Αν υπήρχε Οσκαρ κινηματογραφοφιλίας, ο Μάρτιν Σκορσέζε δεν θα χρειαζόταν να περιμένει πάνω από σαράντα χρόνια για να το κερδίσει, όπως συνέβη το 2007 με τον «Πληροφοριοδότη», ταινία για την οποία απέσπασε το χρυσό αγαλματίδιο στην κατηγορία της σκηνοθεσίας έπειτα από επτά αποτυχημένες υποψηφιότητες – πέντε για το σκηνοθεσίας και δύο για το σεναρίου συγκεκριμένα, ενώ μετά τον «Πληροφοριοδότη» μετρά άλλες έξι, με τα «Hugo» (2011), «O Λύκος της Wall Street» (2013) και «O Ιρλανδός» (2019). Λίγο να τον έχεις ακούσει να μιλάει, λίγο να έχεις παρατηρήσει τις ταινίες του με τις δεκάδες αναφορές σε είδη και παλιές ταινίες, αμέσως καταλαβαίνεις το πάθος του για τον κινηματογράφο.

Κατά μία έννοια, ο Μάρτιν Σκορσέζε υπήρξε (και παραμένει) κάτι σαν παλαιότερο αντίστοιχο του Κουέντιν Ταραντίνο που έγινε διάσημος στη δεκαετία του 1990: ένας κινηματογραφικός δημιουργός που αντιμετώπιζε πάντα με ευλάβεια το μέσο του κινηματογράφου και την ιστορία του. Ενας γνήσιος καλλιτέχνης που έμαθε σινεμά μέσα από το ίδιο το σινεμά των δασκάλων του, τους οποίους και έχει τιμήσει χρησιμοποιώντας αυτές τις γνώσεις με έναν μοναδικά δημιουργικό τρόπο στις δικές του ταινίες. Οπως ο Σκορσέζε ουκ ολίγες φορές έχει αποδείξει, ως auteur φρόντιζε πάντα να προσαρμόζει τις γνώσεις και τη βαθιά αγάπη του για τον κινηματογράφο στα δικά του μέτρα, στο δικό του όραμα και με το δικό του, χαρακτηριστικά στακάτο, απαράμιλλο στυλ. Hταν, είναι (ακόμα και σήμερα, στα 80 του χρόνια – γεννήθηκε στις 17 Νοεμβρίου 1942) και πάντα θα είναι ένας δημιουργός ο οποίος, υποκλινόμενος στο παρελθόν, το χρησιμοποιεί για να ατενίζει τον ορίζοντα του μέλλοντος.

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω