Κάθε φορά που πρόκειται να αρχίσει η τελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου ζηλεύω τους πιτσιρικάδες που θα δουν Μουντιάλ για πρώτη φορά. Βλέποντάς το θα γίνουν ποδοσφαιρόφιλοι. Κάποτε είχα γράψει πως για κάθε άνδρα η συναισθηματική του ηλικία αρχίζει να μετρά από το πρώτο Μουντιάλ που βλέπει και θυμάται: από αυτή τη στιγμή κι έπειτα μεγαλώνει κατά έναν χρόνο κάθε φορά που βλέπει ξανά ένα Μουντιάλ. Αν δει το πρώτο στα δώδεκά του χρόνια, θα γίνει δεκατριών τέσσερα χρόνια αργότερα, όταν δει το επόμενο. Αν είναι τυχερός και δει κάπου 16-17 μουντιάλ προτού φύγει από τη ζωή, θα πουν όλοι ότι έζησε μέχρι τα 80. Στην πραγματικότητα, συναισθηματικά θα είναι κοντά στα 30. Η απόλαυση του Μουντιάλ είναι η απόλυτη απόδειξη ότι ένας άνδρας δεν μεγαλώνει ποτέ.
Χαίρομαι επίσης αυτούς οι οποίοι στις μάχες των Παγκοσμίων Κυπέλλων ακόμα βρίσκουν τη δύναμη να υποστηρίξουν τις ομάδες που γιγαντώνουν μέσα τους τις παιδικές τους μνήμες και αυτούς που παρακολουθούν τη διοργάνωση περιμένοντας να δουν τον νέο Μαραντόνα, τον νέο Πλατινί, τον νέο Ρομπέρτο Μπάτζιο, τον νέο Ρονάλντο. Το Παγκόσμιο Κύπελλο είναι ένα μεγάλο παιδικό πάρτι ανοιχτό σε όλα τα πιτσιρίκια – όσο πιο παιδί νιώθεις τόσο πιο πολύ το χαίρεσαι.
Δεν σας κρύβω ότι, για την ώρα, περιμένοντας να αρχίσει αυτό του Κατάρ, αισθάνομαι σαν τον θεατή που έχει μπει στην αίθουσα του σινεμά και ενώ ξέρει τι περιμένει να δει, αναρωτιέται αν αυτό θα τον κάνει να κλάψει ή να γελάσει. Και που κατά βάθος φοβάται μόνο μήπως ό,τι δει τον αφήσει παγερά αδιάφορο για πρώτη φορά.
Ολα τα Μουντιάλ που θυμάμαι ήταν μικρά μαθήματα ζωής. Το Μουντιάλ του 1978 άφησε στα παιδικά μου μάτια όλη την μπαρόκ μεγαλοπρέπεια της ποδοσφαιρικής ελαφρότητας. Οι γηπεδούχοι Αργεντινοί ήταν μαλλιάδες και έμοιαζαν υπεράνθρωποι. Οι Ιταλοί, που τους νίκησαν σε ένα παιχνίδι του ομίλου βουβαίνοντας το Μπουένος Αϊρες, μου φάνηκε ότι είχαν κάνει το μεγαλύτερο θαύμα του κόσμου. Επηρεασμένος από τα κόμικς, που έκρυβα κάτω από το μαξιλάρι μου, αποφάσισα πως η ήττα των Αργεντινών θα τους έκανε πιο δυνατούς: ο σούπερ ήρωας δεν πεθαίνει ποτέ. Στον τελικό, όταν κέρδισαν με 3-1 την Ολλανδία στην παράταση, η παιδική μου ψυχή ένιωσε δικαιωμένη και γαλήνια: τα κόμικς έλεγαν την αλήθεια. Αν είχα πεθάνει από κάτι αθεράπευτο το καλοκαίρι του 1978 θα έφευγα με τη σιγουριά ότι ξέρω καλά τι σημαίνει Μουντιάλ: είναι κάτι στο οποίο γίνεται μια φασαρία αλλά στο τέλος κερδίζουν οι καλοί. Την ιστορία της χούντας της Αργεντινής την έμαθα πολύ μετά.
Τέσσερα χρόνια αργότερα η σιγουριά ότι υπάρχουν υπεράνθρωποι καταρρίφθηκε από τρία γκολ του Πάολο Ρόσι. Οι Βραζιλιάνοι είχαν τον ρόλο των καλών ανίκητων, ο μπαμπάς είχε αγοράσει έγχρωμη τηλεόραση για να βλέπουμε καλά τη «verdeoro» εμφάνιση, αλλά προέκυψε από το πουθενά η Σκουάντρα Ατζούρα που είχε μια φανέλα μπλε – ένα χρώμα σχεδόν εκδικητικό. Οι μεγάλοι που θυμούνταν τη Βραζιλία του Πελέ και τους μύθους της δικής τους παιδικότητας έστειλαν όλα τους τα αναθέματα στον βραζιλιάνο τερματοφύλακα Βαλντίρ Πέρες: ήταν ο μόνος θνητός της θεϊκής ομάδας του Σαντάνα, άρα και ο μεγάλος ένοχος. Στα δικά μου τα μάτια ο άνθρωπος ήταν αθώος: είχε δεχτεί τρία γκολ από πέντε μέτρα και δεν έφταιγε σε τίποτα, αλλά δεν γίνεται να αναμετρηθείς με την ελαφρότητα των μεγάλων που δεν μεγαλώνουν. Τι απέμεινε; Η συγκίνηση του ημιτελικού ανάμεσα στους Γερμανούς και τους Γάλλους. Η καρατιά του γερμανού τερματοφύλακα Σουμάχερ στον Μπατιστόν και η ήττα των αδικημένων Γάλλων ήταν η απόδειξη ότι η ζωή δεν είναι κόμικ.
Το 1986 αυτού του είδους η σιγουριά αμφισβητήθηκε πάλι σοβαρά. Ο Μαραντόνα το είχε σκάσει από τις καλύτερες παραδόσεις των εικονογραφημένων περιοδικών. Οι άλλοι πετάχτηκαν όταν είδαν το γκολ που πέτυχε στον Τζιοβάνι Γκάλι, έχασαν τη φωνή τους στο γκολ με την Αγγλία, αστειεύτηκαν με το χέρι του Θεού, θυμούνται το εκπληκτικό γκολ με το Βέλγιο ή την ασίστ στον Μπουρουσάγα που έκρινε τον τελικό. Ακόμα και όσοι έλεγαν ότι ο Πελέ ήταν καλύτερος (γιατί ήταν ο δικός τους παιδικός ήρωας) παραδέχονταν ότι ποτέ ένας άνθρωπος δεν σημάδεψε τόσο πολύ μια διοργάνωση. Εγώ πάλι θυμάμαι κάτι άλλο. Στον τελικό, μετά την απονομή, ο Ντιέγκο έχει πετάξει τη φανέλα στον κόσμο και έχει μείνει με το περιβραχιόνιο στο μπράτσο: ένα περιβραχιόνιο-φωτοστέφανο που έμελλε να γίνει το φετίχ της δικής μου γενιάς. Ολοι ήθελαν πάντα να φορέσουν το περιβραχιόνιο έτσι όπως ο Ντιέγκο – χωρίς μια φανέλα, που την πέταξαν σε μια εξέδρα εν μέσω αποθέωσης, αλλά με όλη τη σιγουριά ότι αυτό και μόνο στη ζωή αξίζει. Είτε παίζεις μπάλα, είτε δουλεύεις, είτε ερωτεύεσαι, σε κάθε παιχνίδι όλα γίνονται για να μη βγάζεις από το χέρι το περιβραχιόνιο.
Το 1990 στη Ρώμη έφταναν τα δάκρυα του αργεντινού σούπερ ήρωα στον τελικό για να έχεις κάτι να θυμάσαι: ήμουν εκεί. Υπήρχαν κι άλλα: τα «λιοντάρια» του Καμερούν, ο Χιγκίτα, ο Γκασκόιν που τον φώναζαν «Γκάζα», η μία και μοναδική αποτυχημένη έξοδος του Ζένγκα στο Ιταλία – Αργεντινή, τα γουρλωμένα μάτια του Σκιλάτσι, ο Ματέους – σύμβολο μιας Γερμανίας που έχασε δύο πολέμους και κέρδισε όλα τα υπόλοιπα. Και μετά, σαν κάποιος να σαμποτάρισε τη μηχανή των συγκινήσεων και να μείναμε κομμάτι εν κενώ.
Το 1994 οι Βραζιλιάνοι κερδίζουν παίζοντας το ίδιο συντηρητικά με τους Ευρωπαίους. Ο Μαραντόνα γύρισε στην Εθνική Αργεντινής για να σταυρωθεί, προλαβαίνοντας όμως να χαρίσει μια-δυο στιγμές συγκίνησης στους πιστούς του που προσδοκούσαν την ανάστασή του. Το χαμένο πέναλτι του Μπάτζιο στον τελικό Βραζιλία – Ιταλία ήταν όπως και η παρουσία του στο τουρνουά: ένα μεγάλο μιντιακό παραμύθι. Στην πραγματικότητα, και να είχε ευστοχήσει ο Μπάτζιο οι Ιταλοί δεν κέρδιζαν, αλλά με τη φτώχεια των συγκινήσεων που το USA World Cup μάς πρόσφερε, τα δάκρυα του Ιταλού έγραψαν στο υποσυνείδητο των αναμνήσεων περίπου όπως τα τωρινά λαϊκοπόπ σουξέ: τα μεγάλα τραγούδια είναι άλλα. Στο μεταξύ, το 1994 καταλάβαμε πως ακόμα και η ελαφρότητα μπορεί να πονάει: η Εθνική μας έκανε στις ΗΠΑ εμφανίσεις που δεν προσφέρονται ούτε για γέλια.
Το 1998 ο τελικός ανάμεσα στους Γάλλους και τους Βραζιλιάνους πέρασε στην Ιστορία για τη μυστήρια ασθένεια του Ρονάλντο που βγήκε από τα αποδυτήρια και βρέθηκε στο νοσοκομείο. Η γιορτή στο Παρίσι ολοκληρώθηκε με ένα μεγάλο μυστήριο – ωραίο, αλλά, συγγνώμη, η συγκίνηση είναι κάτι άλλο. Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο «Ρόνι» παίρνει την εκδίκησή του και η Βραζιλία κατακτά το Κύπελλο στην Απω Ανατολή, αλλά να σηκώσει το χέρι όποιος έχει να θυμάται κάτι καλό. Οι Βραζιλιάνοι κερδίζουν χωρίς αντίπαλο γιατί τους πιθανούς αντιπάλους τους τούς έχουν εξαφανίσει στην πορεία οι διαιτητές – το Μουντιάλ είχε γίνει μια παγκόσμια φάρσα. Οι μάγοι της αντιγραφής Κορεάτες είχαν αντιγράψει όλα τα κόλπα της παγκόσμιας ποδοσφαιρικής διαφθοράς για να προχωρήσει η ομάδα τους: η διοργάνωση τελείωσε έχοντας δημιουργήσει την εξοργιστική βεβαιότητα ότι στο ποδόσφαιρο επιτρέπονται και όσα απαγορεύονται ακόμα και στον έρωτα. Το 2006 τη γερμανική μουντιαλική σοβαροφάνεια του Παγκοσμίου Κυπέλλου κατέστρεψε μια κουτουλιά του Ζιντάν στον Ματεράτσι: ο «Ζιζού» την έριξε σε παγκόσμια μετάδοση, αποχώρησε από τα γήπεδα και άφησε στους Ιταλούς το δικαίωμα να πανηγυρίσουν. Τουλάχιστον αυτοί το έκαναν χωρίς Βουβουζέλες: ο ήχος τους έγινε ο ήχος του τίκι τάκα με το οποίο οι Ισπανοί στη Νότιο Αφρική το 2010 πήραν το πρώτο τους τρόπαιο. Εκεί ήταν και η Εθνική μας, που δεν έλειψε και από τη Βραζιλία τέσσερα χρόνια αργότερα. Μιλώντας για παιδικές ψυχές, θυμάμαι ακόμα τονΡονάλντο να ζητά συγγνώμη από τους πατεράδες που είδαν μαζί με τα παιδιά τους την ήττα της Σελεσάο από τη Γερμανία με σκορ 1-7 στην έδρα της: είχε πει ότι αυτό το τραύμα δύσκολα θα βρει ανακούφιση κι εγώ που ήμουν εκεί και τον άκουσα τον κατάλαβα γιατί ότι το Μουντιάλ αφήνει ίχνος στις παιδικές ψυχές πάντα το πίστευα. Στον τελικό, ένα άλλο παιδί στην καρδιά, ο Μέσι, έχασε από τους Γερμανούς, ενώ οι Αργεντινοί που είχαν καταλάβει το Ρίο τραγουδούσαν για τον Μαραντόνα και εγώ αναρωτιόμουν αν όλοι τελικά μεγαλώσαμε διαβάζοντας τα ίδια κόμικς όπου και αν έχουμε γεννηθεί.
Πού είχαμε μείνει; Στη Μόσχα το 2018. Οι Γάλλοι πήραν το τρόπαιο εύκολα, αλλά εμένα μου έμεινε η σκηνή της απονομής που ενώ βρέχει καταρρακτωδώς ο μόνος που έχει κάποιον να του κρατά ομπρέλα είναι ο Βλαντίμιρ Πούτιν. Και από τότε ήμουν βέβαιος πως ο τύπος δεν υπάρχει για καλό, αλλιώς θα γινόταν μούσκεμα όπως όλοι. Αρκούσε να δεις τη σκηνή σαν παιδί για να δεις το μέλλον. Πώς να κρυφτείς απ’ τα παιδιά; Στο Μουντιάλ σίγουρα τα ξέρουν όλα…