείς για τη χώρα σας») και η πολιτική του πλατφόρμα να προσαρμοζόταν επιδέξια στο μείζον ζήτημα των πολιτικών δικαιωμάτων των Αφρικανών – Αμερικανών, όμως η θετική προδιάθεση εξασφαλιζόταν ήδη από την εικόνα ενός ωραίου ζεύγους: περνώντας από τη στιγμή του ραδιοφώνου σε εκείνη της τηλεόρασης, από την κυριαρχία του κειμένου του σοβαρού Τύπου σε εκείνη των φωτογραφιών των ιλουστρασιόν περιοδικών, ο πολιτικός δεν έπρεπε μόνο να ακούγεται πειστικός, αλλά και να φαίνεται. Στην ιστορία των ενοίκων του Λευκού Οίκου δύσκολα βρίσκει κανείς πιο αισιόδοξες εικόνες από εκείνες της οικογένειας του Τζον και της Τζάκι.
Ο μύθος του «Κάμελοτ», όπως τον περιέγραψε η Τζάκι σε συνέντευξή της μετά τη δολοφονία του Τζον Κένεντι στο Ντάλας, πριν από 55 χρόνια, στις 22 Νοεμβρίου 1963, μιας φωτεινής ιστορικής στιγμής γεμάτης υποσχέσεις η οποία διήρκεσε λίγο, υπήρξε τελικά η εισαγωγή της αγιοποίησης του νεκρού προέδρου και ταυτόχρονα της πτώσης της οικογένειας. Αν η δολοφονία του Ρόμπερτ Κένεντι πριν από 50 χρόνια, στις 5 Ιουνίου 1968, ενώ βάδιζε προς το χρίσμα του Δημοκρατικού Κόμματος και τη νίκη στις μετέπειτα προεδρικές εκλογές, έδινε πια στο οικογενειακό όνομα την αίγλη μιας αισχύλειας τραγωδίας, το αυτοκινητικό δυστύχημα του τρίτου αδελφού, Τεντ, στο Τσαπακουίντικ της Μασαχουσέτης στις 18 Ιουλίου 1969, στο οποίο υπήρξε υπεύθυνος για τον θάνατο της 29χρονης συνεπιβάτιδάς του, Μέρι Τζο Κοπέκνι, του πρόσθεσε σαιξπηρικό χαρακτήρα. Φεύγοντας μόνος από τον τόπο του δυστυχήματος και καθυστερώντας επί δέκα ώρες να αναφέρει το γεγονός στην αστυνομία, ο Τεντ Κένεντι φάνηκε ως πρόσωπο μειωμένου ηθικού βάρους που επιχειρούσε να εκμεταλλευθεί τις οικογενειακές διασυνδέσεις για να αποδράσει από την ευθύνη του. Στιγματισμένος στην κοινή γνώμη, θα εξιλεωνόταν ως έναν βαθμό με μια μακρά, διακεκριμένη υπηρεσία στη Γερουσία, η προεδρία όμως θα παρέμενε άπιαστο όνειρο.
Εν τέλει, ο μύθος των ανδρών της οικογένειας Κένεντι συνίσταται ακριβώς σε ένα τέτοιο άπιαστο στοιχείο, σε ένα «What if?»: τι θα γινόταν αν ο Τζον δεν είχε δολοφονηθεί το 1963, τι θα γινόταν αν ο Ρόμπερτ δεν είχε δολοφονηθεί το 1968, τι θα γινόταν αν ο Τεντ είχε εκλεγεί κάποτε πρόεδρος; Οι μύθοι συχνά δημιουργούνται από την αδυναμία να υπάρξουν απαντήσεις σε τέτοια ερωτήματα – στην αχλή της ασάφειας μπορεί να εγείρει κανείς διάφορα υποθετικά οικοδομήματα. Ως εκ τούτου, οι πρόσφατες φωτογραφίες της Προεδρικής Βιβλιοθήκης έχουν διπλή σημασία. Από τη μία πλευρά, πλαισιώνουν με μικρές ψηφίδες πραγματικότητας τραγικά μελλοντικά πεπρωμένα.
Από την άλλη πλευρά, υπενθυμίζουν ότι στη σκιά των ανδρών έζησαν οι γυναίκες της οικογένειας, καθόλου ευκαταφρόνητες οι ίδιες ως προς τους θριάμβους και τις τραγωδίες τους: η άτυχη, διανοητικά μειονεκτούσα Ρόζμαρι που έζησε για δεκαετίες ανήμπορη (και απομακρυσμένη από τους συγγενείς της) έπειτα από μια αποτυχημένη επέμβαση λοβοτομής που συνέστησαν στους γονείς της, η Καθλίν που σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα το 1948, η Γιούνις που έθεσε τα θεμέλια του κινήματος των Special Olympics, η Πατρίσια που πάλεψε με τον αλκοολισμό, η Τζιν, τελευταία επιζώσα σήμερα, που συνέβαλε σημαντικά στην ειρηνευτική διαδικασία της Ιρλανδίας, όντας πρεσβευτής των Ηνωμένων Πολιτειών εκεί από το 1993 έως το 1998. Και οι εννέα Κένεντι ήταν οι σύγχρονοι Ατρείδες της Αμερικής.