Κάθομαι, όπως κάθε Σάββατο, στην πλατεία της Νέας Σμύρνης και πίνω τον καφέ μου. Στο διπλανό τραπέζι μια παρέα συζητά για τον Στέφανο Τσιτσιπά, που σε δύο ώρες επρόκειτο να αγωνιστεί στα ημιτελικά του ATP Masters του Λονδίνου με τον μεγάλο Ρότζερ Φέντερερ. Και να ήθελα να μην ακούσω τι έλεγαν οι κύριοι ήταν αδύνατον, αφού φώναζαν δυνατότερα και από προπονητή του μπάσκετ όταν δίνει οδηγίες σε τάιμ άουτ. Συμφώνησαν ότι ο Τσιτσιπάς έκανε μεγάλο λάθος που έπαιξε δυόμισι ώρες τένις με τον Ναδάλ και ότι για να έχει μια τύχη με τον ελβετό σταρ «έπρεπε να παρατήσει το ματς με τον Ισπανό για να είναι ξεκούραστος». Τόνισαν επίσης ότι δεν έπρεπε να βγει πρώτος στον όμιλο και να παίξει με τον Φέντερερ. Σκέφτηκα ότι ο Τσιτσιπάς ήταν αδύνατον να μη βγει πρώτος, αφού πριν από το ματς με τον Ναδάλ κουβαλούσε δύο νίκες χωρίς να χάσει σετ και γέλασα. Αλλά, παρ’ όλα αυτά, παρακολουθούσα τη συζήτηση γιατί ήταν απολαυστική: ήταν μια συζήτηση ανάμεσα σε ανθρώπους που έχουν κάθετη άποψη για το τι πρέπει κάποιος τρίτος να κάνει, χωρίς να έχουν ιδέα για τις λεπτομέρειες του θέματος που συζητούν. Ομολογώ ότι λατρεύω αυτές τις συζητήσεις: είναι οι κατεξοχήν ελληνικές συζητήσεις, πιθανότατα γιατί γίνονται σε έναν χώρο που δεν υπάρχει πουθενά αλλού. Στο τίμιο ελληνικό καφενείο.

Αντίθετα από αυτό που πιστεύουμε ως λαός, είμαστε τρομερά σοβαροφανείς. Ο Ελληνας συνήθως αποφεύγει να πάρει δημοσίως θέση ακόμη και για πράγματα που γνωρίζει καλά. Φοβάται να μην εκτεθεί, φοβάται να μη φανεί ανακριβής στα μάτια των τρίτων, φοβάται μήπως μια λάθος εκτίμηση έχει επιπτώσεις σε αυτήν η οποία στο μυαλό του είναι η δημόσια εικόνα του. Τον φόβο αυτόν τον βλέπεις και στα μάτια των ελλήνων δημοσιογράφων ενίοτε. Αν, όπως λέει ο Πάσχος Μανδραβέλης, «η ελληνική δημοσιογραφία έχασε την είδηση της δεκαετίας, δηλαδή τη χρεοκοπία της χώρας», αυτό κατά τη γνώμη μου συνέβη, όχι γιατί δεν υπήρχαν άνθρωποι να διαβάσουν σωστά τους οικονομικούς δείκτες, αλλά γιατί δεν υπήρχαν άνθρωποι με κουράγιο να πουν τι ακριβώς έρχεται με τρόπο που θα προκαλούσε την προσοχή μας. Οσοι το έκαναν, το έκαναν πολύ προσεκτικά, συγκρατημένα και χαμηλόφωνα, όχι τόσο γιατί δεν ήθελαν να μας κακοκαρδίσουν, αλλά γιατί φοβούνταν τον χλευασμό μας σε περίπτωση που η πρόβλεψή τους αποδεικνυόταν λάθος. Ο σοβαροφανής Ελληνας, ακριβώς επειδή θέλει να κρίνει αυστηρά τους άλλους, αποφεύγει δημοσίως να εκτεθεί μπροστά σε οποιοδήποτε ακροατήριο: ακόμη κι αν αυτό το συνθέτουν οι παρευρισκόμενοι σε ένα οικογενειακό τραπέζι, που λέει ο λόγος. Αποφεύγει να προβλέπει και προτιμά να γκρινιάζει, αποφεύγει να παίρνει θέση και προτιμά να μιλάει γενικά, αποφεύγει να τοποθετηθεί ξεκάθαρα και προτιμά να κρύβεται. Εκτός από μία περίπτωση: όταν βγάζει λόγο στο café.

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω